Του Πρωτοπρεσβύτερου Δημήτριου Θεοφίλου, M.D., PhD Student EΚΠΑ.

 

Νομίζω πως δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι η σχέση της θρησκείας γενικότερα και της Εκκλησίας ειδικότερα με τη νεολαία κάθε εποχής βρισκόταν πάντα σε κρίση. Αυτό, φυσικά, συμβαίνει πολύ περισσότερο σήμερα, που η μετανεωτερικότητα έχει αλλάξει τελείως τους όρους του όποιου «παιχνιδιού».

Είναι γεγονός πως η νεολαία δεν «αστειεύεται», αφού δεν αποτελεί το ευκολότερα χειρίσιμο κομμάτι της κοινωνίας, οπότε, για να χτιστεί μια κάποια σχέση εμπιστοσύνης, χρειάζεται ειλικρίνεια, αλήθεια και χρόνος, δεν αρκεί απλά κάποιοι νέοι να «πηγαίνουν» κάποιους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους σε επικοινωνιακό επίπεδο θεάματος, αλλά εδώ πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο, ουσιαστικότερο και αληθινότερο.

Ένα πρώτο «crash test» ανάμεσα στη νεολαία και την Εκκλησία αποτελούν οι προγαμιαίες σχέσεις, ένα ζήτημα-«αγκάθι», αφού τις περισσότερες φορές το όλο θέμα αντιμετωπίζεται νομικίστικα και στενόχωρα. Μια ανάγνωση του βιβλίου «Άσμα Ασμάτων» της Παλαιάς Διαθήκης ίσως να έριχνε λίγο φως, στις απολιθωμένες αντιλήψεις που καθορίζονται από κάποιους κώδικες μιας ιδιότυπης ποινικής δικονομίας, που ζυγίζουν και μετράνε την ανθρώπινη ζωή και ηθική με φορμαλιστικούς όρους του χθες.

Είναι γνωστό σε όλους, όσους ακόμη αισθάνονται «ζωντανοί», πως η ανθρώπινη φύση τιμωρεί και εκδικείται όλους εκείνους που επιπόλαια και απερίσκεπτα την αψηφούν και την παραβιάζουν κατά συρροή. Αρκεί κανείς να ρίξει μια διεισδυτική ματιά γύρω του, εντός και εκτός Εκκλησίας, για να διαπιστώσει τη διαταραχή προσωπικότητας που προκαλούν τα βάσανα του ανέραστου βίου, διαταραχές που συχνά προβάλλονται και μεταβιβάζονται σε άλλους ανθρώπους, που δεν φταίνε τίποτε για τα προσωπικά αδιέξοδα ή τις λανθασμένες επιλογές κάποιων, όσο «ψηλά» ή «χαμηλά» κι αν αυτοί βρίσκονται.

Αυτό, σε κάθε περίπτωση, θα σήμαινε πως το Ευαγγέλιο καλούμαστε να το διαβάσουμε ξανά με ερμηνευτικό εργαλείο όχι κάποια πουριτανική ηθική ή ένα ποινικό δικανικό πνεύμα, αλλά με μακροθυμία, ανεκτικότητα και κυρίως κατανόηση στην όποια ανάγκη του πλησίον, κάτι που ο Χριστός το είχε ως βασικό κριτήριο, σε κάθε άνθρωπο που απευθυνόταν.

Μια άλλη δυσκολία, που στέκει σαν αμετακίνητος ογκόλιθος ανάμεσα στους νέους και την Εκκλησία είναι ο πλούτος και η περί ιδιοκτησίας αντίληψη που αυτή έχει ενστερνιστεί (με όρους τόσο κατοχής και νομής όσο και διεκδίκησης), κάτι που την καθιστά αρκετές φορές να γίνεται ένα με την ύλη. Το χρήμα, η ιδιοκτησία, ο πλουτισμός καθιστούν τη Χάρη του Θεού ανενεργή. Έτσι, έχουμε μια Εκκλησία που μετατρέπεται σε «άχαρη» και ταυτόχρονα, αντί να επιβεβαιώνει το Ευαγγέλιο με τον βίο και την πολιτεία της, απλά να το διαψεύδει ή, στην καλύτερη περίπτωση, να το διασύρει ενώπιον των ανθρώπων. Το πρόσκομμα του πλούτου κρατάει μακριά τους νέους, που νιώθουν ότι πίσω από κάθε ανιδιοτελή φιλανθρωπική κίνηση της Εκκλησίας μπορεί να κρύβεται καμουφλαρισμένη μια ιδιοτέλεια ή κάποιο συμφέρον.

Τέλος, αυτό που εξοργίζει περισσότερο τους νέους είναι η λαγνεία της εξουσίας, που έχει περάσει ως μολυσματικός ιός σε όλους τους χώρους και τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής, σε ολόκληρη την «πυραμίδα», από την κορυφή έως τη βάση. Ναι, την πυραμίδα όπως έχει καταντήσει η επίγεια Εκκλησία, από Αγία Τράπεζα μυστικού δείπνου και ευχαριστιακή σύναξη, που οντολογικά είναι.

Η Εκκλησία καλείται να απαλλαγεί από εμμονές και εγκλωβισμούς σε σχήματα του χθες και να ανοίξει διάλογο, στα ζητήματα της λατρευτικής γλώσσας, των προγαμιαίων σχέσεων, της ιερολογίας του γάμου, της ποιμαντικής της μέριμνας για την οικογένεια και της πραγματικής συμμετοχής του λαού στη λατρεία και όχι την εικονική. Για να προσεγγίσουν οι νέοι πάλι την Εκκλησία, πρέπει να αισθανθούν οικεία και ζεστά, να νιώσουν πως βρίσκονται μέσα στη μητρική της αγκαλιά και όχι μπροστά σε κάποιο ιδιότυπο ποινικό δικαστήριο, όπου κάποιος τους κουνάει το «δάκτυλο» ex cathedra.

Αν μείνουμε σε διαπιστώσεις, δεν νομίζω ότι θα είχαμε να προσφέρουμε και πολλά στη περιπέτεια αυτής της πολύπαθης σχέσης. Η νεολαία πρέπει να εμπιστευθεί ξανά της Εκκλησία της, να βρει νόημα και απαντήσεις μέσα σ’ αυτήν, να απεξαρτηθεί από ουσίες και τεχνολογικές ομηρίες, να απαιτήσει τη σκέψη και την ψυχή της πίσω, από όλους αυτούς που τις έχουν εδώ και πολλά χρόνια τώρα αιχμαλωτίσει ή συλλήσει.

Η Εκκλησία καλείται να απαλλαγεί από εμμονές και εγκλωβισμούς σε σχήματα του χθες και να ανοίξει διάλογο, στα ζητήματα της λατρευτικής γλώσσας, των προγαμιαίων σχέσεων, της ιερολογίας του γάμου, της ποιμαντικής της μέριμνας για την οικογένεια και της πραγματικής συμμετοχής του λαού στη λατρεία

Η παρουσία ή η απουσία των νέων συνιστά την αυριανή αθανασία ή τον θάνατο της επίγειας Εκκλησίας. Αν η γήινη-χοϊκή Εκκλησία συνεχίσει να βρίσκεται και να ζει σε ένα «παράλληλο σύμπαν» με την κοινωνία, όπου αυτο-απασχολούμενη ομφαλοσκοπεί μέσα σε μια ιδιότυπη «μέθη» αυταρέσκειας, εμμένοντας στην άτεγκτη ηθική της, τον ασύδοτο πλουτισμό της και τη λαγνεία της όποιας εξουσίας της, τότε θα έχει καταστήσει τον εαυτό της ένα μετα-ευαγγελικό και μετα-χριστιανικό απολίθωμα, που το μόνο που θα είναι σε θέση να κάνει θα είναι τελετές, επετείους και αναμνηστικές αναπαραστάσεις, κενές νοήματος και περιεχομένου.

Οι νέοι που θα στελεχώσουν την Εκκλησία πρέπει να πάψουν να προσέρχονται με εφήμερα χοϊκά κριτήρια πλουτισμού, καριέρας ή, στην καλύτερη περίπτωση, επαγγελματικής αποκατάστασης. Οι εξυγίανση των κριτηρίων ίσως οδηγήσει και στη απαλλαγή νοσηρών φαινομένων, που φορείς τους έχουν άρρωστους ψυχικά ανθρώπους οι οποίοι νόμισαν πως η αλλαγή ενδυμασίας με μια νοσηρή παρενδυσιακή αντίληψη του όλου εγχειρήματος θα αρκούσε για να τα αλλάξει όλα.

Είναι άμεση ανάγκη πλέον να γίνει σαφές το προφανές, που είναι πως τα «ξύλινα» λόγια και οι «πλαστικές» ευσεβείς προθέσεις εδώ και πολλά χρόνια δεν αγγίζουν και δεν αφορούν πια κανέναν.