Του Χρήστου Γ. Κτενά
Η επίσκεψη του Πρόεδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, στο Άγιον Όρος πριν από λίγες μέρες είχε σημαντικούς συμβολισμούς. Και ίσως ο μεγαλύτερος να ήταν η υποδοχή του στην Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονα (το «ρωσικό» μοναστήρι του Άθω) από τον Πατριάρχη Μόσχας κ. Κύριλλο. Μια κίνηση συμπαράταξης της πολιτικής ηγεσίας της υπερδύναμης Ρωσίας (αν και ακόμη απέχει από την ισχύ της ΕΣΣΔ) και του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ρωσίας, κάτι, δηλαδή, αδιανόητο πριν από λίγες δεκαετίες.
Πώς, όμως, φτάσαμε σε αυτή τη «συμφωνία» Κράτους και Εκκλησίας στη σύγχρονη Ρωσία; Για να το εξηγήσουμε, οφείλουμε να δούμε το ιστορικό παρελθόν αυτής της σχέσης. Που, ξεκινώντας από την εποχή των Τσάρων, χαρακτηρίζεται από την αναγκαστική πρόσδεση της Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία (είναι χαρακτηριστικές οι εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου, που συνάντησαν την έντονη αντίδραση του κλήρου), δημιουργώντας όμως ένα ισχυρό αίσθημα ρωσικής ταυτότητας με κέντρο την Ορθόδοξη πίστη, με πολλά εκατομμύρια πιστούς να αυτοκαθορίζονται πρώτα ως «Ορθόδοξοι» και μετά ως «Ρώσοι». Μια σχέση δηλαδή που το κομμουνιστικό καθεστώς είδε ως σοβαρή απειλή, για να ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά τη Σοβιετική Επανάσταση τη συστηματική δίωξη της Εκκλησίας. Έτσι, λίγα χρόνια μετά το 1917, στη Ρωσία υπήρχαν μόλις λίγες εκατοντάδες ιεροί ναοί ανοιχτοί από τους 50.000 προεπαναστατικά. Μάλιστα, το σοβιετικό καθεστώς, για να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας, νομοθέτησε τον πλήρη διαχωρισμό από το Κράτος, κατέσχεσε την εκκλησιαστική περιουσία, καταδίωξε τους ιερείς (πολλές φορές δολοφονώντας τους), κατεδάφισε ναούς, μονές και εκκλησιαστικά ιδρύματα, ενώ κυκλοφορούσε ειδικές προπαγανδιστικές εφημερίδες, όπως την «Bezbozhnik» (Ο άθεος), αλλά και στήριζε διάφορες σχισματικές ομολογίες που υπονόμευαν την εκκλησιαστική ενότητα.
Η εικόνα αυτή ανατράπηκε εν μέρει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, όταν η Ρωσική Εκκλησία συμμετείχε στον εθνικό αγώνα κατά των Ναζί, οπότε το καθεστώς χαλάρωσε την πίεση, ακριβώς για να εκμεταλλευθεί την επιρροή της, αλλά μεταπολεμικά και επί Χρουστσόφ, ακολούθησε νέο κύμα διώξεων και πιέσεων, με την Εκκλησία να παραμένει υπό ασφυκτικό κρατικό έλεγχο. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην περίοδο αυτή η καταπίεση απέδωσε και ένα υπόγειο κίνημα χριστιανικού ακτιβισμού με «εκκλησίες της κατακόμβης», όπως αποκαλούνταν, αλλά και μια φιλοσοφία εθνικισμού και διάσωσης της Ορθοδοξίας μέσω της ταύτισής της με το ρωσικό εθνικό ιδεώδες.
Με αυτή την τραυματική εμπειρία, η Ρωσική Εκκλησία στην κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος βρέθηκε μπροστά σε ένα χαοτικό σκηνικό, με τη χώρα να παραπαίει οικονομικά και κοινωνικά, με ξενοφοβικές τάσεις και με αναζήτηση της θρησκευτικής ενότητας που τόσο είχε διαταραχθεί και νοθευθεί επί κομμουνισμού. Και κρίσιμη εδώ είναι η στάση του Αλεξίου Β’, του πρώτου Πατριάρχη Μόσχας που αναδεικνύεται χωρίς κρατική παρέμβαση μετά τη σοβιετική περίοδο. Έτσι ο Αλέξιος υιοθετεί ένα έντονο αντικομμουνιστικό προφίλ, παρεμβαίνοντας στην πολιτική ζωή της Ρωσίας, όπου, π.χ., στις προεδρικές εκλογές του 1996 θα στηρίξει τον Γιέλτσιν έναντι του κομμουνιστή υποψηφίου Γκενάντι Ζουγκάνοφ. Ο ίδιος, μάλιστα, προχώρησε στην αγιοποίηση και ανάδειξη πολλών Ρώσων νεομαρτύρων που διώχθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ χαρακτηριστική είναι η φράση του «η Εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το κράτος, αλλά όχι ανεξάρτητη από την κοινωνία». Η στάση του Αλέξιου είναι μια σύνθεση τόσο άμυνας (ώστε να αποφευχθεί η επάνοδος των κομμουνιστών) όσο και δυναμικής προσέγγισης για την αποκατάσταση του κύρους και της θέσης της Ρωσικής Εκκλησίας στη χώρα. Μια φιλοσοφία που θα ακολουθήσει και ο διάδοχός του, Κύριλλος (ο νυν Πατριάρχης Μόσχας), ο οποίος διακρίνεται για την αντίθεση του στον δυτικό φιλελευθερισμό και την πίστη του σε πατροπαράδοτες αξίες.
Η αντίληψη Πούτιν για ανασύσταση της εθνικής ταυτότητας
Η προσπάθεια ανάκαμψης της Ρωσικής Εκκλησίας θα βρει σύμμαχο της τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος από το 2000 διατυπώνει μια ιδιότυπη θέση περί «πνευματικής ανανέωσης» που χρειαζόταν η ρωσική κοινωνία ώστε να αντιμετωπίσει τόσο τις εντάσεις στο εσωτερικό της όσο και την «πολιτισμική και θρησκευτική εξάπλωση άλλων κρατών εντός της Ρωσίας». Οι φράσεις αυτές, που εντάσσονται και στην επίσημη Στρατηγική Ασφαλείας της χώρας, σηματοδοτούν την αντίληψη Πούτιν για ανασύσταση της εθνικής ταυτότητας με «προστασία της πολιτισμικής, πνευματικής και ηθικής παράδοσης», όπως αναφέρεται. Όπου ειδικά στο θέμα της θρησκείας έπρεπε να αντιμετωπιστεί η δράση αμερικανικών, κυρίως προτεσταντικών οργανώσεων, όπως και άλλων ομολογιών (με χαρακτηριστική τη δράση της Ουνίας στην Ουκρανία), αλλά και ομάδων όπως οι σαϊεντολόγοι, που στο μεσοδιάστημα από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος είχαν εμφανιστεί στη Ρωσία.
Η προσπάθεια ανάκαμψης της Ρωσικής Εκκλησίας θα βρει σύμμαχο της τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος από το 2000 διατυπώνει μια ιδιότυπη θέση περί «πνευματικής ανανέωσης» που χρειαζόταν η ρωσική κοινωνία ώστε να αντιμετωπίσει τόσο τις εντάσεις στο εσωτερικό της όσο και την «πολιτισμική και θρησκευτική εξάπλωση άλλων κρατών εντός της Ρωσίας»
Ο Πούτιν και η σχετική με αυτόν ομάδα εξουσίας κάνουν, έτσι, ένα σοβαρό άνοιγμα προς την Ορθοδοξία, ως δομή και παράδοση που θα στηρίξουν την εθνική ενότητα και θα αποτρέψουν την περαιτέρω διάσπαση της χώρας (που ήδη ταλαιπωρείται από τον μουσουλμανικό σεπερατισμό στην Τσετσενία και σε άλλες περιοχές στον Καύκασο).
Στο άνοιγμα αυτό η Ρωσική Εκκλησία απαντά με προθυμία, καθώς εμφανίζεται κοινό πεδίο επαφής η ρωσική κουλτούρα, η οποία, μάλιστα, είναι και ενοποιητικό στοιχείο των απανταχού Ρώσων. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση Πούτιν του 2009 ότι «κατά το διάλογο με άλλες αδελφές Εκκλησίες, η Ρωσική Εκκλησία πάντα υπερασπίζονταν και ελπίζουμε ότι θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την εθνική και πνευματική ταυτότητα των Ρώσων».
Έτσι αναδεικνύεται σταδιακά μια συναίνεση μεταξύ πολιτικής Πούτιν και εκκλησιαστικής αντίληψης, η οποία βρίσκει και εφαρμογή στην εξωτερική πολιτική της χώρας, με σύσταση σχετικής κοινής ομάδας εργασίας Εκκλησίας-Κράτους, η όποια, σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών, Λαβρόφ, αντανακλά «μια πολύχρονη παράδοση της Ρωσικής διπλωματίας». Ενώ από την πλευρά της Εκκλησίας ο Πατριάρχης Κύριλλος θα δηλώσει το 2011 πως «μόνο ένας ενωμένος ρωσικός κόσμος μπορεί να γίνει ένας ισχυρός παγκόσμιος παράγοντας διεθνούς πολιτικής, ισχυρότερος από κάθε πολιτική συμμαχία. Και χωρίς συντονισμό μεταξύ κράτους, Εκκλησίας και κοινωνίας πολιτών δεν θα πετύχουμε αυτό τον στόχο».
Γιατί η Ρωσική Εκκλησία προστρέχει σε αυτήν τη συνεργασία με το κοσμικό κράτος; Οι λόγοι είναι πολλοί. Αρχικά, η Εκκλησία διαπιστώνει πως έτσι μπορεί να διευρύνει την επιρροή της στο εσωτερικό της χώρας, καθώς αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα απομάκρυνσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τη θρησκεία, αλλά και την ενίσχυση της στο εξωτερικό, στις ρωσικές εκκλησίες της διασποράς. Επίσης, αποτελεί ιστορική παράδοση της Ρωσικής Εκκλησίας μια αντίληψη διαφορετικότητας και υπεροχής σε σχέση με τη Δύση, όπου ο δυτικός μοντερνισμός ταυτίζεται με την κοινωνική αναταραχή και τον ηθικό εκπεσμό, ενώ υπάρχει έντονο στο εσωτερικό της το στοιχείο του σλαβικού εθνικισμού. Όπως θα πει σε ομιλία του ο Πατριάρχης Κύριλλος, «καθώς οι Ρώσοι έγιναν οι πνευματικοί και πολιτισμικοί διάδοχοι του Βυζαντίου, κατάφεραν στο πέρασμα πολλών αιώνων να διατηρήσουν τη σλαβική τους διαφορετικότητα. Και ο πολιτισμός που θεμελιώθηκε από τη σοφία και τα έργα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ενώνει αρμονικά την ευρωπαϊκή πολιτισμική και πνευματική παράδοση, με την Ορθόδοξη πνευματικότητα, όπως και με τις σλαβικές παραδόσεις και συμπεριφορές».
Η αντίληψη αυτή περί ρωσικής ιδιαιτερότητας προσφέρει και μια προσέγγιση της ιστορίας της χώρας ως μια χιλιετή βυζαντινού τύπου συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας (με τον κομμουνισμό ένα δυσάρεστο διάλειμμα). Συμφωνία η οποία πρέπει να κατοχυρωθεί εκ νέου, αλλά με την Εκκλησία αυτήν τη φορά αυτόνομη, ως πόλος πολιτικής και κοινωνικής ισχύος. Φιλοσοφία η οποία «δένει» και με την πολλών αιώνων ιδέα της Ρωσικής Ορθοδοξίας περί Μόσχας ως «Τρίτης και τελευταίας Ρώμης» (μετά την Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη), ως βασικός θεματοφύλακας της παγκόσμιας Ορθοδοξίας.
Αποτελεί ιστορική παράδοση της Ρωσικής Εκκλησίας μια αντίληψη διαφορετικότητας και υπεροχής σε σχέση με τη Δύση, όπου ο δυτικός μοντερνισμός ταυτίζεται με την κοινωνική αναταραχή και τον ηθικό εκπεσμό, ενώ υπάρχει έντονο στο εσωτερικό της το στοιχείο του σλαβικού εθνικισμού
Είναι, τελικά, η Ρωσική Εκκλησία μια πολιτική δύναμη; Κατά την άποψή μας, είναι μια κοινωνική και θρησκευτική δύναμη που ασκεί και την αντίστοιχη πολιτική δυναμική της, βρίσκοντας σύμμαχο έναν ηγέτη (τον Βλαντίμιρ Πούτιν) ο οποίος επενδύει συστηματικά στον πατριωτισμό και εθνικισμό ως κρίσιμο συστατικό του ιδεολογικού του μορφώματος. Και τα δύο μέρη, χωρίς απόλυτη ταύτιση (με τις όποιες διαφορές, όμως, να λύνονται συνήθως παρασκηνιακά), προωθούν την ατζέντα τους. Ο Πούτιν τον εκ νέου εκρωσισμό της περιφέρειας (με πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις), η Ρωσική Εκκλησία την ανάδειξή της ως κυρίαρχης θρησκευτικής αντίληψης σε μια χώρα που αντιμετωπίζει έντονη στροφή προς την αθεΐα, αλλά και τη φιλοδοξία της να κατοχυρωθεί ως πυλώνας της Ορθοδοξίας, σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, όπου οι παραδοσιακές δομές και ιεραρχήσεις κλονίζονται. Μια συναντίληψη, δηλαδή, με πολλές αντανακλάσεις, ανάμεσά τους και αυτήν που είδαμε λίγες ημέρες πριν στο Άγιον Όρος με τον εορτασμό της χιλιετίας του εκεί ρωσικού μοναχισμού, αλλά στην ουσία τη δημόσια επιβεβαίωση της χιλιετούς ρωσικής παράδοσης ισχύος και πέρα από τα ρωσικά σύνορα…