Αρχική » Το Άγιο Μύρο στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Το Άγιο Μύρο στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

από kivotos

Του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Μουστάκα

 

Το απόγευμα του Σαββάτου 18 Ιουλίου 2015 πραγματοποιήθηκε στο μοναστήρι Bekfayas του Λιβάνου η τελετή καθαγιασμού του Αγίου Μύρου της Αρμενικής Εκκλησίας, προεξάρχοντος του Καθολικού Πατριάρχη των Αρμενίων Κιλικίας Αράμ Α΄ (1995-). Τις εορταστικές εκδηλώσεις, οι οποίες συνδυάστηκαν με την επέτειο της Γενοκτονίας των Αρμενίων, παρακολούθησαν προκαθήμενοι των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής, όπως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος Β΄ και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄, εκπρόσωποι Εκκλησιών και πολιτικοί αξιωματούχοι του Λιβάνου και της Αρμενίας. Η Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπήθηκε από τον συνοδικό Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Δαμασκηνό. Η συγκεκριμένη ιστορική για την Αρμενική Εκκλησία στιγμή αποτελεί την αφορμή για την ανάδειξη και παρουσίαση της λειτουργίας του Αγίου Μύρου και στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η βασική χρήση του Αγίου Μύρου έγκειται στη χρίση των νεοφώτιστων κατά το βάπτισμα, ως ορατό σημείο της μετάδοσης των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Ήδη από την αποστολική εποχή, η συγκεκριμένη μετάδοση πραγματοποιείτο «διά της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων», όπως μαρτυρεί το βιβλίο των «Πράξεων» (Πραξ. 8, 14-17). Η ραγδαία, όμως, εξάπλωση του Χριστιανισμού κατέστησε αδύνατη τη διαρκή μετακίνηση των Αποστόλων για τον συγκεκριμένο σκοπό, με αποτέλεσμα να εισαχθεί η «διά Αγίου Μύρου χρίσις» σε αντικατάσταση της πρακτικής της επιθέσεως των χειρών. Ο ακριβής χρόνος της παραπάνω αλλαγής δεν μαρτυρείται, εστιαζόμενος μάλλον στην αποστολική εποχή, ενώ και η συνοδική πράξη περιέβαλε με κανονικό κύρος το μυστήριο του Χρίσματος με τον ΜΗ΄ κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας (360), ο οποίος ορίζει «ότι δει τους φωτιζομένους μετά το βάπτισμα χρίεσθαι χρίσματι επουρανίω».

Η χρίση του Αγίου Μύρου χρησιμοποιήθηκε κατά το πρότυπο της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Θεός παράγγειλε στον Μωυσή την παρασκευή μύρου αρωματικού «προς χρίσιν αγίαν» της Σκηνής του Μαρτυρίου, της Κιβωτού της Διαθήκης, των θυσιαστηρίων του θυμιάματος και του ολοκαυτώματος, των σκευών και διαφόρων αντικειμένων που υπήρχαν σε αυτά. Παράλληλα, επέβαλε τη χρίση του Ααρών και των υιών του, με σκοπό να καταστούν ιερείς του Θεού στον λαό του Ισραήλ (Έξοδ. 30, 22-33). Στις μέρες μας, το Άγιο Μύρο χρησιμοποιείται για την τέλεση του μυστηρίου του Χρίσματος, το οποίο έπεται του Βαπτίσματος, για τη χρίση των ετεροδόξων που επιστρέφουν ή προσέρχονται στην Ορθοδοξία, για τα εγκαίνια των ιερών ναών, για την καθιέρωση της Αγίας Τράπεζας, των ιερών σκευών, των εικόνων και των αντιμνησίων. Το Άγιο Μύρο χρησιμοποιείτο, επίσης, και κατά τη στέψη Ορθόδοξων βασιλέων.

Το Άγιο Μύρο παρασκευάζεται από έλαιο και αρωματικά υλικά, τα οποία συμβολίζουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Η συγκεκριμένη διαδικασία περιγράφεται και ως «έψησις Αγίου Μύρου». Ο παλαιότερος λεπτομερής κατάλογος των συστατικών του ανάγεται στον Η΄ αιώνα, ενώ ο καθιερωμένος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως «Κατάλογος των ειδών των αρωμάτων, εξ ων συντίθεται το Άγιον Μύρον» απαριθμεί 57 είδη. Ο τρόπος παρασκευής του από τις πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες δεν σώζεται, ενώ το τυπικό της σχετικής εκκλησιαστικής ακολουθίας δέχθηκε στο πέρασμα των αιώνων μεταβολές. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστάτησε στην αναθεώρηση και βελτίωση της τυπικής διάταξης της συγκεκριμένης ακολουθίας, επισφραγίζοντας την προσπάθειά της με την έκδοσή της κατά τα έτη 1890, 1912 και 1960.

Η έναρξη της «εψήσεως» του Αγίου Μύρου τοποθετείται την Κυριακή των Βαΐων και ολοκληρώνεται στη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης, της διαδικασίας δε επιλαμβάνονται εξειδικευμένα πρόσωπα, οι επιλεγόμενοι «μυρεψοί». Η λειτουργική αυτή πράξη επιτελείται μόνο από τους επισκόπους και όχι από τους πρεσβυτέρους, ενώ η ιστορική της εξέλιξη την περιόρισε στη δικαιοδοσία των προκαθημένων των επισημότερων θρόνων, με τελικό αποδέκτη την οικουμενική διακονία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε κυριαρχικό δικαίωμα κάθε επισκόπου.

Η διακεκριμένη αυτή διακονία του Οικουμενικού Θρόνου και η παραλαβή του Αγίου Μύρου από τη Μητέρα Εκκλησία δεν υποδηλώνει την εξάρτηση ή την υποταγή των επιμέρους εκκλησιών που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία παρασκευής του από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, αλλά αποτελούν ορατό σημείο συνδέσμου με την Πρωτόθρονη Εκκλησία στην κοινή πίστη και την αγάπη, ενώ αποκαλύπτει με τον πιο σαφή τρόπο την ενότητα, την καταλλαγή και τη συμπόρευσή τους με βάση την παράδοση και την ιστορία τους.

Η τελετή παρασκευής του Αγίου Μύρου δεν πραγματοποιείται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, αλλά εξαρτάται άμεσα από τα αποθέματα που διαθέτουν οι κατά τόπους εκκλησίες και από τις ανάγκες τους. Τον περασμένο αιώνα η τελετή παρασκευής του έλαβε χώρα από τους πατριάρχες Ιωακείμ Γ΄ (1903, 1912), Βασίλειο Γ΄ (1928), Βενιαμίν Α΄ (1939), Αθηναγόρα Α΄ (1951, 1960) και Δημήτριο (1973, 1983), ενώ ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει ήδη αξιωθεί να παρασκευάσει Άγιο Μύρο τρεις φορές (1992, 2002, 2012). Παράλληλα, τα Πατριαρχεία Μόσχας, Σερβίας, Βουλγαρίας, καθώς και άλλες Εκκλησίες έχουν διατηρήσει το δικαίωμά τους να παρασκευάζουν μόνες τους Άγιο Μύρο.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ