Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Πτώση των δύο μεγάλων κομμάτων στην Κύπρο, του ΑΚΕΛ και του κυβερνώντος κόμματος ΔΗΣΥ, και είσοδο στη Βουλή μικρών κομμάτων τα οποία αντιτίθενται σε μια λύση τύπου Ανάν έφεραν τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών της 22ας Μαΐου. Η Κυπριακή Εκκλησία, διά του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’, είχε προειδοποιήσει για την ανάγκη να βρεθεί μια λύση κατά το δυνατόν δίκαιη και βιώσιμη. Ο Αρχιεπίσκοπος είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, σε κήρυγμά του την Κυριακή 10 Απριλίου στον Ιερό Ναό Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα στην Πάφο: «… Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα λυθεί το Κυπριακό με τις απαράδεκτες απαιτήσεις που προβάλλει η Τουρκία», τονίζοντας ότι «… αν θέλουν κρατική υπόσταση και να μην είναι ψευδοκράτος, πρέπει να αποφασίσουν να κάνουμε ένα κράτος σωστό για να εξυπηρετεί όλους τους πολίτες, και Έλληνες και Τούρκους».
Οι δηλώσεις αυτές, αντάξιες του εθναρχικού ρόλου που εξακολουθεί να επιτελεί η Εκκλησία στην Κύπρο, έπρεπε να γίνουν, ώστε να μην ευρεθεί εκ νέου ο κυπριακός λαός προ τετελεσμένων γεγονότων, ενώπιον μιας νέας συμφωνίας τύπου Ανάν, αλλά να διεκδικήσει μια συμφωνία η οποία θα διασφαλίζει τα νόμιμα δικαιώματά του. Στην Ελλάδα συζητήθηκε και επικρίθηκε η δήλωση στην οποία προέβη ο Αρχιεπίσκοπος μετά τις εκλογές σχετικά με το κόμμα ΕΛΑΜ, το οποίο πρόσκειται ιδεολογικά στη Χρυσή Αυγή. Ο Αρχιεπίσκοπος είχε δηλώσει ότι χρειάζεται να ακούγονται και οι ακραίοι, εννοώντας, προφανώς, ότι οι ψηφοφόροι που επέλεξαν αυτό το κόμμα το έπραξαν για να υποστηριχθεί μια πολιτική αντίθετη προς εκείνη του σχεδίου Ανάν. Άλλωστε, το κυπριακό αυτό κόμμα δεν έχει κατηγορηθεί μέχρι στιγμής για ρατσιστικές πρακτικές. Οι ψηφοφόροι του, όπως και άλλων μικρών κομμάτων τα οποία εισήλθαν στην κυπριακή Βουλή, εξέφρασαν επίσης διά της ψήφου των την οργή μέρους των Ελληνοκυπρίων για την οικονομική κρίση που προκλήθηκε από την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Η Εκκλησία στην Κύπρο, ύστερα από τον Μακάριο, συνέχισε υπό άλλες συνθήκες το εθναρχικό της έργο, καλλιεργώντας την ελληνοχριστιανική παιδεία και συνείδηση έναντι εκείνων οι οποίοι -εντός και εκτός Κύπρου- επιθυμούν να δουν τον Κυπριακό Ελληνισμό χωρίς εθνική και θρησκευτική ταυτότητα, ένα είδος Χονγκ – Κονγκ πριν από την επανένωσή του με την Κίνα.
Ο αγώνας της Εκκλησίας δεν είναι εύκολος, καθόσον η αποικιακή κληρονομιά, τα ποικίλα οικονομικά συμφέροντα και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί ευνοούνται από λύσεις οι οποίες καθιστούν το νησί έναν τόπο χωρίς ταυτότητα, στον οποίον μόνο οι αγορές θα έχουν τον πρώτο λόγο. Αλλά και στην Ελλάδα πολλοί προσπάθησαν να αποκόψουν τους δεσμούς των Ελλήνων με την Κύπρο, επικαλούμενοι είτε τη γεωγραφική της απόσταση με την Ελλάδα είτε τη δικαιολογημένη πικρία των Κυπρίων για τις ατυχείς ελληνικές επεμβάσεις σε αυτήν.
Ο αγώνας της Εκκλησίας δεν είναι εύκολος, καθόσον η αποικιακή κληρονομιά, τα ποικίλα οικονομικά συμφέροντα και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί ευνοούνται από λύσεις οι οποίες καθιστούν το νησί έναν τόπο χωρίς ταυτότητα, στον οποίον μόνο οι αγορές θα έχουν τον πρώτο λόγο
Έλληνες πολιτικοί υποστήριζαν ότι «στην Κύπρο χάσαμε», αγνοώντας το γεγονός ότι η ψυχική ήττα είναι η βαρύτερη μορφή παραίτησης τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ας μη λησμονείται, όμως, ότι παραμένουν απόρρητα πλείστα όσα γεγονότα του διπλωματικού παρασκηνίου που συνδέονται με την τραγωδία του 1974. Το 2004, προ των ελληνικών εκλογών, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Μπους, ζητούσε τη διενέργεια χωριστών δημοψηφισμάτων στην Κύπρο, ώστε να λυθεί το Κυπριακό με βάση το Σχέδιο Ανάν. Ο τότε Πρόεδρος της Κύπρου, Τάσσος Παπαδόπουλος, απαντούσε επισημαίνοντας ότι το Σχέδιο Ανάν χρήζει τροποποιήσεων, ώστε να καταστεί λειτουργικό. Τότε ακόμη η Κύπρος δεν είχε εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έκτοτε η Κύπρος μπορεί να επικαλείται και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τη δυναμική των ενεργειακών κοιτασμάτων και τη ρευστή κατάσταση στην Τουρκία, η οποία της επιτρέπει να μην πιέζεται χρονικώς. Αντίθετα, η Κύπρος μπορεί και πρέπει να επιλέγει μόνη της τις διαδικασίες προς επίλυση του Κυπριακού, χωρίς έξωθεν πιέσεις για βεβιασμένες και άκρως επικίνδυνες λύσεις.