Του Γεώργιου Αθ. Τσούτσου
Η ελληνική Ορθόδοξη κοινότητα στη Σμύρνη θα γιορτάσει όλο τον μήνα της Παναγίας με ακολουθίες και διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις στους υπάρχοντες ναούς, τον Άγιο Βουκόλο, την Αγία Φωτεινή και τα υπόλοιπα ιερά προσκυνήματα. Θα ήταν ευχής έργον οι Έλληνες που θα βρεθούν αυτήν την περίοδο στη Σμύρνη να ενημερωθούν γι’ αυτές τις δραστηριότητες, ούτως ώστε σιγά-σιγά κάθε καλοκαίρι να γεμίζουν οι ναοί, όπως συμβαίνει –τηρουμένων των αναλογιών– στην Κωνσταντινούπολη κάθε Πάσχα.
Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία συνετέλεσε ώστε να συγκεντρωθεί στην Σμύρνη ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός Χριστιανών Ορθοδόξων, που κυμαίνεται σήμερα γύρω στα 5.000 άτομα. Ελληνικής καταγωγής είναι, βέβαια, μόλις μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών οικονομικοί μετανάστες. Από αυτήν την κοινότητα λίγοι είναι ενεργά μέλη της Εκκλησίας, όμως η δυναμική των πραγμάτων είναι τέτοια, που, αν συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη στη γείτονα και η οικονομική κρίση στη χώρα μας, θα προστεθούν και άλλοι ομόθρησκοί μας στη Σμύρνη. Η Eκκλησία, πάντως, βαθμιαία οργανώνεται και ενισχύεται και αυτό δημιουργεί αισθήματα συγκινήσεως σε όλους μας, λόγω του παρελθόντος το οποίο δεν είναι και τόσο μακρινό.
Ο Αύγουστος του 1922 υπήρξε τραγικός για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία στη Μικρά Ασία. Κατόπιν της γενικής τουρκικής επιθέσεως, κατέρρευσε το μέτωπο του ελληνικού στρατού και σημειώθηκε άτακτη υποχώρηση. Ο κεμαλικός στρατός, ακολουθώντας τους ατάκτους, την 27η Αυγούστου μπήκε στην πόλη και προέβη σε τρομερές σφαγές εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα πυρπόλησε τις χριστιανικές συνοικίες. Πιστός μέχρι το τέλος στην υπηρεσία του ποιμνίου του έμεινε ο εθνομάρτυς και κατόπιν ιερομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης, ο οποίος μαρτύρησε για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ιερωμένοι προ αυτού. Πρέπει, όμως, να αναφερθεί ότι στη συνείδηση του μικρασιατικού πληθυσμού είχε καταξιωθεί ως αγία προσωπικότης προ του μαρτυρίου του. Βέβηλες γραφίδες προερχόμενες ακόμα και από το εκκλησιαστικό περιβάλλον επιχείρησαν να εμφανίσουν σαν «εθνικιστή» τον ιεράρχη εκείνο ο οποίος περιέθαλψε Τούρκους τραυματίες στο μητροπολιτικό μέγαρο την ημέρα που αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη και, διερχόμενος εκ λάθους από την τουρκική συνοικία, δέχτηκε πυροβολισμούς και ανταπέδωσε τα πυρά. Τον ιεράρχη ο οποίος σκόρπιζε την αγάπη του απλόχερα σε όλους, Χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Η πόλη αυτή ξεχωρίζει και σήμερα, καθώς μαζί με την Κωνσταντινούπολη αποτελούν κέντρα της κοσμικής, πρώην κεμαλικής Τουρκίας, η οποία είναι ανοιχτή στις δυτικές επιρροές και γενικά φιλική στο ελληνικό στοιχείο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και σήμερα αποκαλείται «Γκιαβούρ Ιζμίρ» («Πόλη των απίστων») από τους Τούρκους, όπως και την εποχή προ της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, μια ομάδα πολιτών της Σμύρνης τόλμησε φέτος, στις 19 Μαΐου, να αναφερθεί στη Γενοκτονία των Ελλήνων και να ζητήσει συγνώμη γι’ αυτήν σε ανοιχτή συγκέντρωση, φωτογραφίες της οποίας αναρτήθηκαν στο Διαδίκτυο.
Στην κουλτούρα της πόλης, όπως και στα μικρασιατικά παράλια εν γένει, μπορείς να διακρίνεις την τάση κάποιων να ελαχιστοποιήσουν τις θρησκευτικές και εθνικές διαφορές τους μαζί μας. Κάποιοι αυτοπροσδιορίζονται ως άνθρωποι του Αιγαίου ή της Μεσογείου, επαναφέρουν παλαιές ονομασίες και τοπωνύμια και –έστω και για τουριστικούς λόγους– υιοθετούν νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία στις νεοαναγειρόμενες οικοδομές. Γενικότερα, υπάρχει ενδιαφέρον για κάθε είδους επικοινωνία με το ελληνικό στοιχείο, την κουλτούρα και τον πολιτισμό, έννοιες οι οποίες εμπεριέχουν και τη γνωριμία με την Ορθοδοξία, την εξοικείωση με τη δική μας θρησκευτική ταυτότητα.
Η Σμύρνη σήμερα ανασυντάσσεται όσον αφορά το χριστιανικό της στίγμα και, μέσα στις νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται ύστερα από την κατάρρευση του κεμαλισμού, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, το οποίο –ως γνωστόν –παραμένει άδηλο.