Της Ελένης Τσακίρη

 

Περίπου έναν μήνα πριν από την ανακοίνωση των βάσεων, η αγωνία των υποψηφίων έχει κορυφωθεί. Οι Θεολογικές Σχολές και οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες κρατούν μια ιδιαίτερη θέση και στα φετινά μηχανογραφικά, με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για μικρή άνοδο των βάσεων στις περισσότερες από αυτές. Το νέο σύστημα Πανελλήνιων που εγκαινιάστηκε φέτος θα φέρει αλλαγές στην κατανομή των σχολών και των τμημάτων στον χάρτη των βάσεων, ενώ τα προβλήματα που απασχολούν τον κλάδο των κληρικών δεν έχουν αφήσει αυτές τις σχολές αλώβητες τα τελευταία χρόνια.

Οι βάσεις εισαγωγής στις συγκεκριμένες σχολές παραμένουν πολύ χαμηλές, ιδιαίτερα στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, που παλεύουν να προσαρμοστούν στο θεσμικό πλαίσιο που άλλαξε πριν από 10 χρόνια. Αυτή τη στιγμή στη χώρα λειτουργούν τέσσερις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη και τα Ιωάννινα. Οι σπουδαστές εισέρχονται μέσω πανελλαδικών εξετάσεων, ενώ προβλέπεται ένα 10% επιπλέον του αριθμού εισακτέων για τους απόφοιτους Εκκλησιαστικών Λυκείων. Σκοπός της Τριτοβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, όπως ορίζει ο νόμος, είναι «να καταρτίσουν στελέχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, να παρέχουν εκπαίδευση και να χορηγούν πτυχία ισότιμα με εκείνα των ιδρυμάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης». Η δομή των προγραμμάτων σπουδών είναι ίδια με εκείνη των υπόλοιπων ανώτατων ιδρυμάτων. Πρόκειται για προγράμματα σπουδών διάρκειας οκτώ εξαμήνων, δηλαδή τετραετούς φοίτησης. Το βασικό πρόγραμμα σπουδών για την κάθε Ακαδημία είναι αυτό των Ιερατικών Σπουδών, το οποίο παρακολουθείται αποκλειστικά από άρρενες. Στο δεύτερο πρόγραμμα σπουδών, οι Ακαδημίες διαφοροποιούνται. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη υπάρχει πρόγραμμα Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, ενώ στα Ιωάννινα (Βελλά) και στην Κρήτη (Ηράκλειο) υπάρχει πρόγραμμα Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής.

Παράλληλα, υπάρχουν δύο Θεολογικές Σχολές, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

 

Οι ελάχιστες προσλήψεις

Οι μνημονιακές υποχρεώσεις οδήγησαν σε τεράστιο περιορισμό των προσλήψεων των ιερέων. Αυτή τη στιγμή ορίζεται μία πρόσληψη ανά Μητρόπολη τον χρόνο, αφήνοντας τεράστια κενά στις εκκλησίες και απομακρύνοντας όλο και περισσότερο τους υποψήφιους από τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες στο πρόγραμμα ιερατικών σπουδών.

Μια ματιά στα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας όσον αφορά τις προτιμήσεις των υποψηφίων στα μηχανογραφικά τους δελτία είναι χαρακτηριστική της κατάστασης. Το 2012 παρατηρήθηκε μία τεράστια κάμψη στη ζήτηση των παραπάνω σχολών, που συνδέεται άρρηκτα με το «μαχαίρι» στις προσλήψεις. Κι όσο, ειδικά στην επαρχία, οι ενορίες αιμορραγούν από τις ελλείψεις, τόσο οι υποψήφιοι απομακρύνονται από τις επιλογές αυτές.

Οι βάσεις εισαγωγής στις ΑΕΑ δεν ξεπερνούν τη βάση του 10, ενώ οι Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων παραμένουν λίγο πάνω από αυτή. Άλλωστε και οι δεύτερες με τη σειρά τους έχουν να αντιμετωπίσουν ένα επιπλέον πλήγμα, το πάγωμα των προσλήψεων των εκπαιδευτικών στον δημόσιο τομέα. Όπως εξηγεί στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» η Καλή Αλυσανδράτου, διευθύντρια της Εστίας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης στην Ιερά Σύνοδο: «Οι βάσεις είναι χαμηλές στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, γιατί αυτές οι σχολές δεν έχουν διαφημιστεί σωστά όσον αφορά τη διδασκαλία τους. Η δουλειά που γίνεται εκεί είναι πολύ καλή. Όμως το πρόβλημα της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης είναι ότι βασίζεται σε έναν νόμο που εδώ και 10 χρόνια δεν έχει δεχτεί καμία τροποποίηση».

Οι βάσεις εισαγωγής στις ΑΕΑ δεν ξεπερνούν τη βάση του 10, ενώ οι Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων παραμένουν λίγο πάνω από αυτή.

Ένα μειονέκτημα για τις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες σε σχέση με τις Θεολογικές Σχολές είναι το γεγονός ότι οι απόφοιτοι των πρώτων δεν έχουν δικαίωμα διδασκαλίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δηλαδή ως θεολόγοι στα σχολεία. Δεδομένων και των περιορισμένων θέσεων για ιερείς, οι απόφοιτοι των Ακαδημιών δυσκολεύονται αρκετά στην επαγγελματική τους αποκατάσταση σε σχέση με τους απόφοιτους άλλων σχολών παρεμφερούς αντικειμένου. Πάντως, αρκετοί είναι αυτοί που ολοκληρώνοντας τις σπουδές τους μεταπηδούν σε άλλα τμήματα μέσω κατατακτήριων εξετάσεων.

 

Χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα

Δεν είναι μόνο το πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών που έχει ταλαιπωρηθεί από προβλήματα οικονομικής φύσης. Είναι και τα υπόλοιπα προγράμματα, που αντιμετωπίζουν ζητήματα ακαδημαϊκής φύσης. Για καμία σχολή δεν έχουν οριστεί επαγγελματικά δικαιώματα, αφήνοντας τους αποφοίτους ξεκρέμαστους στην αγορά εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συμμετοχή των θηλέων στις εκκλησιαστικές ακαδημίες υπολογίζεται στα ίδια επίπεδα με αυτή των αγοριών. Ειδικότερα στην ψαλτική, η συμμετοχή (δεδομένου και του περιορισμένου αριθμού εισακτέων κάθε χρόνο,) υπολογίζεται ότι αγγίζει το 50% του συνόλου του φοιτητικού πληθυσμού στο εν λόγω πρόγραμμα.

Για καμία σχολή δεν έχουν οριστεί επαγγελματικά δικαιώματα, αφήνοντας τους αποφοίτους ξεκρέμαστους στην αγορά εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συμμετοχή των θηλέων στις εκκλησιαστικές ακαδημίες υπολογίζεται στα ίδια επίπεδα με αυτή των αγοριών.

Παρά το άνοιγμα που έχει γίνει στους φοιτητές, αλλά και την τεχνογνωσία που παρέχουν οι σχολές αυτές, τα κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα αποτελούν «αγκάθι» για τους φοιτητές. Οι Διευθύνσεις των Ακαδημιών όλα αυτά τα χρόνια κάνουν προσπάθειες ώστε να επιτευχθεί η επαγγελματική αναγνώριση των αποφοίτων τους. Ένα πρακτικό θέμα είναι ότι πολλοί απόφοιτοι απευθυνόμενοι σε φορείς για εύρεση εργασίας παίρνουν την απάντηση ότι το πτυχίο τους προέρχεται από παραγωγική σχολή της Εκκλησίας και ότι εκεί πρέπει να αναζητήσουν δουλειά. Όπως είναι φυσικό, η Εκκλησία δεν έχει τόσες θέσεις εργασίας ώστε να καλύψει όλους τους απόφοιτους, με αποτέλεσμα αρκετοί να δυσκολεύονται στην εύρεση δουλειάς.

Παράλληλα, το εν λόγω πρόγραμμα σπουδών είναι παρόμοιο με το τμήμα Συντήρησης Εικόνων και Αρχαιοτήτων του ΤΕΙ Αθήνας, το οποίο έχει επαγγελματικά δικαιώματα. Άλλωστε, με τη συγκρότηση του τμήματος στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, το αντίστοιχο του ΤΕΙ Αθήνας βοήθησε πάρα πολύ με τη συμβολή καθηγητών και τεχνογνωσίας. Στο ίδιο αδιέξοδο βρίσκονται και οι απόφοιτοι του τμήματος Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής, καθώς ούτε σε αυτό το πρόγραμμα σπουδών υπάρχει επαγγελματική αναγνώριση.

Η μεταβατική περίοδος για την ανωτατοποίηση των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών προσέκρουσε στον ύφαλο της κρίσης, με πρώτο θύμα τους μόνιμους διορισμούς των εκπαιδευτικών. Αυτή τη στιγμή, η Ακαδημία στη Θεσσαλονίκη έχει τον μεγαλύτερο αριθμό μόνιμων εκπαιδευτικών και είναι η μόνη που έχει αυτόνομο συμβούλιο και υπάγεται στο καθεστώς αυτοδιοίκητου όπως τα υπόλοιπα πανεπιστήμια. Η απουσία καθηγητών και η διδασκαλία που βασίζεται σε ένα μεγάλο ποσοστό από έκτακτο προσωπικό, πολλές φορές έχει ως αποτέλεσμα κάποια μαθήματα να μην ολοκληρώνονται λόγω έλλειψης του προσωπικού.

 

Μείωση-έκπληξη στον αριθμό των εισακτέων

Φέτος, ο αριθμός εισακτέων αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς μαθητές, καθώς είχε μείωση σε όλες τις Θεολογικές Σχολές αλλά και τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Ειδικά στις σχολές που υπάγονται στο πρώτο επιστημονικό πεδίο, δηλαδή τις Ανθρωπιστικές Σπουδές, περίπου 25.000 υποψήφιοι έχουν εγκλωβιστεί εξαιτίας του νέου συστήματος Πανελλήνιων σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό σχολών. Αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση μπορεί να είναι αυξημένη τόσο στις Θεολογικές Σχολές, που δέχονται κορίτσια, όσο και στις υπόλοιπες Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, λόγω των περιορισμένων επιλογών.

Αντίθετα, τα δύο τμήματα για τη συντήρηση κειμηλίων που βρίσκονται στο 2ο πεδίο, το πιο πολυπληθές από άποψη επιλογών σχολών, λογικά θα παραμείνουν στις περσινές τους βάσεις και δεν θα υπάρξει κάποια άνοδος.

Σίγουρα πολλοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας επιζητούν την αριστεία και κατά γενική ομολογία γίνεται πολύ σοβαρή δουλειά στις παραπάνω σχολές. Όμως, όπως επισημαίνουν αρκετοί, στην περίπτωση για παράδειγμα των Ιερατικών Σπουδών, όταν υπάρχει τέτοια πληθώρα Θεολογικών Σχολών είναι λογικό να παραμένουν οι βάσεις χαμηλά, ενώ τονίζουν ότι και η ιδιαιτερότητα των ιερατικών σπουδών επιβάλλει συνειδητοποίηση, η οποία δεν συναντάται εύκολα σε παιδιά 18 ετών. Οι μαθητές που προέρχονται από τα Εκκλησιαστικά Λύκεια έχουν πολύ μεγαλύτερη επαφή με τη νοοτροπία που επιζητά η Εκκλησιαστική Ακαδημία, ενώ πολύ συχνό είναι το φαινόμενο φοιτητές που δηλώνουν και εγγράφονται στις ΑΕΑ να μην παρακολουθούν τον πρώτο χρόνο, αλλά να «επιστρέφουν» τον επόμενο για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.

Για υψηλό επίπεδο σπουδών κάνουν λόγο και στα άλλα προγράμματα. Το τμήμα Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων έχει συνεργασίες με μουσεία προσφέροντας στους σπουδαστές του επαφή και εμπειρία με το αντικείμενο σπουδών. Η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών παλεύει τα τελευταία χρόνια με κτιριακά προβλήματα, καθώς δεν διαθέτει σύγχρονα εργαστήρια για το εν λόγω πρόγραμμα, ενώ στη Θεσσαλονίκη υπάρχει πολύ κακή κτιριακή υποδομή για τους σπουδαστές. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη οι σπουδαστές συμμετέχουν και στο πρόγραμμα Erasmus +.

Όσον αφορά την Εκκλησιαστική Μουσική και Ψαλτική, οι μουσικές γνώσεις που λαμβάνουν οι φοιτητές δεν περιορίζονται, καθώς είναι ενταγμένες στο πρόγραμμα σπουδών τόσο η Ευρωπαϊκή Μουσική όσο και η Ελληνική Παραδοσιακή.