Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Στην εποχή μας, με την ευκολία της επικοινωνίας και τον κατακλυσμό από ξένα πολιτισμικά πρότυπα, η επιβίωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας είναι όρος και προϋπόθεση της επιβίωσης του Ελληνισμού στο σύνολό του. Το ζήτημα είναι πώς θα επιτευχθεί αυτό, καθώς η προϊούσα και αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση, την οποία ευνοούν και οι κάθε είδους τεχνολογικές εξελίξεις και ευκολίες, μοιάζει με τις Σειρήνες που αντιμετώπισε ο Οδυσσέας. Κι εκείνος μεν έκλεισε με κερί τα αφτιά των συντρόφων του και δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, εμείς όμως δεν μπορούμε και δεν πρέπει να γίνουμε ξενόφοβοι και τεχνοφοβικοί, καθώς έτσι, κάθε άλλο παρά αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος της πολιτισμικής αλλοτρίωσης.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το Γένος μας διαχρονικά αντιμετώπισε και άλλες περιόδους στην ιστορία του, οπότε έζησε στα πλαίσια πολυεθνικών κρατικών σχηματισμών, δεχόμενο κάθε είδους αλλοτριωτικές επιδράσεις, αλλά και συστηματικές πιέσεις για να αποβάλει την εθνική, θρησκευτική και πολιτισμική του ταυτότητα. Αν κατάφερε να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά με επιτυχία αυτό οφείλεται, πρώτον, στη συσπείρωσή του γύρω από την ουσία της παράδοσης, που εκφράστηκε πάντα από την Ορθόδοξη Εκκλησία και, δεύτερον, στην εμμονή στα κύρια και βασικά στοιχεία δόμησης της ταυτότητας αυτής, όπως η συνείδηση της κοινής ιστορίας και η γλώσσα μας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για αυτά που μονολεκτικά αποκαλούμε «ελληνορθόδοξη παράδοση» και για την οποία πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια. Μια παράδοση που παραδοσιακά καλλιεργούσε η ελληνική εκπαίδευση, η οποία ωστόσο έχει πλέον αποβάλει τον ρόλο αυτό. Κι εδώ βρίσκεται ο κύριος κίνδυνος πολιτισμικής αλλοτρίωσης που μας απειλεί και ο οποίος μπορεί να μας αφανίσει διά της αφομοιώσεως αν δεν αντισταθούμε έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Χρειαζόμαστε λοιπόν φορέα και διαδικασία, ώστε τα συνεκτικά αυτά στοιχεία να διαχυθούν στον λαό και να αποτελέσουν και πάλι τους βασικούς συνεκτικούς δεσμούς της παραπαίουσας -όχι λόγω οικονομικών συνθηκών, αλλά πρωτίστως λόγω ακηδίας και αγνωσίας- κοινωνίας μας. Τα έχουμε και τα δύο. Φορείς είναι η Εκκλησία και ο λαϊκός πολιτισμός μας και διαδικασία είναι η δουλειά που πρέπει να γίνεται μέσα στην οικογένεια, ώστε οι νεαροί μας βλαστοί, η ελπίδα και η συνέχεια της κοινωνίας μας, να στραφούν προς αυτές τις πηγές του «ζώντος ύδατος».
Θα επιμείνω λίγο στο δεύτερο στοιχείο, στη διαδικασία, γιατί εκεί εντοπίζεται κυρίως το πρόβλημα. Αν εμείς οι ίδιοι δεν αναγνωρίσουμε την αξία της παράδοσης, της ιστορίας και της γλώσσας μας και αν δεν κατευθύνουμε τα παιδιά μας στη μελέτη και στη βίωσή τους, τότε το κενό αυτό αφενός μεν δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα το καλύψει η πολιτεία -γιατί ούτε θέλει, ούτε και μπορεί, καθώς είναι δέσμια ευρωπαϊκών υποχρεώσεων και κανόνων- αφετέρου δε θα καλυφθεί από ξένα και οθνεία στοιχεία, καθώς στις κοινωνικές δομές, όπως και στη φύση, δεν υφίσταται κενό.
Τούτο σημαίνει ότι μέσα στην οικογένεια, πρώτιστα, θα δημιουργηθούν οι αντιστάσεις εκείνες, με διδαχή, διαβάσματα, ακούσματα και υποδείγματα ζωής, που θα δείξουν στους νέους βλαστούς μας ότι υπάρχει εναλλακτικός και πατροπαράδοτος τρόπος πολιτισμικής δημιουργίας, συλλογικής και ατομικής ύπαρξης και δράσης από αυτόν που προπαγανδίζουν όλα σχεδόν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Και από εκεί, με λόγο και παράδειγμα των μεγαλυτέρων, θα κατευθυνθούν τα παιδιά εκεί όπου μπορούν να λάβουν ανάλογη παιδεία, ένα βάρος που πρώτιστα πέφτει στους ώμους της Εκκλησίας μας, αποτελεί όμως ευθύνη κάθε οικογένειας και κάθε γονιού ξεχωριστά.
Μέσα στην οικογένεια, πρώτιστα, θα δημιουργηθούν οι αντιστάσεις εκείνες, με διδαχή, διαβάσματα, ακούσματα και υποδείγματα ζωής, που θα δείξουν στους νέους βλαστούς μας ότι υπάρχει εναλλακτικός και πατροπαράδοτος τρόπος πολιτισμικής δημιουργίας
Αν με αυτό τον τρόπο δεν καλλιεργήσουμε ελληνορθόδοξο ήθος στα παιδιά μας, δεν θα πρέπει ούτε να μας εκπλήσσει ούτε να μας λυπεί το γεγονός ότι μέσα σε δύο το πολύ γενιές θα μετατραπούμε σε κομμάτι ενός παγκοσμιοποιημένου ανθρώπινου πολτού.