Αρχική » «Ελευθερίω Βενιζέλω… ανάθεμα έστω»

«Ελευθερίω Βενιζέλω… ανάθεμα έστω»

από kivotos

Του Ι. Μ. Κονιδάρη, ομότιμου καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, προέδρου της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, και Άρχοντα Μέγα Δικαιοφύλακα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας

 

Η τύρβη της καθημερινότητας και η ενδημική λήθη αδικεί την ιστορική μνήμη. Είναι, όμως, ανάγκη κάποιες εθνικές συντεταγμένες να ανακαλούνται στη μνήμη μας και να επισημαίνονται, προκειμένου να οριοθετήσουν, με τους αδρούς συμβολισμούς τους, την εθνική αυτογνωσία.

Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από το «Ανάθεμα» κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο οποίο, μέσα στη δίνη του Εθνικού Διχασμού (1915-1917), παρασύρθηκε η Εκκλησία, ακριβώς ειπείν, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, που τα όριά της φθάνουν έως τη Θεσσαλία και δεν περιλαμβάνουν την Κρήτη, ούτε τις λεγόμενες Νέες Χώρες, που τότε δεν είχαν δοθεί ακόμη προς διοίκηση σε αυτήν.

΄Ολως επιγραμματικώς, υπενθυμίζω ότι το ανάθεμα ή μεγάλος αφορισμός είναι η βαρύτερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί από την Εκκλησία κατά οιουδήποτε μέλους της, κληρικού, μοναχού ή λαϊκού και μάλιστα εν ζωή ή και μετά θάνατο, για βαρύτατα εκκλησιαστικά αδικήματα, κυρίως δε κατά αιρετικών. Θα λέγαμε ότι είναι αντίστοιχη με τη θανατική ποινή που επιβάλλει το κοσμικό δίκαιο. Σημαίνει την ολοσχερή και διαρκή αποκοπή του τιμωρουμένου από το σώμα της Εκκλησίας, μπορεί όμως να αρθεί και πάλι εν ζωή ή και μετά θάνατο, εάν το όργανο που την επέβαλε πεισθεί ότι εξέλιπαν οι λόγοι επιβολής της.

Συνεπώς, πρόκειται καθαρώς για εκκλησιαστική ποινή. ΄Αρα, «πολιτικό ανάθεμα», όπως ισχυρίσθηκαν κάποιοι ότι ήταν το Ανάθεμα κατά του Ελ. Βενιζέλου, δεν υπάρχει, δεν προβλέπεται, δεν νοείται!

Τέλη του 1916. Ο Εθνικός Διχασμός στην κορύφωσή του. Η Ελλάδα έχει διαιρεθεί σε δύο τμήματα. Ο Βενιζέλος ηγείται στη Θεσσαλονίκη της προσωρινής κυβερνήσεως της «Εθνικής Αμύνης», ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διοικεί το «Κράτος των Αθηνών».

Στις 18 Νοεμβρίου 1916, με ομόφωνη απόφαση της Ι. Συνόδου, μετά από έγγραφα διαβήματα του Μητροπολίτη Λαρίσης Αρσενίου, σε συνεννόηση με τον καθηγητή της Νομικής Νεοκλή Καζάζη, καλείται η κυβέρνηση των Αθηνών να λάβει τα προσήκοντα μέτρα κατά των επαναστατών της Θεσσαλονίκης, «ίνα μη η Εκκλησία εξαναγκασθή να καταφύγη εις τα υπό των Ιερών Κανόνων προβλεπόμενα μέτρα», πράγμα που υπαινικτικώς εννοεί τον αφορισμό τους. Η θεμελίωση αυτής της αποφάσεως θα εύρισκε έρεισμα στον καν. 3 της Συνόδου που συνήλθε στον Ναό της του Θεού Σοφίας (στην Κωνσταντινούπολη) επί Βασιλείου Α΄ Μακεδόνος το 879/880, της οποίας, παρότι δεν συγκαταριθμείται στις Οικουμενικές Συνόδους, το κύρος των κανόνων της ουδέποτε αμφισβητήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, «ει τις των λαϊκών… τολμήσειεν επίσκοπόν τινα τύψαι ή φυλακίσαι… ο τοιούτος ανάθεμα έστω».

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου 1916, παρουσιάζεται στον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο (Μινόπουλο) επιτροπή του παραστρατιωτικού προφασιστικού κινήματος των «Επιστράτων» και του ζητεί να συμμετάσχει στο ανάθεμα της επομένης ημέρας κατά του Ελ. Βενιζέλου. Ο Θεόκλητος πρόβαλε ως επιχείρημα, μόνον, την έλλειψη της απαιτούμενης «προηγουμένης εγκρίσεως της κυβερνήσεως», σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα Καταστατικό Νόμο (ΣΑ’/1852, άρθρο 15)! Στην παρατήρηση αυτή, ο πρόεδρος των «Επιστράτων» Κ. Ιγγλέσης (κουρέας το επάγγελμα) αντέτεινε ότι αυτό προβλέπεται για προσωπικό αφορισμό και όχι για ανάθεμα!

Η επίσκεψη πάντως αυτή προκάλεσε αυθημερόν έκτακτη σύγκληση της Συνόδου, η οποία ομοφώνως, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της, «επεδοκίμασε την πρότασιν ταύτην, ο δε πανιερ. πρόεδρος εδήλωσεν ότι θα καλέση τον ιερόν Κλήρον να προτρέψη αυτόν όπως παρευρεθή εις την συνάθροισιν του αναθέματος».

 Ο παριστάμενος στη συνεδρίαση της Συνόδου Βασιλικός Επίτροπος Μιχ. Γαλανός μετέφερε τη συνοδική απόφαση στον πρωθυπουργό και υπουργό των Εκκλησιαστικών Σπ. Λάμπρο, ο οποίος κάλεσε σε κατʼ ιδίαν συνάντηση τον πρόεδρο της Συνόδου για να του μεταφέρει την επιθυμία της κυβερνήσεως «όπως μη μετάσχη μετά του υπʼ αυτόν Κλήρου του παρασκευαζομένου αναθέματος», την οποία του διαμηνύει και τη νύχτα διά του υπουργού Δικαιοσύνης Μεν. Σουλτάνη. Με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, το πρωί της 12ης Δεκεμβρίου, ο Μητροπολίτης Αθηνών καθιστά γνωστή τη συμμόρφωσή του προς την κυβερνητική επιθυμία, ζητώντας μάλιστα την προστασία της Μητροπόλεως και της Ι. Συνόδου στην περίπτωση ταραχών…

Εκ παραλλήλου, ο Αθηνών Θεόκλητος αφενός συγκαλεί έκτακτη συνεδρίαση της Ι. Συνόδου, προκειμένου να ανακληθεί τυπικώς η προηγούμενη απόφασή της, αφετέρου δε ειδοποιεί, με επιστολή του, τον πρόεδρο των Επιστράτων για την αποχή του κλήρου από το ανάθεμα, «ως εκ της επιθυμίας της κυβερνήσεως».

Μπροστά πλέον στον κίνδυνο να χρεωθεί ο πρωθυπουργός την ενδεχόμενη ματαίωση του αναθέματος, λόγω της μη συμμετοχής του κλήρου σε αυτό, ειδοποιείται, διά του υπουργού Δικαιοσύνης, ο Μητροπολίτης Αθηνών ότι ουδεμία αντίρρηση υφίσταται σχετικώς με το ανάθεμα εκ μέρους της κυβερνήσεως, η δε περί του αντιθέτου εντύπωση οφείλεται σε «πεπλανημένην αντίληψιν αυτού περί της στάσεως της κυβερνήσεως…». Εν τω μεταξύ, προτού υπογραφεί η ανακλητική απόφαση της Συνόδου, καταφθάνει στο Συνοδικό Μέγαρο αντιπροσωπεία Επιστράτων, η οποία ζητά, «μετʼ επιμονής και φορτικότητος», τη συμμετοχή του κλήρου.

Προ αυτής της καταστάσεως, η Σύνοδος, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά της, «λαβούσα υπʼ όψιν αφενός μεν το κανονικόν της αιτηθείσης συμμετοχής της Εκκλησίας εις την σημερινήν εκδήλωσιν του λαού εν τω Πεδίω του Άρεως, αφετέρου δε την επιμονήν του εξεγηγερμένου λαού και τας εκ της τυχόν αρνήσεως προς την συμμετοχήν ανυπολογίστους θλιβεράς συνεπείας, κρίνει καλόν να εκτελέση την χθεσινήν σχετικήν αυτής απόφασιν περί συμμετοχής της Εκκλησίας εις ταύτην».

Μετά τις παλινωδίες αυτές της Συνόδου, τις πρώτες απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας πέντε άμαξες, επί των οποίων επιβαίνουν η Ι. Σύνοδος και οι παρεπιδημούντες στην Αθήνα Αρχιερείς, κατευθύνονται στο Πεδίον του Άρεως. Ο Μητροπολίτης Αθηνών, «φέρων εγκόλπιον και επανωκαλύμαυχον, άτρομος και ακτινοβολών εκ χαράς», ρίχνει πρώτος επί του σωρού λίθον αναθέματος, απαγγέλλοντας την φράση: «Ελευθερίω Βενιζέλω, επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω».

 Σε λίγες μέρες η Σύνοδος ενημερώνει επισήμως το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι «επομένη τοις Θείοις και Ιεροίς Κανόσι και ιδία τω Γ΄ Κανόνι της εν Αγία Σοφία συγκροτηθείσης Συνόδου», «παρέδωκε τω αναθέματι» τον Ελευθέριο Βενιζέλο, «άνδρα επιβουλευθέντα την Βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντα και φυλακίσαντα Αρχιερείς». Ακολούθως, η Σύνοδος ενημερώνει τη Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι (Canterbury), τέλος δε, ακόμη και αυτόν τον Πάπα της Ρώμης, προσθέτοντας μάλιστα στο γράμμα προς αυτόν και ύβρεις κατά του κόμματος των Φιλελευθέρων…!

Παρόμοια αναθέματα, με την έγκριση της Συνόδου, έλαβαν χώρα σε όλη την Αττική και τις επόμενες ημέρες σε πολλές επαρχιακές πόλεις, όπου δεν είχε επεκταθεί το κίνημα της Εθνικής Αμύνης.

Οι συνέπειες της πράξεως αυτής για την Εκκλησία υπήρξαν ολέθριες. Ο Βενιζέλος σχημάτισε μετά από λίγο (14 Ιουνίου 1917) νόμιμη κυβέρνηση στην Αθήνα. Πριν περάσει μήνας, με Διάταγμα της 11ης Ιουλίου 1917, διαλύθηκε η Σύνοδος που είχε λάβει μέρος στο ανάθεμα και ορίσθηκε νέα, για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος «Αριστίνδην Σύνοδος» (κατά την άποψη βεβαίως των κυβερνώντων!), που αποτελέσθηκε από τέσσερις αρχικώς και στη συνέχεια πέντε, βενιζελικούς Αρχιερείς.

Εκτός αυτού, με το ίδιο νομοθέτημα συγκροτήθηκε Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, αποτελούμενο από 13 μέλη, υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου, δύο μέλη του οποίου προέρχονταν από την Κρήτη, το οποίο προέβη στην καθαίρεση του Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητου και του Μητροπολίτη Λαρίσης Αρσένιου, ενώ κήρυξε έκπτωτους τους υπόλοιπους Συνοδικούς Ιεράρχες που είχαν λάβει μέρος στο ανάθεμα. Στον κενωθέντα με τον τρόπο αυτό Θρόνο των Αθηνών, εκλέχθηκε στις 8 Μαρτίου 1918, από την Αριστίνδην Σύνοδο και την κυβέρνηση, νέος Μητροπολίτης Αθηνών ο εκ Κρήτης καταγόμενος και βενιζελικός Μητροπολίτης Κιτίου της Εκκλησίας Κύπρου Μελέτιος Μεταξάκης, ο οποίος στη συνέχεια διετέλεσε για βραχύ διάστημα Οικουμενικός Πατριάρχης (1921-1923) και απεβίωσε ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1926-1935).

Η περιπέτεια της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είχε όμως τελειώσει. Ο νέος Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης απομακρύνθηκε από τον θρόνο του αμέσως μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, τις οποίες έχασε κατά κράτος ο Βενιζέλος. Στον Θρόνο των Αθηνών επανήλθε, όλως αντικανονικώς, ο καθηρημένος Θεόκλητος, ενώ με απλό βασιλικό διάταγμα κηρύχθηκαν άκυρες, ως αντισυνταγματικές και αντικανονικές, όλες οι αποφάσεις του Ανώτατου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου του 1917.

Την ίδια τύχη είχε αργότερα, και πάλι, ο Θεόκλητος. Μετά την επανάσταση του Πλαστήρα τον Σεπτέμβριο 1922, απομακρύνθηκε, και πάλι, από τον Θρόνο των Αθηνών και μία Μείζων Σύνοδος 18 Αρχιερέων της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος αποκατέστησε όλους τους Αρχιερείς στις θέσεις τους (τον Θεόκλητο μόνο στο αρχιερατικό αξίωμα) και εξέλεξε, τον Μάρτιο 1923, ως νέο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών τον Αρχιμ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προκειμένου να ειρηνεύσει η Εκκλησία…

Το κύρος, ακριβώς ειπείν τη νομοκανονική υπόσταση του αναθέματος, αμφισβήτησε επισήμως η Εκκλησία της Ελλάδος. Στο Μουσείο Μπενάκη φυλάσσεται χειρόγραφη επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1930, προς τον τότε πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο (που πρώτος δημοσίευσε ο Νικ. Σοϊλεντάκης), με την οποία επιχειρείται να απαντηθεί η απορία του Βενιζέλου για τη μη άρση του αναθέματος που του είχε επιβληθεί.

Ο τότε Αρχιεπίσκοπος σημειώνει στην επιστολή του, «απλώς χάριν ακριβείας», τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε από τη μελέτη των οικείων Πρακτικών της Συνόδου. Εξ αυτών συνάγει ότι η «ανόσια» πράξη του αναθέματος δεν υπήρξε «εκκλησιαστική», αφού μάλιστα δεν προηγήθηκε επίσημη απόφαση της Συνόδου, αλλά συνέπεια του ότι η Εκκλησία ενέδωσε «όλως αδικαιολογήτως εις την βίαν την παρά των πολιτικών εξερεθισθέντων όχλων» και μετέσχε «πολιτικής πράξεως».

Η «ανόσια» πράξη του αναθέματος δεν υπήρξε «εκκλησιαστική», αφού μάλιστα δεν προηγήθηκε επίσημη απόφαση της Συνόδου, αλλά συνέπεια του ότι η Εκκλησία ενέδωσε «όλως αδικαιολογήτως εις την βίαν την παρά των πολιτικών εξερεθισθέντων όχλων»

Επιπροσθέτως, η πράξη αυτή ήταν άκυρη, καθώς τόσο κατά τους κανόνες της Εκκλησίας όσο και κατά το δίκαιο της Πολιτείας «ουδείς αναπολόγητος καταδικάζεται». Έτσι εξηγείται η μη ανάληψη από την Εκκλησία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας για την ανάκληση του αναθέματος, αφού λογίζεται για αυτήν ως μία πράξη «εκκλησιαστικώς ανύπαρκτος».

Σε άλλο έργο του, ο ίδιος διαπρεπής εκκλησιαστικός ιστορικός, κάνει λόγο πάλι για «πολιτικό ανάθεμα» το οποίο, όπως εισαγωγικώς τόνισα, δεν υπάρχει, ούτε νοείται. Επισημαίνει πάντως τις ολέθριες συνέπειες του Αναθέματος, αφού «παρήχθη λίαν επικίνδυνος ανωμαλία» ως εκ της αναμείξεως της Εκκλησίας στις πολιτικές έριδες, με τις Αριστίνδην Συνόδους και την ακύρωση των αποφάσεων του Ανώτατου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου με διάταγμα, με πράξη δηλ. της Πολιτείας.

Η στιβαρή επιχειρηματολογία του ευφυούς Αρχιεπισκόπου, στον οποίο άλλωστε οφείλεται και η τεχνήεσσα διευθέτηση του ζητήματος των λεγόμενων Νέων Χωρών, προσωπικώς δεν με πείθει απολύτως. Απόφαση της Συνόδου υπήρξε, επίκληση Κανόνων υπήρξε, το τυπικό ακολουθήθηκε και προηγούμενη έγκριση της κυβερνήσεως υπήρξε, αν και μόνο προφορικώς. Και κυρίως, το Ανάθεμα εντυπώθηκε ανεξίτηλα στη συνείδηση του λαού της Παλαιάς Ελλάδας!

Η απάντηση όμως του Αρχιεπισκόπου, με την προσωπική, ιδιόγραφη επιστολή του προς τον Βενιζέλο, όφειλε να πείσει έναν συνετό και σώφρονα πολιτικό ηγέτη, όπως ήταν ο Βενιζέλος, ο οποίος μάλιστα βρισκόταν στο μέσο της πιο παραγωγικής και, ατυχώς, τελευταίας κυβερνητικής του θητείας (1928-1932). Πόσο μάλλον, όταν είχαν περάσει ήδη 14 ολόκληρα χρόνια από το ανάθεμα, είχε μεσολαβήσει η εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και υπήρχε παράλληλα η διαβεβαίωση του Αρχιεπισκόπου ότι η Εκκλησία «γνωρίζουσα τας αγαθάς διαθέσεις» του, «εύχεται διαρκώς υπέρ της υγείας και μακροημερεύσεώς του».

 

Εν πάσει περιπτώσει, το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου το οποίο, προσφυώς, ο σημαντικότερος των Ελλήνων κανονολόγων του 20ού αιώνα, Αμίλκας Αλιβιζάτος, χαρακτήρισε ως παράδειγμα «τουλάχιστον ανοήτου επιβολής αναθέματος, καθ’ όλως μάλιστα οχλώδη και ανάξιον τη Εκκλησία τρόπον», οδήγησε τον νεότερο νομοθέτη να θέσει αυξημένες προϋποθέσεις για την επιβολή της βαρύτατης αυτής εκκλησιαστικής ποινής.

΄Ετσι, σύμφωνα με τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, του έτους 1977, η εκκλησιαστική ποινή του μεγάλου αφορισμού ή αναθέματος επιβάλλεται μόνο μετά από απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, του συνόλου δηλαδή των εν ενεργεία Μητροπολιτών, η οποία μάλιστα θα πρέπει να ληφθεί με αυξημένη πλειονοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της, χωρίς να απαιτείται πλέον και έγκριση της σχετικής αποφάσεως από τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων.

     Είθε τα παθήματα να μας γίνονται μαθήματα! Ιδίως στους καιρούς μας!

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ