Στο Ζάλογγο γράφτηκε μία από τις πιο λαμπρές σελίδες της νεότερης ιστορίας της χώρας. Η εκεί μονή ήταν και συνεχίζει να είναι ένας χώρος που συμβολίζει τον ηρωισμό και την πίστη. Μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω, η Μονή της Παναγίας του Αβάσσου, στο όρια των χωριών του Σουλίου, αποτελεί σημείο αναφοράς για τους πιστούς από όλη την Ελλάδα.
Η Μονή Ζαλόγγου
Η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ είναι χτισμένη στο Ζάλογγο, που έγινε θρύλος λόγω της πτώσης από την κορυφή του βράχου των Σουλιωτισσών, και πολύ κοντά στην αρχαία Κασσώπη.
Η παράδοση θέλει έναν βοσκό, τον Σάββα, να βρίσκει την εικόνα του Ταξιάρχη στο Ζάλογγο καθώς βοσκούσε το κοπάδι του. Επειδή νόμισε ότι κάποιος την είχε χάσει, έψαξε στα γύρω χωριά και πληροφορήθηκε ότι ανήκε σε μια εκκλησία στο χωριό Ωρωπός, κοντά στον Λούρο, και την πήγε πίσω. Μετά από μέρες, και ενώ έβοσκε τα ζώα του, ξαναβρήκε την εικόνα στο ίδιο σημείο με πριν. Κάπως έτσι ο Σάββας από βοσκός έγινε μοναχός και κτήτωρ της μονής.
Στην αρχή έκανε ένα καλυβάκι σε μια κορυφή βράχου σε υψόμετρο 876 μέτρων. Με τον καιρό μαζεύτηκαν γύρω του και άλλοι νέοι, οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη αδελφότητα της μονής.
Το πότε ακριβώς χτίστηκε η μονή δεν είναι γνωστό. Το πιο πιθανό είναι κατά τον 4ο αιώνα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η ανέγερση έγινε τον 6ο αιώνα. Στην ιστορία της έζησε πολλές καταστροφές, με πιο μεγάλη αυτή της περιόδου της Κατοχής, όταν οι Γερμανοί την έκαψαν και εκτέλεσαν πολλούς πατριώτες στα γύρω χωριά, Καμαρίνα και Κρυοπηγή. Είχε μεγάλη περιουσία, την οποία όμως από το 1932 τη διαχειρίζονταν οι σχολικές επιτροπές.
Περίπου 100 μέτρα χαμηλότερα από τη Μονή των Ταξιαρχών, στη ρίζα του βράχου του Ζαλόγγου, όπου δεσπόζει το θεόρατο μνημείο των Σουλιωτισσών, χτίστηκε η Μονή του Αγίου Δημητρίου. Για να φτάσει ο επισκέπτης από τη σημερινή μονή στην κορυφή, πρέπει να ανέβει 410 σκαλιά. Παρά την ανέγερση της νέας μονής, η παλιά δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά σιγά-σιγά μεταφέρθηκε στη νέα. Μάλιστα, το 1816 αγιογραφήθηκε.
Οι ηγούμενοι και οι μοναχοί του Ζαλόγγου είχαν σημαντική συμβολή στον αγώνα κατά των Τούρκων. Ένας εξ αυτών, ο Ιωσήφ Γκινάκας, από την Πρέβεζα, μυήθηκε στο κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη και μετά την αποτυχία συνελήφθη και εστάλη στην Τουρκία, όπου βρήκε φρικτό θάνατο. Επίσης ο αρχιμανδρίτης Ανανίας σφάχτηκε από τους αγάδες της Λάμαρης, οι οποίοι ήθελαν να αρπάξουν την περιουσία του μοναστηριού.
Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1895, οι Τούρκοι κατέστρεψαν το μοναστήρι, το οποίο ανακαινίστηκε το 1916. Το 1962 μετατράπηκε σε γυναικείο και το 1982 εγκαταστάθηκε εκεί μια νέα αδελφότητα. Πάντως, το 1777 ο Κοσμάς ο Αιτωλός είχε μείνει εκεί έναν μήνα και στη συνέχεια επισκέφθηκε τη Μονή Λεκατσά.
Η Μονή του Ζαλόγγου φέρει το βαρύ φορτίο της πτώσης των Σουλιωτισσών το 1803. Προς τιμήν αυτών των γυναικών, το 1939 ορίστηκε επιτροπή για την ανέγερση μνημείου, που αποπερατώθηκε το 1957.
Βεβαίως, στην επίθεση εναντίον των κατατρεγμένων Σουλιωτών, όπως αναφέρει ο Ι. Λαμπρίδης («Σούλι και Σουλιώτες», Βάσω Ψιμούλη, σελ. 284), φαίνεται πως έπαιξαν ρόλο και οι επιδρομές τους στην περιοχή, με στόχο την κλοπή: «Στρατεύματα του Αλή υπό την αρχηγία του Μέτζιο Μπόνο και Αγου Μουχουρδάρη, ενισχυμένα με αρματολούς, επιτίθενται αιφνιδιαστικά στους Σουλιώτες, που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο». Μεταξύ αυτών που τους χτύπησαν ήταν και ένας κτηνοτρόφος, τον γιο του οποίου είχαν σκοτώσει οι Σουλιώτες σε μια επιδρομή τους. Ανεξάρτητα από αυτό, η θυσία των Σουλιωτισσών έγινε σύμβολο για την Ελλάδα, αλλά και την περιοχή και τη μονή, πάνω ακριβώς από την οποία υπάρχει το σημείο από όπου έπεσαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, έπεσαν 57 γυναίκες και 12 άνδρες. Από την πτώση γλύτωσαν τον θάνατο πέντε παιδιά, μεταξύ των οποίων η 7χρονη Λάμπρω, η οποία έγινε καλόγρια και έζησε εκεί το υπόλοιπο της ζωής της.
Mονή Αβάσσου
Πρόκειται για μοναστήρι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που βρίσκεται εντός των ορίων του χωριού Ανω Κοτσανόπουλο, αλλά στην ουσία ανήκει στα χωριά Βρυσούλας και Άνω Ράχης, αφού έχει χτιστεί στα όρια των τριών κοινοτήτων και σε αυτό έχουν πρόσβαση όλοι.
Σε έναν τουριστικό οδηγό της Νέας Ελλάδας, γραμμένο μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους, αναφέρεται: «…και μετά 45′ του χωρίου Άνω και Κάτω Κοτσανόπουλο, οπόθεν μετά 60′ διερχόμεθα της Μονής Βασιώτη επ’ αριστερά και φθάνομεν εις χ. Ζερμή παρ’ ω άφθονα ύδατα, 3,5 ώραι εκ Λούρου».
Βεβαίως, οι αποστάσεις τώρα δεν έχουν καμία σχέση με αυτές 100 χρόνια πριν. Η μονή απέχει από τον Λούρο μόλις 15’ με το αυτοκίνητο. Ο παραπόταμος έχει ελάχιστο νερό και οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει έχουν δημιουργήσει έναν χώρο λατρείας, αλλά και αναψυχής.
Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Αρτης, Σεραφείμ Ξενόπουλο ή Βυζάντιο, «…η Ιερά Μονή Αβάσσου, κειμένη εν τω τμήματι της Λακοπούλας εις τας υπωρείας του χωριού Ζερμή, εντός δασώδους τόπου και τιμωμένη επί τη κοιμήσει της Θεοτόκου, ωκοδομήθη το πρώτον κατά τα αρχάς του παρελθόντος αιώνος, κατασαθρωθείσα δε και κατερημωθείσα υπό των αλβανικών στιφών, ανεκαινίσθη εν έτει 1853, δι’ εράνου των χριστιανών. Έλαβε το όνομα Αβάσσου, γνωματεύομεν, ως εκ της οικογενείας του σωζομένου ήδη εις ρωσικήν γην, εμπορευομένου Αββασιώτου, εχούσης, ως φαίνεται, την θέσην ταύτην ως ιδιόκτητον».
Αναφορές στο μοναστήρι έχουν γίνει και από τον Αραβαντινό: «Το του Αβάνου (σ.σ.: πρόκειται για τυπογραφικό λάθος), όπερ κτίσμα αρχαίον, ον διατηρείται εν τη καταστάσει σεμνυνόμενον επί τη ενδόξω της Θεοτόκου Κοιμήσει, κείται δε εν τη περιοχή της Λάμαρης».
Όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, με την ευθύνη του δραστήριου νέου μητροπολίτη Χρυσόστομου, «…η Μονή Αβάσσου είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και έλαβε το όνομά της πιθανώς από τον ιδιοκτήτη της, Αββασιώτη, έμπορα στη Ρωσία τον 19 αι. Αλλη εκδοχή θέλει τη μονή να ονομάζεται Αρασσός, κτισμένη σε ελληνιστική θέση, με ύπαρξη αρχαίων τάφων στη γύρω περιοχή. Η παρουσία πάντως πολλών μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, τμημάτων τέμπλου και αμφικιονίσκων παραθύρων, εντοιχισμένων στον σημερινό ναό, ενισχύουν την άποψη πιθανής αναγωγής της μονής στον 13 αιώνα».
Υπάρχει όμως και η τοπική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τον ναό τον έχτισε ένας μεγαλοκτηνοτρόφος, που ζούσε στην περιοχή, με το όνομα Αβάσσος ή Βάσσος. Μέσα στα βάτα, έκαιγε ένα φως και έτσι αποφασίστηκε να χτιστεί εκεί η εκκλησία. Μέχρι πρόσφατα έλεγαν ότι ένα φίδι φυλούσε τον ναό, ενώ όσοι κινούνταν από το Κοτσανόπουλο προς τη Βρυσούλα με άλογο έπρεπε να αφιππεύουν σε ένδειξη σεβασμού. Οταν ένας Τούρκος προσπάθησε να διανύσει έφιππος την απόσταση, του γύρισε το κεφάλι. Η παράδοση θέλει τον Τούρκο να πηγαίνει στον ναό, να δένει το άλογο στην πόρτα του και να θεραπεύεται. Οι ντόπιοι μιλούν για μια θαυματουργή εκκλησία, ωστόσο δεν υπάρχουν παρά μόνον άγραφες μαρτυρίες, οι οποίες δεν διαφέρουν από την ιστορία των άλλων μοναστηριών. Αυτό σημαίνει ότι πίσω από την ανέγερση κάθε μονής υπάρχουν μύθοι και αλήθειες που έχουν «παγιωθεί» και διατηρούνται, άλλοτε για τοπικιστικούς λόγους και άλλοτε από σεβασμό στην παράδοση.
Για τους κατοίκους της περιοχής, η Παναγία του Αβάσσου είναι προστάτιδα και τον Δεκαπενταύγουστο πιστοί πήγαιναν εκεί για να προσευχηθούν και να διασκεδάσουν. Την παραμονή της γιορτής, πολλοί κάτοικοι κοιμούνταν μέσα και έξω από τον ναό.
Από το κτιριακό συγκρότημα της μονής σήμερα σώζεται μόνο το Καθολικό, που είναι χτισμένο στα 1853 από τον ιερομόναχο Κυπριανό, πάνω στα θεμέλια παλαιότερου ναού, κτίσματος του 1746. Πρόκειται, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο της μητρόπολης, για τρίκλιτη, θολοσκέπαστη βασιλική, με πρόναο, κυρίως ναό και ιερό βήμα. Στο κεντρικό κλίτος, που χωρίζεται από τα πλάγια με τέσσερις κολώνες (δύο σε κάθε πλευρά), υπάρχουν τρεις εσωτερικοί τρούλοι, ενώ στα πλάγια κλίτη από τρεις καμάρες. Ολόκληρος ο κυρίως ναός και το ιερό βήμα είναι κατάγραφο από αγιογραφίες της ίδιας περιόδου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, με αρκετές σκαλιστές παραστάσεις από την Αγία Γραφή.
Η Μονή κατά τον Λαμπρίδη, είχε αρκετή περιουσία και διέθετε πολλά χρήματα για τα σχολεία των γύρω χωριών: «Η της Αβάσσου (μονή) γρ. 1.000 υπέρ των σχολείων τριών πέριξ αυτής κοινοτήτων».
Σύμφωνα με τον Σεραφείμ Βυζάντιο: «Και αύτη μονή εδεκατίσθη υπό των Αλβανών, κέκτηται δε ήδη μικρόν μέρος αγρών, ολίγα ελαιόδεντρα, έναν μύλον και ολίγα ποίμνια, εν αυτή ιεράτευεν ή ηγουμένευεν εκ της οικογενείας ορμώμενος των Αββασιωτών, εν ων την επωνυμίαν έλαβεν».
Το 1916, σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Φιλάρετο Βιτάλη, η Μονή του Αβάσσου έγινε μετόχι της Μονής Ζαλόγγου και όλη η περιουσία της περιήλθε σε αυτήν.