Του Πάνου Ευαγγέλου
«Κύριε ελέησον, μέσα στο γιαούρτι ένα πριόνι/ Του Κυρίου δεηθώμεν να κόψετε τα σίδερα/ Συγχωρούνται οι αμαρτήσαντες, να έχετε σινιάλο/ Τέκνα μου, τέκνα μου, τη νύχτα/ Κύριε ελέησον, ανάψτε τρία τσιγάρα/ Του κυρίου δεηθώμεν, τα παιδιά θα περιμένουν/ Κύριε ελέησον, απέξω να σας ελευθερώσουν/
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον/ Συγχωρούνται οι αμαρτήσαντες, τέκνα μου/ Τέκνα μου, κινηθείτε αποφασιστικά».
Αυτός ο αυτοσχεδιασμός ενός απλού ιερέα, του Κωνσταντίνου Παπαβαλή, στο Αγρίνιο συνδυάζει ηρωισμό, θυσιαστική αγάπη προς τον άνθρωπο και πάθος για αντίσταση στους κατακτητές και για τη λευτεριά. Αποδεικνύει με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο τον άλλον αγώνα, τη στάση της Εκκλησίας την περίοδο της Κατοχής.
Το πρωτοφανές περιστατικό στα χρονικά της Αντίστασης εξελίχθηκε στο Αγρίνιο, όπου οι Γερμανοί είχαν οργανώσει ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί είχαν μεταφερθεί, εκτός των άλλων, και 30 Ηπειρώτες σαμποτέρ, οι οποίοι θα οδηγούνταν για εκτέλεση. Με κίνδυνο της ζωής του ο Παπαβαλής, όταν πληροφορήθηκε τις συλλήψεις, αποφάσισε να «διαβάζει» για τελευταία φορά τους μελλοθάνατους. Πήγε στον υπεύθυνο του ΕΑΜ και ζήτησε του δώσει ένα όνομα κρατούμενου. Πήρε τη Σύνοψη, έναν σταυρό και έναν κεσέ γιαούρτι, φόρεσε το πετραχήλι και παρουσιάστηκε στον Γερμανό διοικητή, από τον οποίο ζήτησε να δώσει την άδεια να εξομολογήσει τον «ανιψιό» του, Σπ. Κοντοπάνο (ήταν ένας εκ των κρατουμένων). Ο διοικητής του επέτρεψε να μπει και οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα των φυλακών, παρόντος του Γερμανού. Ο παπάς άρχισε να ψάλλει τη συγχωρητική ευχή -σύνθημα για να αποδράσουν- και μόλις τελείωσε οι κρατούμενοι έσπευσαν να του φιλήσουν το χέρι και άρχισαν να κλαίνε.
Ο Γερμανός συγκινήθηκε και αυτός και επέτρεψε στον παπά να δώσει το γιαούρτι στον Κοντοπάνο. Εκείνη τη νύχτα, οι 30 σαμποτέρ και άλλοι κρατούμενοι κατάφεραν να αποδράσουν και να βγουν στο βουνό.
Ανάλογα περιστατικά συνέβαιναν σε όλη τη χώρα. Άλλοι ιερείς σκηνοθετούσαν κηδείες με φέρετρα, στα οποία μετέφεραν όπλα στους αντάρτες. Άλλοι μετέφεραν στις φυλακές τρόφιμα και μηνύματα διαφόρων οργανώσεων. Άλλοι πάλι βγήκαν οι ίδιοι στα βουνά για να πολεμήσουν τους κατακτητές.
Και άλλοι, ίσως οι πιο θαρραλέοι, έμειναν στις ενορίες τους, μπήκαν μπροστά στα αποσπάσματα και εκτελέστηκαν, πολλοί μαζί με τις οικογένειές τους. Ανάμεσα σε αυτούς και οι ηρωικές μορφές των ιερέων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν από τους Βούλγαρους επειδή αρνήθηκαν να ψάλλουν τη Θεία Λειτουργία στα βουλγαρικά.
«Πάνω» από αυτούς και «δίπλα» σε αυτούς η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία από την πρώτη στιγμή έδωσε το σύνθημα της αντίστασης: Έστειλε ιερείς στο μέτωπο, οργάνωσε τη σωτηρία του λαού στήνοντας συσσίτια παντού, στήριξε και προστάτευσε αντάρτες και υπερασπίστηκε τους Εβραίους συμπατριώτες, για να μη φορτωθούν στα τρένα-φέρετρα για τα κρεματόρια.
Ήταν τέτοια η δράση του κλήρου και η επιρροή που είχε η Εκκλησία, ώστε πρόσωπα με διαφορετικές απόψεις, όπως ο Άρης Βελουχιώτης, τη σεβάστηκαν. Όταν κάποια στιγμή ρωτήθηκε ο Άρης για το αν το ΕΑΜ θα «επιτεθεί στην Εκκλησία», απάντησε με τον δικό του τρόπο: «Τι χαζά είν’ αυτά; Καταργείται με διαταγές η θρησκεία; Δεν πας να απαγορέψεις εσύ… Ο ανθρωπάκος το βράδυ που θα πέσει στο κρεβάτι θα τρυπώσει κάτω από τη βελέντζα και θα κάνει το σταυρό του».
Και ο απλός λαός, φανερά ή κρυφά, ποτέ δεν έπαψε να προσεύχεται, αλλά και να πολεμάει. Το όπλο και ο σταυρός ήταν εκείνη την εποχή δύο «εργαλεία», που έδωσαν άλλο περιεχόμενο στην Αντίσταση, όπου το ράσο είχε ρόλο πρωταγωνιστικό.
Όταν κάποια στιγμή ρωτήθηκε ο Άρης για το αν το ΕΑΜ θα «επιτεθεί στην Εκκλησία», απάντησε με τον δικό του τρόπο: «Τι χαζά είν’ αυτά; Καταργείται με διαταγές η θρησκεία; Δεν πας να απαγορέψεις εσύ… Ο ανθρωπάκος το βράδυ που θα πέσει στο κρεβάτι θα τρυπώσει κάτω από τη βελέντζα και θα κάνει το σταυρό του».
Μέσα στη φρίκη του πολέμου, οι ιερείς προσπάθησαν να σταθούν δίπλα στους ενορίτες τους. Άλλοι πάλι συνεργάστηκαν με τις αντιστασιακές οργανώσεις στηρίζοντας το φρόνημα του λαού. Κατακρεουργήθηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν για τη δράση τους. Βούλγαροι, Γερμανοί και Ιταλοί ανέλαβαν δράση εναντίον τους, φοβούμενοι την επιρροή που ασκούσαν στους πιστούς. Εκατοντάδες οι νεκροί, χιλιάδες οι διωγμένοι και οι ταπεινωμένοι.
Η Εκκλησία την περίοδο της Κατοχής -όπως αναφέρεται και στην έκδοση του Κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «Μνήμες και μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή»- πρόσφερε πολλά και πλήρωσε με το αίμα των απλών κληρικών. Την ίδια στιγμή, αρχιεπίσκοποι και μητροπολίτες έδιναν τη δική τους μάχη για την επιβίωση του λαού. Και τα κατάφεραν. Η εκτίμηση αυτή, 65 χρόνια μετά την κήρυξη του πολέμου, πλέον δεν δέχεται αμφισβήτηση, καθώς όλο και περισσότερα ντοκουμέντα έρχονται στην επικαιρότητα, όπως και άγνωστες ιστορίες αντίστασης των κληρικών με κάθε τρόπο και σε κάθε περιοχή.
«Εν μια ψυχή και καρδία να αγωνισθώσιν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και τιμής…»
Με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 και αφού είχε προηγηθεί η έκδοση της διαταγής περί επιστρατεύσεως, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεδριάζει εκτάκτως, με πρόεδρο τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, εκδίδει διάγγελμα προς τον λαό, ενώ με εγκύκλιό της καλεί τους μητροπολίτες να αναπέμπουν δεήσεις «υπέρ υγείας, ενισχύσεως και ευοδώσεως νίκης και κράτους των μαχομένων στρατευμάτων».
Αναφέρεται τότε στο διάγγελμα: «…Η Εκκλησία ευλογεί όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι όλα είναι τέκνα της Πατρίδος, ευπειθή εις κέλευσμα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσωσιν εν μια ψυχή, εν μια ψυχή και καρδία να αγωνισθώσιν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και τιμής…». Είναι η πρώτη ενέργεια μετά την κήρυξη της επιστράτευσης που συμβάλλει στον αγώνα των απλών στρατιωτών κατά των Ιταλών. Των στρατιωτών που μαζί με τα λίγα ρούχα και τα τσιγάρα παίρνουν μαζί τους την εικόνα της Παναγίας για να τους «κρατάει ζωντανούς».
Όμως η Εκκλησία τότε δεν περιορίζεται να ευλογήσει τα όπλα. Εκδίδει εγκύκλιο και προς τους ιερείς, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρει: «Ως γνωστόν, το έθνος εκηρύχθη εν επιστρατεύσει … Εις την πρόσκλησιν ταύτην δεν πρέπει να υστερήση ο ιερός κλήρος, ο οποίος εις πάσαν εθνικήν περιπέτειαν πρωταγωνίστησεν».
Η πρώτη αυτή αντίδραση της Εκκλησίας, όπως προκύπτει από τα αρχεία της Ιεράς Συνόδου, συμβάλλει τα μέγιστα στη στήριξη λαού και Στρατού. Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, η Εκκλησία σε όλη τη χώρα αρχίζει εράνους για την ενίσχυση του Στρατού. Της Επιτροπής Εθνικού Εράνου προεδρεύει ο ίδιος ο Χρύσανθος. Μάλιστα, τότε γίνεται έκκληση προς τα εκκλησιαστικά συμβούλια των ναών να παραδώσουν τα χρυσά αφιερώματα των εικόνων στην Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε τα έσοδα που θα προέκυπταν από αυτά να δίνονταν υπέρ της Βασιλικής Αεροπορίας.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο η Εκκλησία προχωρά στη σύσταση ειδικής Υπηρεσίας Πρόνοιας Στρατευομένων, με σκοπό την ηθική και υλική ενίσχυση των στρατιωτών και των οικογενειών τους. Το οικοτροφείο, χώρος όπου σήμερα στεγάζονται οι υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου, παραχωρείται μαζί με άλλα κτίρια στην κυβέρνηση για να χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο.
Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, η Εκκλησία σε όλη τη χώρα αρχίζει εράνους για την ενίσχυση του Στρατού. Της Επιτροπής Εθνικού Εράνου προεδρεύει ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Μάλιστα, τότε γίνεται έκκληση προς τα εκκλησιαστικά συμβούλια των ναών να παραδώσουν τα χρυσά αφιερώματα των εικόνων στην Τράπεζα της Ελλάδο
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος της Παναγίας της Τήνου θέτει στη διάθεση της κυβέρνησης όλη του την περιουσία (τάματα, χρήματα, εικόνες) για τις ανάγκες του Στρατού. Μόλις εκδηλώνεται η γερμανική επίθεση, και πάλι ο Χρύσανθος καλεί με εγκύκλιό του τον λαό σε αντίσταση, για να συντριβεί «ο εκ Γερμανίας Εκατόγχειρας Τυφέας».
Μετά τη συνθηκολόγηση έρχεται η ώρα της αντίστασης. Οι κατακτητές και η διορισθείσα από αυτούς κυβέρνηση καλεί τον Χρύσανθο να πάρει μέρος στην επιτροπή παράδοσης της πόλης, σε δοξολογίες, ενώ του ζητά να δεχτεί τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Φον Στούμπε.
Ο Αρχιεπίσκοπος για την επιτροπή παράδοσης απαντά: «…Οι Έλληνες ιεράρχες δεν παραδίδουν τας πόλεις εις τον εχθρόν, αλλά το καθήκον των είναι να εργαστούν διά την απελευθέρωσιν αυτών». Για την συμμετοχή στη δοξολογία επίσης είναι αρνητικός: «…Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας. Η ώρα της δοξολογίας θα είναι άλλη».
Δέχεται ωστόσο τον στρατιωτικό διοικητή, στον οποίο λέει: «Σας συμβουλεύω και σας παρακαλώ να μη θίξετε την φιλοτιμίαν του Ελληνικού Λαού». Η άρνηση του τότε Αρχιεπισκόπου είναι και επισήμως η πρώτη ενέργεια αντίστασης κατά της τριπλής κατοχής. Αλλά και η συνέχεια έχει έντονα τα στοιχεία του ηρωισμού.
Όταν του ζητείται να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου, η απάντηση που δίνει καταγράφεται ως μία από τις κορυφαίες αντιστασιακές πράξεις την περίοδο εκείνη: «…δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνησιν προβληθείσαν υπό του εχθρού. Ημείς γνωρίζομεν ότι τας κυβερνήσεις ορίζει ο λαός και ο βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την κυβέρνησιν ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πώς μου ζητείτε να ορκίσω κυβέρνησιν υποταχθείσαν υπό του εχθρού, διά να είναι άβουλον όργανόν του; … Εν γνώσει των συνεπειών που με αναμένουν, δεν δέχομαι την προτεινόμενην παραχώρησιν. Εμμένω εις τας αρχάς μου».
Τελικά την ορκωμοσία τελεί ο ιερέας του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Καρύκη, στον οποίο υπαγόταν η Βουλή, αλλά ο Χρύσανθος επαύθη στις 2 Ιουλίου 1941.
Ο Δαμασκηνός ακύρωσε την πολιτική επιστράτευση του 1943
Ο Δαμασκηνός ήταν αυτός που διαδέχεται τον Χρύσανθο. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος όμως βρίσκεται μπροστά σε νέα προβλήματα (βουλγαρικό, Κατοχή, πείνα, εκτελέσεις, διωγμοί Εβραίων), τα οποία προσπαθεί να αναδείξει, επίσης με δυναμικό τρόπο. Πρέπει να κρατήσει όρθιο τον λαό και συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτό. Με επιστολή του προς τις γερμανικές Αρχές καταγγέλλει τη δράση των Βουλγάρων στις επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης. Σημαντική αποδεικνύεται η πρότασή του για την αντιμετώπιση της πείνας. Προτείνει την ίδρυση της Ανωτάτης Διοίκησης Εθνικής Προνοίας (ΑΔΕΠ), του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Προνοίας και του Περιφερειακού Συμβουλίου, το οποίο θα έχει την ευθύνη για κάθε νομό. Χρήματα δεν υπάρχουν, ωστόσο η τότε κυβέρνηση πιστώνει στην Τουρκία για την Ελλάδα 600.000 τουρκικές λίρες και 370.000 τόνους σιταριού, οι οποίοι έχουν αγοραστεί από την Αυστραλία και δεν είχαν μεταφερθεί λόγω του πολέμου στην Ελλάδα.
Ο Δαμασκηνός, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει από την πείνα τον λαό, στηρίζει τη λειτουργία του νεοσύστατου Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ), τον οποίο στελεχώνουν κυρίως κληρικοί, αλλά και πολλοί λαϊκοί εθελοντές σε 3.000 παραρτήματα σε όλη τη χώρα.
Για την αποτελεσματικότητα του οργανισμού ο Αρχιεπίσκοπος επικοινωνεί με όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ομόδοξες και ετερόδοξες Εκκλησίες, αλλά και τους ομογενείς. Το συγκινητικό της όλης προσπάθειας είναι το γεγονός ότι ο Δαμασκηνός ζητά τρόφιμα με «αντιπαροχή ως εγγυήσεως του Συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας, των ιερών σκευών και κειμηλίων των Ιερών Ναών και Μονών, των Ιερών αμφίων του κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Ο ΕΟΧΑ με πρόεδρο τον Δαμασκηνό και αντιπρόεδρο τον Μητροπολίτη Φιλίππων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες: Εκτός των συσσιτίων, ιδρύει γραφείο ευρέσεως εργασίας, ενώ προσφέρει φάρμακα στους αρρώστους και χρήματα και θέρμανση στους απόρους.
Παράλληλα ιδρύει δικαστικό τμήμα, το οποίο αναλαμβάνει δωρεάν υποθέσεις φτωχών ανθρώπων, αλλά κυρίως την υπεράσπιση πατριωτών στα γερμανικά στρατοδικεία. Εκτός αυτών, ο ΕΟΧΑ ιδρύει και λειτουργεί σχολές για την εκπαίδευση νοσοκόμων, ορφανοτροφεία και φοιτητικές εστίες.
Κορυφαία αντιστασιακή δράση για την Εκκλησία είναι η στάση που κρατά τον Φεβρουάριο του 1943, όταν επιχειρείται από τους Γερμανούς πολιτική επιστράτευση, προκειμένου να μεταφερθεί εργατικό δυναμικό για τα εργοστάσια παραγωγής όπλων στη Γερμανία. Τότε ξεσπούν οι μεγάλες απεργίες στην Αθήνα, ενώ στις αρχές Μαρτίου ο Δαμασκηνός ζητά συνάντηση με τον Γερμανό πρέσβη Αλτενμπουργκ. Ο Γερμανός δεν έδινε απάντηση και τότε ο Δαμασκηνός στέλνει το δικό του τελεσίγραφο: Εάν μέχρι τις 7 Μαρτίου το πρωί δεν έχει ανασταλεί η επιστράτευση, οι καμπάνες όλων των ναών θα χτυπούν πένθιμα. Αυτό θα ήταν και το σύνθημα για καθολική αντίσταση του λαού, με επικεφαλής τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο. Η συνάντηση μπροστά σε αυτή την απειλή τελικά γίνεται. Ο πρέσβης, όταν πληροφορείται από τον ίδιο τον Δαμασκηνό το σχέδιο, απαντά: «Τότε θα με αναγκάσετε να πω στους στρατιωτικούς να συλλάβουν τον Αρχιεπίσκοπο ως αρχηγόν στάσεως». Ο Αρχιεπίσκοπος επιμένει στο τελεσίγραφο: «Αν ως τας 7 Μαρτίου δεν έχη εκδοθή επίσημος διαβεβαίωσης περί ανακλήσεως της πολιτικής επιστρατεύσεως, οι καμπάνες των εκκλησιών θα δώσουν το σύνθημα ότι έφθασεν η ώρα της τελικής απογνώσεως». Ο πρέσβης ζητά προθεσμία για να επικοινωνήσει με το Βερολίνο.
Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός: «Αν ως τας 7 Μαρτίου δεν έχη εκδοθή επίσημος διαβεβαίωσης περί ανακλήσεως της πολιτικής επιστρατεύσεως, οι καμπάνες των εκκλησιών θα δώσουν το σύνθημα ότι έφθασεν η ώρα της τελικής απογνώσεως»
Οι Γερμανοί ανακαλούν την απόφαση για την επιστράτευση και ζητούν από τον Αρχιεπίσκοπο να ανακοινώσει την απόφαση: «Κατόπιν επαφής μου μετά των Αρχών Κατοχής, εξουσιοδοτήθην όπως ανακοινώσω ότι αι κυκλοφορούσαι φήμαι, αι αναφερόμεναι εις την επικειμένην επιστράτευσιν, στερούνται πάσης υποστάσεως. Η κατηγορηματική αύτη διαβεβαίωσις των Αρχών Κατοχής μού παρέχει την ευχάριστον ευκαιρίαν να απευθυνθώ προς τα αγαπητά μου πνευματικά τέκνα και να συστήσω εις αυτά όπως επανέλθουν ήσυχα εις τα έργα των. Ειδικότερον δε ως προς την θέσιν των δημοσίων υπαλλήλων, έσχον επίσης την διαβεβαίωσιν ότι αυτή θα τύχη της καλυτέρας δυνατής ενισχύσεως, θα παρακολουθή δε των ζητημάτων των μετά αυτής και κατά το παρελθόν μου στοργής».
Ανάλογη στάση κρατά ο Δαμασκηνός και όταν οι Γερμανοί τού ζητούν να καταδικάσει τους αντάρτες και κυρίως τους κομμουνιστές. Λέει τότε ότι σε περίπτωση καταδίκης των κομμουνιστών ως αθέων από την Εκκλησία θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις αντιθρησκευτικής προπαγάνδας!
Το ημερολόγιο του Σεφέρη για τον πεισματάρη παππού
Ο άμεσος συνεργάτης του Δαμασκηνού, Γιώργος Σεφέρης, περιγράφει στο ημερολόγιό του τον Αρχιεπίσκοπο: «Ψυχολογία παππού (παππού αποκαλούσε τον Δαμασκηνό): αδύνατο να δεχτεί αντίρρηση όταν πεισμώσει. Κλείνεται στο καμπούκι του και είτε παύει να σε βλέπει, είτε θολώνει τα νερά με αστεία, μοναστηρίσια αστεία. Η αρχή, τι είναι η αρχή γι’ αυτόν; Το αξίωμα. Έναν σεβασμό και μια ευλάβεια προς την Αρχή…».
Ο ποιητής γράφει στο ημερολόγιό του και για την επιλογή του Δαμασκηνού μετά την απελευθέρωση για τη θέση του αντιβασιλέα. Όταν τον ρωτούν πώς του φαίνονται τα νέα του καθήκοντα, λέει: «Σαν ήμουν μικρός, το σχολείο μου ήταν στο άλλο χωριό, μιάμιση ώρα από το δικό μου. Κάποτε μου πήραν καινούργια τσαρούχια για τη Λαμπρή. Τα ’βαλα στο δισάκι μου και ξεκίνησα για το σχολειό μου με τα παλιά, για να μην τα χαλάσω. Όμως κάθε τόσο σταματούσα, τα ’βγαζα από το δισάκι μου, τα χάιδευα, τα καμάρωνα τα καινούργια μου τσαρούχια. Εκείνη τη μέρα έβγαλα τρεις ώρες ως το σχολείο μου. Η αντιβασιλεία είναι σαν τα καινούργια μου τσαρούχια». Για τη στήριξη του δοκιμαζόμενου λαού, ο Αρχιεπίσκοπος συνεργάζεται στενά με την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και τον αρχηγό της αντιστασιακής οργάνωσης «Μίδας 614», ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε.
Εκτός των αρχιεπισκόπων, σημαντικό ρόλο παίζουν οι μητροπολίτες Ιωαννίνων Σπυρίδων, Αττικής Ιάκωβος, Φιλίππων
Χρυσόστομος, Δημητριάδος Ιωακείμ, Ζακύνθου Χρυσόστομος, Ηλείας Αντώνιος, Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, Θηβών και Λεβαδείας Πολύκαρπος, Καρυστίας Παντελεήμων, Καστορίας Νικηφόρος, Κερκύρας Μεθόδιος, Κοζάνης Ιωακείμ, ο οποίος μαζί με τον Ηλεία Αντώνιο είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ, Κορινθίας Μιχαήλ, Λευκάδος Δωρόθεος, Μαρωνείας Βασίλειος, Μυτιλήνης Ιάκωβος, Παραμυθίας Δωρόθεος, Σάμου Ειρηναίος, Σύρου Φιλάρετος, Σιδηροκάστρου Βασίλειος και Χαλκίδος Γρηγόριος.