Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη, ομότιμου καθηγητή Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Το θέμα του πρωτείου του πάπα της Ρώμης είναι και αυτό ένα από τα βασικά θέματα που χωρίζουν τους Χριστιανούς. Γράψαμε γενικώς και απλώς το πρωτείο του πάπα, χωρίς να προσδιορίζουμε αν αυτό αναφέρεται σε πρωτείο τιμής ή πρωτείο εξουσίας ή ακόμη σε πρωτείο αγάπης ή αληθείας ή διακονίας. Και επράξαμε αυτό γιατί πράγματι το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης πέρασε ή περνάει από τα διάφορα ανωτέρω είδη ή φάσεις κατά καιρούς και αναλόγως των προσώπων. Έτσι, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι το πρωτείο αληθείας και αγάπης το είχε η Ρώμη κατά τους πρώτους αιώνες της Χριστιανικής Εκκλησίας. Χαρακτηριζόταν μάλιστα και ως προκαθημένη της αγάπης. Και γι’ αυτό ιδιαιτέρως δικαιούνταν και το πρωτείο τιμής και αυτό της διακονίας.

Ύστερα, όμως, σιγά-σιγά μετατοπίστηκε το περιεχόμενο του πρωτείου και εμφανίστηκε το εκκλησιαστικό αυτό πρωτείο διακονίας ως πρωτείο εξουσίας, το οποίο μάλιστα απροσδοκήτως συνδέθηκε και με την έννοια, με την ιδιότητα του αλάθητου. Συγκεκριμένως: Ο πάπας θεωρήθηκε ότι έχει ή απαίτησε την ιδιότητα του αποκλειστικώς αλάθητου επί της Γης. Ο πάπας αναβιβάστηκε στο ex cathedra αλάθητο ως επίσκοπος Ρώμης. Σε αυτήν την κατάληξη συνέβαλαν και ορισμένα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον νεότερο ευρωπαϊκό χώρο. Μεταξύ αυτών ήταν τα ορμητικά ρεύματα της διαμαρτυρήσεως, η εμφάνιση του προτεσταντισμού, όταν με επικεφαλής τους μεταρρυθμιστές Λούθηρο, Καλβίνο, Ζβίγγλιο κ.λπ. πλήθος ρωμαιοκαθολικών Χριστιανών εγκατέλειπαν ομαδόν την Εκκλησία τους και ακολουθούσαν τον προτεσταντισμό.

Σιγά-σιγά μετατοπίστηκε το περιεχόμενο του πρωτείου και εμφανίστηκε το εκκλησιαστικό αυτό πρωτείο διακονίας ως πρωτείο εξουσίας, το οποίο μάλιστα απροσδοκήτως συνδέθηκε και με την έννοια, με την ιδιότητα του αλάθητου

Στην απόδοση αυτής της συγκεντρωτικής και αποκλειστικής μοναρχικής εξουσίας και δυνάμεως στον πάπα προχώρησαν οι ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι κυρίως για λόγους άμυνας, προκειμένου να ανακόψουν την απομάκρυνση-φυγή των μελών-πιστών οπαδών τους. Έτσι προσέφερε η Σύνοδος των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων την εξουσία της σε ένα πρόσωπο. Έτσι έχασε το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, που υποδείχθηκε από τους Αποστόλους (βλ. Αποστολική Σύνοδο του 49), την αίγλη του και τη δύναμή του και αυτά περιήλθαν στον Πρώτο, στον πάπα της Ρώμης, ως «κεφαλή» της στρατευόμενης Εκκλησίας.

Ωστόσο, κεφαλή της Εκκλησίας με όλη τη σημασία της λέξεως είναι ο Ιησούς Χριστός, ως Θεός και αλάθητος νομοθέτης της, αλλά και ως μελλοντικός κριτής της Οικουμένης. Άλλωστε, και οι προτεστάντες ως έναν λόγο ή αιτία για τη διαμαρτύρησή τους επρόβαλαν και το ότι οι παπικοί με επικεφαλής τον πάπα εισήγαγαν νεωτερισμούς στην ευαγγελική αλήθεια της Εκκλησίας.

Δυστυχώς, όμως, και οι ίδιοι οι προτεστάντες με την απομάκρυνσή τους από την αυθεντική και κανονική παράδοση των επτά Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας κατέληξαν να έχουν πολλές ερμηνείες της Αγίας Γραφής, πολλές απόψεις, πολλές προσωπικές γνώμες. Αποτέλεσμα ήταν να διασπαστούν και να αποκτήσουν πολλούς μικρούς πάπες, παπίσκους, διεκδικούντες το αλάθητο. «Ενός κακού γινομένου, μύρια έπονται», λέει η παροιμιώδης σοφία του λαού.

Σήμερα βεβαίως και οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες έχουν αντιληφθεί την ολισθηρή αυτή οδό και με διάφορες ενέργειες, όπως συναντήσεις, Συμβούλια (πρβλ. το ΠΣΕ) κ.λπ. επιχειρούν να επανέλθουν ή μάλλον να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή οδό της πρώτης χιλιετίας της Εκκλησίας. Χρησιμοποιούμε και το ρήμα «επαναφέρουν» γιατί το ρήμα «επανέλθουν» απαιτεί και προϋποθέτει κάποια επιστροφή και κάποια ταπεινοφροσύνη, την οποία δεν γνωρίζουμε αν την έχουν εγκολπωθεί όλοι και ιδίως οι ηγέτες τους.

Ευτυχώς ο νυν πάπας Ρώμης, Φραγκίσκος, ασχέτως αν μερικοί (καχύποπτοι) διατείνονται ότι ενεργεί υποκριτικώς, δείχνει να διαπνέεται από το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης. Πάντως, είτε ειλικρινώς είτε υποκριτικώς ενεργεί, ασφαλώς εφ' όσον το πράττει προβληματίζει τους Χριστιανούς και εφ' όσον θέλει μπορεί να συντελέσει αποτελεσματικώς ώστε τα πράγματα σε αυτή την τρίτη χιλιετία να εξελιχθούν ορθώς και παραδοσιακώς.

Σε αυτή του τη βούληση και ενέργεια μεγάλη δυσκολία δεν πρέπει να βρει. Γιατί:

1) Θα έχει τη χάρη και τη συνέργεια του Θεού, επειδή «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. 4,6).

2) Την άδεια ή μάλλον την εξουσιοδότηση εκ μέρους της Βατικανείου Γενικής Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την έχει.

3) Την ανθρώπινη, επιστημονική βοήθεια εκ μέρους των κανόνων της Λατινικής γλώσσας (Γραμματικής, Συντακτικού) επίσης από αιώνων την έχει και μάλιστα την παραέχει, ιδίως στα δύο βασικά θέματα διαφωνίας: Το Filioque και το ex (a) Cathedra. Για το πρώτο έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο. Για το δεύτερο θα μιλήσουμε με τη βοήθεια του Θεού προσεχώς.

Τα εννέα σημεία

Μετά από αυτά που γράψαμε γενικώς περί του πρωτείου του πάπα (και των παπίσκων) και του αλάθητου αυτού (και του κάθε ανθρώπου), ερχόμαστε να καταγράψουμε μερικά σημεία του περιεχομένου ειδικώς του πρωτείου του πάπα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν ή διαμορφώνονται στους αιώνες μέσα στο πλαίσιο του καλώς νοουμένου χριστιανικού πρωτείου και του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας:

1) Κατ’ αρχάς, το ότι ο επίσκοπος Ρώμης έχει το πρωτείο τιμής ή τα πρεσβεία τιμής μέσα στην ενωμένη Εκκλησία είναι αναμφισβήτητο, εφ' όσον αυτά του έχουν παραχωρηθεί από τις Β΄, Δ΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους.

2) Μια άλλη παράμετρος αυτού του πρωτείου ήταν να συνυπογράφει τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που συνήρχοντο στην Ανατολή. Αυτό έπραττε (έπρεπε να το πράττει) εκ μέρους όλων των επισκόπων της Δυτικής Εκκλησίας, ιδίως όταν δεν παρίσταντο αντιπρόσωποι αυτού και αυτής στην εν λόγω Σύνοδο.

3) Περαιτέρω, ήταν επιφορτισμένος με το να εξαγγέλλει επισήμως ανά την Οικουμένη την και υπ’ αυτού υιοθετηθείσα απόφαση της Οικουμενικής Συνόδου [πρβλ. Κανονική Επιστολή του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784-806)]. Η ευθύνη του αυτή θα λέγαμε ότι ανταποκρινόταν και στο πρωτείο αληθείας που είχε κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού.

4) Με το προνόμιο αυτό θα μπορούσε κανείς να πει ότι συμπλέκεται και το αλάθητο του επισκόπου Ρώμης. Εδώ όμως πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα ότι το αλάθητο δεν το είχε εξ εαυτού, επειδή δηλαδή ήταν επίσκοπος της Ρώμης, της πρώτης καθέδρας της αυτοκρατορίας, αλλά επειδή κοινοποιούσε και διατράνωνε ό,τι ακριβώς του ετοίμαζε, ό,τι του προσέφερε η Οικουμενική Σύνοδος, τ.ε. η καθόλου Εκκλησία.      

5) Δηλαδή, για να γίνουμε πιο αναλυτικοί: Δεν είχε το αλάθητο εξ ιδίων, αφ’ εαυτού, εκ της έδρας του αμέσως και απευθείας, αλλά εμμέσως, επειδή του ανέθετε η Εκκλησία και η Σύνοδος να εξαγγέλλει την αλάθητη, τη γνήσια αλήθειά Της. Η καθόλου Εκκλησία είναι η μόνη επί της Γης αλάθητη, γιατί είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. 3,15), που αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός εκ μέρους του Πατρός Του στους Αποστόλους.

6) Έτσι, δεν μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι έχει το αλάθητο ex cathedra, εκ μέρους του ο πάπας, αλλά το έχει κατ’ ανάθεση. Έχει το αλάθητο a cathedra. Και λέμε αυτό συνεκδοχικώς, γιατί στη λατινική γλώσσα η πρόθεση ex σημαίνει την άμεση προέλευση και καταγωγή ενός λόγου-προσώπου ή πράγματος (π.χ. κειμένου, δόγματος, κανόνος), ενώ η πρόθεση a (ab) σημαίνει την έμμεση προέλευση ενός λόγου, μιας αλήθειας κ.τ.λ.

7) Αυτό πρέπει να είναι το πρωτείο του πάπα, το περιεχόμενό του και η δραστηριότητά του μέσα στην καθόλου Εκκλησία Ανατολής και Δύσεως. Αυτό συνδέεται και εναρμονίζεται άριστα και με το αποστολικοπαράδοτο (Πραξ. 15,6 εξ.) συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, το οποίο ακολουθούσε ανέκαθεν η Εκκλησία.

8) Άλλο τώρα θέμα αν θέλει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για λόγους αμυντικούς ή ποιμαντικούς και για να συγκρατήσει το πλήρωμά της στους κόλπους της να διατηρήσει για τον εαυτό της και για όσο χρόνο κρίνει το πρωτείο εξουσίας του πάπα.

9) Αλλά δεν μπορεί να θέλει να επιβάλει αυτό σε όλους τους λαούς τους Χριστιανικούς και να αντικαταστήσει το συνοδικό σύστημα. Και το λέμε αυτό γιατί υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος αυτός. Πράγματι, με το πρωτείο εξουσίας εν συνδυασμώ και με το ex cathedra αλάθητο έχει τη δυνατότητα ο πάπας να παραμερίζει και να ακυρώνει αυτός μόνος και μια Οικουμενική Σύνοδο, πράγμα το οποίο είναι προνόμιο του πληρώματος της Εκκλησίας, όπως είναι γνωστό. Αυτά, κάπως απλά, με το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του πάπα και όλων των ακολουθούντων αυτόν, Χριστιανών και μη.