Του Μ.Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Το ζήτημα της διαχείρισης των θρησκευτικών μνημείων μας, ιδίως αυτών που βρίσκονται σε συνεχή λατρευτική χρήση, είναι μεγάλο και φλέγον. Και τούτο επειδή υπάρχει πάντοτε διάσταση απόψεων μεταξύ των αρχαιολόγων και των κληρικών, μια διάσταση που στηρίζεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις των ίδιων θεμάτων, οι οποίες συχνά σημειώνονται και παρατηρούνται.
Έχω και παλαιότερα ασχοληθεί, στα πλαίσια ειδικής μελέτης, με τις ποικίλες μορφές του εκκλησιαστικού «κιτς», όπως αυτές εκδηλώνονται σήμερα. Μορφές που ολοένα και ανανεώνονται και οι οποίες πάντοτε αλλοιώνουν την αισθητική φυσιογνωμία σημαντικών μνημείων. Μορφές επίσης που συνδέονται με την ελληνική αφιερωματική πράξη και πρακτική, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά τα κατασκευάσματα αποτελούν αφιερώματα, που εκπροσωπούν μεν την προσωπική αισθητική των αφιερωτών, συνοδεύονται όμως από την απαίτησή τους να τοποθετηθούν οπωσδήποτε στον ναό για τον οποίο τα προορίζουν οι ίδιοι, χωρίς βεβαίως να συμβουλευθούν κάποιον ειδικό.
Εδώ θα ασχοληθούμε με την αντίστροφη περίπτωση, εκείνη της αποκατάστασης μνημείων από παλαιότερες αυθαίρετες παρεμβάσεις. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέρουμε τον ιστορικό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο Πυθαγόρειο της Σάμου, ο οποίος αποτελεί πανσαμιακό προσκύνημα, καθώς συνδέεται με την επέτειο της αποκρούσεως της οθωμανικής ναυτικής απειλής κατά της Σάμου, τον Αύγουστο του 1824, οπότε «Χριστός Σάμον έσωσε». Μέχρι πρότινος, ο ναός έφερε μια σειρά από αυθαίρετες επεμβάσεις, που όχι μόνο δεν τον κοσμούσαν, αλλά αντιθέτως αλλοίωναν την αισθητική και τη φυσιογνωμία του. Η αποκατάστασή του άρχισε με την επέμβαση του σημερινού εφημερίου του ναού, π. Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκη, και με τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας, κ. Ευσεβίου.
Αναφέρομαι κυρίως στην απομάκρυνση των εξωτερικών επιχρισμάτων του ναού, αλλά και στη μερική αντικατάσταση των εσωτερικών, με παράλληλη απομάκρυνση παλαιών αταίριαστων και πρόχειρων διακοσμήσεων. Πρέπει, μάλιστα, εδώ να σημειωθεί ότι η αφαίρεση των εξωτερικών επιχρισμάτων παλαιών λιθόκτιστων ναών, πέραν του ότι αποκαθιστά την αισθητική του κτίσματος, παραλλήλως μας δείχνει τις επάλληλες οικοδομικές φάσεις του. Εν προκειμένω, οι παρατηρήσεις που μπορούν πλέον να γίνουν πάνω στις ορατές οικοδομικές φάσεις μπορούν να τεκμηριωθούν και με το πλούσιο αρχειακό υλικό γύρω από τον ναό, τις επισκευές και τις ιστορικές του τύχες, το οποίο σώζεται στο Ιστορικό Αρχείο Σάμου, και ιδίως από τις σειρές των εκκλησιαστικών εγγράφων του τμήματος που προέρχεται από την ηγεμονική περίοδο της ιστορίας του νησιού (1934-1912).
Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναδεικνύεται η ομορφιά των πετρόκτιστων ναών μας, ιδίως τώρα που υπάρχουν οι τεχνικές εκείνες διά των οποίων μπορεί να διασφαλιστεί η στεγανότητα του κτιρίου, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη του σοβά. Η απομάκρυνση, εξάλλου, των εσωτερικών επεμβάσεων, ιδίως στον τρούλο, ανέδειξε το «αρχαίον κάλλος» του ναού, που είχε πνιγεί κάτω από νεότερες διακοσμήσεις. Πρόκειται για μια διαδικασία που καλό θα ήταν να ακολουθηθεί και σε άλλα μνημεία μας, ώστε να αναδειχθεί η αισθητική και η παράδοσή τους.
Μια διαδικασία που, τηρουμένων των αναλογιών, θα έπρεπε να χαρακτηρίζει και την πολιτισμική διαχείριση της ιστορίας των ναών αυτών, πέρα από λαμπαδηφορίες κατά τις θρησκευτικές λιτανείες, κακόγουστες αναπαραστάσεις και «εθνικοπατριωτικού τύπου» εξάρσεις, που δεν προσθέτουν, αλλά μάλλον αφαιρούν, καθώς γίνονται αιτία για δικαιολογημένους σχολιασμούς, παραλλήλως δε δεν αναδεικνύουν καθόλου την πράγματι μοναδική και ζωογόνο προσφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Γένος. Μια προσφορά που δεν έχει ανάγκη από κατασκευές και διασκευές για να προβληθεί. Αρκεί να παρουσιαστεί στις πραγματικές και ιστορικά τεκμηριωμένες διαστάσεις της.