Του Χρήστου Γ. Κτενά
Το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών κυριάρχησε στην επικαιρότητα τις μέρες που πέρασαν, με την κρίση στις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας να αποσοβείται την τελευταία στιγμή, με μια συμβιβαστική λύση: Να ακολουθηθεί φέτος το νέο Πρόγραμμα Σπουδών που προτείνει το υπουργείο Παιδείας, σε συνδυασμό όμως με τα υπάρχοντα βιβλία, και στο τέλος της σχολικής χρονιάς να γίνει αξιολόγησή του, με τη συμμετοχή της Εκκλησίας στον σχετικό διάλογο.
Πριν από τον συμβιβασμό, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος, σε αναλυτική του εισήγηση προς την Ιεραρχία, αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Γερμανίας και στο πώς διδάσκεται εκεί το μάθημα των Θρησκευτικών. Μια αναφορά που έγινε για να καταδείξει πώς το μάθημα, σε μία από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, γίνεται με ομολογιακό χαρακτήρα και με συνεργασία των θρησκευτικών κοινοτήτων, χωρίς αυτό να παραβιάζει την αρχή της ελευθερίας της συνειδήσεως και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Πώς λειτουργεί το γερμανικό σύστημα
Ο πυρήνας της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα γερμανικά σχολεία είναι η συνεργασία του κράτους και των οργανωμένων θρησκειών. Συγκεκριμένα, τα γερμανικά κρατίδια (καθώς η χώρα είναι ομοσπονδιακή σε συγκρότηση), τα οποία έχουν και την ευθύνη του εκπαιδευτικού συστήματος, συνεργάζονται με τις εκπροσωπούμενες θρησκείες, για να παρέχουν στα δημόσια σχολεία τη θρησκευτική εκπαίδευση. Η τελευταία προσφέρεται σε κάθε μαθητή, ανάλογα με την πίστη του (ή την προτίμησή του), και το περιεχόμενο του μαθήματος είναι ομολογιακό, ενσωματώνοντας σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις. Ο μόνος όρος που υπάρχει είναι να συγκεντρώνεται σε κάθε τάξη ένας ελάχιστος αριθμός μαθητών, προκειμένου να διδαχθεί το αντίστοιχο μάθημα.
Είναι ενδιαφέρον πως στη Γερμανία τα Θρησκευτικά είναι το μόνο μάθημα που έχει συνταγματική κατοχύρωση, καθώς η διδασκαλία του αναφέρεται στο Άρθρο 7 του Βασικού Νόμου (όπως αποκαλείται το Γερμανικό Σύνταγμα του 1949). Στο Άρθρο αυτό καταγράφεται ακόμη πως οι γονείς και οι κηδεμόνες έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν αν το παιδί τους θα μετέχει στη θρησκευτική εκπαίδευση. Οπότε το μάθημα δεν είναι αυστηρά υποχρεωτικό και, αν ο γονέας επιλέξει αντίθετα, ο μαθητής παρακολουθεί κάποιο άλλο μάθημα, συνήθως Ηθική ή Φιλοσοφία. Επίσης, στο ίδιο Άρθρο προβλέπεται ότι το κράτος δεν κάνει καμία διάκριση στη θρησκευτική παιδεία, διατηρώντας όμως τη γενική εποπτεία, ενώ πρόβλεψη υπάρχει και για τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν θρησκευτική εκπαίδευση ενάντια στη θέλησή τους. Οπότε το όλο σύστημα κατοχυρώνει την ελευθερία μαθητών/γονέων/εκπαιδευτικών, αλλά ταυτόχρονα το συγκεκριμένο είδος παιδείας είναι υποχρεωτικό να παρέχεται. Ακόμη, στο Άρθρο επιτρέπεται η ίδρυση ιδιωτικών σχολείων με θρησκευτικό-ομολογιακό χαρακτήρα, οπότε οι πιστοί κάθε θρησκείας έχουν και αυτή την επιλογή, αν δεν καλύπτονται από την εκπαίδευση που παρέχεται στο δημόσιο σχολείο.
Το γερμανικό σύστημα κατοχυρώνει την ελευθερία μαθητών/γονέων/εκπαιδευτικών, αλλά ταυτόχρονα το συγκεκριμένο είδος θρησκευτικής παιδείας είναι υποχρεωτικό να παρέχεται
Μιας και το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα ποικίλλει, ανάλογα με το κρατίδιο και την περιοχή, έχοντας αρκετά περιθώρια αυτόνομης οργάνωσης, δεν υπάρχει ένα και μοναδικό πρόγραμμα θρησκευτικών σπουδών. Συνήθως, όμως, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι μαθητές διδάσκονται 2 ώρες την εβδομάδα Θρησκευτικά, με στόχο να ενημερωθούν συστηματικά, να αναπτύξουν την πνευματικότητά τους και να κατανοήσουν τα διδάγματα της πίστης. Και βέβαια, εκτός από τις μεγάλες γερμανικές Εκκλησίες (Καθολική και Προτεσταντική), εφόσον υπάρχει αρκετός αριθμός μαθητών, προσφέρεται μάθημα για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, την εβραϊκή θρησκεία και το Ισλάμ. Ακόμη, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές Θρησκευτικών έχουν μια σχετική άδεια/πιστοποίηση από την οργανωμένη θρησκεία της οποίας το περιεχόμενο διδάσκουν.
Στο γερμανικό παράδειγμα υπάρχουν, βέβαια, και άλλες ενδιαφέρουσες παράμετροι. Έτσι, στο Βερολίνο υπάρχει ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό καθεστώς, με το μάθημα να προσφέρεται αποκλειστικά από τις Εκκλησίες/θρησκείες, χωρίς τη συνεργασία της τοπικής διοίκησης. Η τελευταία απλώς παρέχει τον σχολικό χώρο και τις υποδομές. Μάλιστα, σε δημοψήφισμα που έγινε τοπικά το 2009, με το ερώτημα της εφαρμογής και στο Βερολίνο του συστήματος που ισχύει στην υπόλοιπη χώρα, αυτό απορρίφθηκε, αν και οριακά. Επίσης, σε κάποιες άλλες περιοχές της χώρας, όπως το Βρανδεμβούργο και το Αμβούργο, προσφέρονται μαθήματα θρησκευτικής παιδείας με θρησκειολογικό περιεχόμενο, όπου οι μαθητές μαθαίνουν τα βασικά στοιχεία των πιο γνωστών θρησκειών, ενώ στη συνέχεια μπορούν να παρακολουθήσουν το ομολογιακό που έχουν επιλέξει.
Ακόμα μία παράμετρος από τη γερμανική εμπειρία είναι η παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης σε μουσουλμάνους μαθητές. Αυτή, αν και έχει ξεκινήσει πιλοτικά σε διάφορες περιοχές εδώ και αρκετά χρόνια (από τις αρχές του 2000), αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Το κυριότερα ήταν πως υπάρχει μεγάλη διάσπαση στη θρησκευτική έκφραση του Ισλάμ, π.χ. σε σουνίτες, σιίτες κ.ά., οπότε οι τοπικές Αρχές δυσκολεύονταν να συνεννοηθούν σχετικά με το τι ακριβώς θα διδάσκεται στα σχολεία και το ποιος θα το διδάσκει. Επίσης, η γερμανική λογική ζητά ο πολίτης να είναι ενταγμένος σε κάποια θρησκευτική ομάδα ή κοινότητα, κάτι που όμως δεν απαιτούν οι εκφάνσεις του Ισλάμ. Πάντως, τα τελευταία χρόνια γίνεται πιο εντατική η προσπάθεια της ένταξης της ισλαμικής παιδείας όπου υπάρχει ζήτηση, καθώς θεωρείται πως έτσι το κράτος θα αντιπαλέψει διάφορα εξωσχολικά συστήματα ισλαμικής κατήχησης, που όμως πολλές φορές σχετίζονται με φονταμενταλιστικά και τζιχαντιστικά κηρύγματα.
Η ευρωπαϊκή πολύμορφη προσέγγιση
Αν και το έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο φύλλο της “Κιβωτού της Ορθοδοξίας”, πρέπει να τονίσουμε πως η θρησκευτική εκπαίδευση στην Ευρώπη δεν ακολουθεί μια ενιαία φόρμα. Από το καθαρό κοσμικό πρότυπο που ακολουθεί η Γαλλία, π.χ., όπου δεν υπάρχει καθόλου μάθημα Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, μέχρι το γερμανικό σύστημα, που προτάσσει ένα ομολογιακό μάθημα, ή τις ενδιάμεσες λύσεις στην Αγγλία, τη Δανία και τη Σουηδία, με μάθημα που έχει πιο γενικό χαρακτήρα, αλλά με χριστιανικό πυρήνα, η «ποικιλία» είναι μεγάλη. Και βέβαια σε πολλές χώρες συνεχίζεται ένας ευρύς διάλογος για το πώς θα διδάσκεται το μάθημα. Το τελευταίο σημείο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς το μάθημα των Θρησκευτικών είναι από τα πιο ιδιαίτερα, μιας και προσφέρει σε μαθητές από πολύ νεαρή ηλικία ένα σύνολο γνώσεων που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους, θέτουν σημαντικούς προβληματισμούς και ηθική διάσταση στα πράγματα, ενώ ταυτόχρονα «αποκαλύπτουν» σύνθετες θεολογικές έννοιες, που χρειάζονται ανάλυση. Μια κατάσταση, δηλαδή, που, αν συνδυαστεί και με την ιστορική, πολιτισμική και θρησκευτική παράδοση κάθε χώρας, κάνει τη διδασκαλία μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκπαιδευτικές προκλήσεις.
Επιστρέφοντας στο γερμανικό παράδειγμα, η επιλογή της ομολογιακής προσέγγισης δεν είναι άσχετη με τη μακρόχρονη ιστορία των θρησκευτικών πολέμων μεταξύ προτεσταντών και καθολικών, που κλόνισαν τον γερμανικό χώρο για πάνω από μία εκατονταετία. Χώρο που αποτέλεσε και τόπο γέννησης του λουθηρανικού προτεσταντισμού, καταλήγοντας στην περαιτέρω διάσπαση του κέντρου της Ευρώπης σε προτεσταντικά ή καθολικά πριγκιπάτα, βασίλεια ή και ελεύθερες πόλεις. Έτσι, το σημερινό γερμανικό παράδειγμα είναι μια επιλογή που ακολουθεί την ιστορική παράδοση της χώρας περί θρησκευτικής αυτονομίας, με στόχους την ανάγκη για ειρηνική συνύπαρξη όλων των θρησκευτικών αντιλήψεων, την παροχή στο σχολείο μιας σύγχρονης ομολογιακής παιδείας, τη θεσμική προστασία της ελευθερίας της βούλησης και την οργανωμένη συνεργασία μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων και του κράτους.
Ο «εκκλησιαστικός φόρος» στη Γερμανία
Είναι ενδιαφέρον, μιας και εστιάσαμε στο γερμανικό σύστημα, να αναφέρουμε και τον «εκκλησιαστικό φόρο», όπως λέγεται, ο οποίος αποτελεί τη βασική πηγή εισοδήματος των θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας. Τον συγκεκριμένο φόρο, που φθάνει το 8%-9% του συνόλου του φόρου εισοδήματος, τον πληρώνουν οι πολίτες που είναι μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας. Φυσικά, ο κάθε πολίτης μπορεί να δηλώσει πως δεν ανήκει ή πως αποχωρεί από μια Εκκλησία/οργανωμένη θρησκεία, οπότε απαλλάσσεται από τη συγκεκριμένη φορολόγηση. Τον φόρο, για λόγους ευκολίας και αυτοματισμού, τον συλλέγει το κράτος και τον αποδίδει στις οργανωμένες θρησκείες. Οι θρησκείες που έχουν μικρό αριθμό πιστών έχουν δικαίωμα να συλλέγουν ανάλογο φόρο και απευθείας από τα μέλη τους. Αυτή η οικονομική ανεξαρτησία των θρησκευτικών κοινοτήτων στη Γερμανία κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης το 1919, όπου στο Άρθρο 137 αναφέρεται ότι μπορεί να συλλέγουν φόρους από τους πιστούς τους, μια πρόβλεψη η οποία ενσωματώθηκε και στο νέο Σύνταγμα του 1949.