Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Ένα από τα σοβαρότερα και κρισιμότερα ερωτήματα που σχετίζονται με τη σύγχρονη εκκλησιαστική τελετουργική ζωή είναι εκείνο που σχετίζεται με τα όρια των τυχόν ανανεώσεών της. Όρια που πρέπει να είναι αυστηρά καθορισμένα, και να μην επαφίενται στην καλή μεν θέληση κάθε εφημερίου ή Μητροπολίτη, ο οποίος όμως, επιδιώκοντας την προσέλκυση πιστών διά της τελετουργικής λαμπρότητας, ουσιαστικά προχωρά σε εισαγωγή καινοφανών πραγμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του Επιταφίου και των εγκωμίων της Παναγίας. Πρόκειται για μια τελετή που δεν αναφέρεται στο Μηναίον, με ιεροσολυμιτική καταγωγή, που λόγω ιστορικών συνθηκών μεταδόθηκε και σε ορισμένους ελληνικούς τόπους, όπως η Πάτμος και η Σάμος, που από τον 19ο αι. έχει δώσει πέντε Πατριάρχες Ιεροσολύμων, και διατηρούσε ανέκαθεν ισχυρές σχέσεις με την Αγιοταφιτική Αδελφότητα. Η Ακολουθία αυτή τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια άρχισε να τελείται σε διάφορες ελληνικές περιοχές, και τη διάδοσή της συνοδεύουν οι μοιραίες λειτουργικές υπερβολές.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα από τον ηλεκτρονικό εκκλησιαστικό Τύπο:
- Τέλεση του Επιταφίου και της Ακολουθίας όχι στον Εσπερινό της παραμονής, αλλά μία ή δύο μέρες πριν, κατά την κρίση του εφημερίου ή του οικείου Επισκόπου, ο οποίος μάλιστα σε μία περίπτωση επανέλαβε την Ακολουθία και κατά τον Εσπερινό της παραμονής.
- Κατασκευή αντιγράφων του γνωστού «θεομητορικού σώματος» που μεταφέρεται τελετουργικά και εκτίθεται σε προσκύνηση στον Ναό της Γεσθημανή.
- Τέλεση της Ακολουθίας κατά την τάδε ή τη δείνα «τοπική» νησιωτική παράδοση, ή ακόμη και χαρακτηρισμός της Ακολουθίας ως «αναβίωσης παραδοσιακού εθίμου».
- Και φυσικά, η περιφορά «υπό τους ήχους της φιλαρμονικής», με τη συνοδεία στρατιωτικών αγημάτων και ενίοτε νέων από τα τοπικά χορευτικά συγκροτήματα και τους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους, με τις λεγόμενες δήθεν «παραδοσιακές» τοπικές ενδυμασίες, που συχνά αναφέρονται ως «στολές», κάτι που δείχνει επιπροσθέτως τη σύγχυση που επικρατεί.
Πού είναι σε αυτή τη διαδικασία «οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες», τους οποίους ωστόσο συχνά αναφέρουμε ως πρόσχημα για να μην προχωρήσουμε σε άλλες αλλαγές, που είναι πραγματικά αναγκαίες; Και σε τελική ανάλυση, ποιος μπορεί να κρίνει τι εισάγεται και πώς στο σύστημα της θείας λατρείας; Ασφαλώς αυτό εναπόκειται σε συνοδική κρίση και απόφαση, και πάντως όχι στη δικαιοδοσία Μητροπολιτών και πολύ περισσότερο εφημερίων, όσο ευσεβής και ευλαβής και αν είναι η πρόθεσή τους, κάτι για το οποίο ο γράφων προσωπικά δεν έχει καμία αμφιβολία.
Δεν αρκούν όμως μόνο οι καλές προθέσεις. Χρειάζεται σχέδιο και ενιαία δράση, κυρίως δε δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις τέτοιων εγχειρημάτων: αφενός μεν η στήριξή τους σε γνήσιες και πραγματικές -όχι κατά το δοκούν δήθεν υπάρχουσες- μορφές του λαϊκού πολιτισμού, αφετέρου δε η έδραση στην πραγματική κατήχηση των πιστών, οι οποίοι πρέπει να συμμετέχουν μετά λόγου γνώσεως στις Ακολουθίες, και να μην ελκύονται από εξωτερικές μορφές και τύπους, που τελικά αποβαίνουν θέαμα άνευ ουσίας. Μην ξεχνούμε ότι κατά κανόνα σήμερα από τους πιστούς απουσιάζει το βασικό στοιχείο της βιωματικής σχέσης με την Εκκλησία και την εκκλησιαστική ζωή, το οποίο έδινε στους παλαιότερους -συχνά αγράμματους, αλλά εμπειρικά θεολογικά κατηρτισμένους- το αλάθητο κριτήριο της ορθής συμμετοχής τους στα τελετουργικά δρώμενα της Ορθοδοξίας.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή και περίσκεψη στις όποιες λειτουργικές «ανανεώσεις», δεδομένου ότι έργο της Εκκλησίας είναι η σωτηρία των ψυχών και όχι η προσφορά ευσεβούς θεάματος. Σωτηρία που στηρίζεται στη λογική λατρεία, και όχι σε φολκλοριστικού τύπου επαναλήψεις, η εισαγωγή των οποίων στη θεία λατρεία αποτελεί μια απολύτως επικίνδυνη μορφή εκκοσμίκευσης, με αλόγιστες συνέπειες για το μέλλον.