του Μ.Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Στους φίλους και στους μελετητές της παράδοσης είναι γνωστό ότι κάθε τόπος διακρίνεται για τα δικά του λαϊκά λατρευτικά έθιμα, τα οποία αποτελούν τις τοπικές εκδοχές της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας. Τα έθιμα αυτά εγγράφονται μεν στο γενικότερο πλαίσιο της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής λατρείας, παρουσιάζουν όμως μικρές αποκλίσεις κατά τόπους, κατά κανόνα ανώδυνες από λειτουργική άποψη, αλλά ουσιαστικά σημαντικές για το ήθος και τον χαρακτήρα της τοπικής παράδοσης.
Το πρόβλημα εν προκειμένω εντοπίζεται στην προσπάθεια ορισμένων κληρικών, κατά κύριο λόγο, που από ευλαβείς προθέσεις επιχειρούν να μεταφέρουν τις παραδόσεις αυτές από τόπο σε τόπο, με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης κατάνυξης και ευσέβειας από μέρους των πιστών. Και είναι μεν γνωστό ότι ο λαϊκός άνθρωπος ελκύεται από την τελετουργική ποικιλία και λαμπρότητα, ιδιότητες οι οποίες κατεξοχήν προσδιορίζουν την Ορθόδοξη λειτουργική ζωή και πράξη, παραλλήλως όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι παρόμοιες πρακτικές επεμβαίνουν κανονιστικά στο τοπικό λαϊκό λατρευτικό ρεπερτόριο, αλλοιώνοντας ουσιαστικά τη φυσιογνωμία κάθε τόπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γλυκοί πανηγυρικοί άρτοι, που σε ορισμένα μόνο μέρη προσφέρονται για τις πανηγυρικές αρτοκλασίες, ενώ σε άλλες περιοχές οι ανάλογοι άρτοι είναι κανονικοί, χωρίς προσθήκη ζάχαρης ή μυρωδικών. Ακόμη, ο στολισμός των άρτων με λουλούδια και κλωνάρια βασιλικού, που αλλού μεν ανήκουν στην τοπική παράδοση, αλλού όμως είναι άγνωστα στοιχεία, μακριά από τη λαϊκή λατρευτική παράδοση του τόπου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση τοπικά γνωστών αντικειμένων, όπως για παράδειγμα το τελετουργικό σκέπαστρο εικόνων ή αγίων λειψάνων κατά τις λιτανείες, η γνωστή στα Επτάνησα «ουρανία», ή οι τελετουργικές αγιορείτικες ομπρέλες πάνω από λιτανευόμενες περίπυστες εικόνες, όταν αυτές μεταφέρονται σε περιοχές όπου είναι άγνωστες, με στόχο την επίτευξη περισσότερης τελετουργικής λαμπρότητας. Αλλά και με τη μεταφορά τοπικών λατρειών σε άλλες περιοχές, συνήθως με την πρωτοβουλία ενός κληρικού ή ενός ευσεβούς λαϊκού, όταν συνοδεύονται με την προσπάθεια μεταφύτευσης και τοπικών εθίμων, όπως λ.χ. συμβαίνει με τα ανθρωπόμορφα από κερί αφιερώματα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας.
Οι προσπάθειες αυτές όσο περνούν τα χρόνια, και με την επίδραση της προβολής τους από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και από αντίστοιχες καταχωρίσεις ηλεκτρονικών πρακτορείων εκκλησιαστικών ειδήσεων, οι οποίες κατά κανόνα συνοδεύονται από άφθονο και έγχρωμο ελκυστικό φωτογραφικό υλικό, επεκτείνονται και πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο, θα πρέπει να σεβόμαστε πάντοτε την τοπική λαϊκή λατρευτική παράδοση, η οποία έχει διαμορφωθεί διά των ιστορικών και πολιτισμικών συνθηκών κάθε περιοχής, και να μην την αλλοιώνουμε κατά το δοκούν.
Ο ελληνικός παραδοσιακός πολιτισμός, στο σύνολό του, χαρακτηρίζεται από τις τοπικές ιδιομορφίες, από την ύπαρξη τοπικών και επάλληλων παραλλαγών των ίδιων κατά βάση θεμάτων. Επεμβαίνοντας σε αυτήν την πραγματικότητα και μεταφέροντας λατρευτικές συνήθειες από τόπο σε τόπο, ουσιαστικά συντελούμε σε ένα είδος επίπλαστης και επιβεβλημένης τελετουργικής ομογενοποίησης, σε κάτι δηλαδή που ανήκει στο γενικό πλαίσιο των μορφών της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης.
Η διαδικασία αυτή, που ουσιαστικά στρέφεται εναντίον της ποικιλομορφίας της λαϊκής λατρευτικής παράδοσης, αποτελεί μοχλό απόσβεσης ειδοποιών διαφορών, άρα τρόπο επιβολής μιας παγκοσμιοποιημένης αντίληψης για το περιεχόμενο της λαϊκής θρησκευτικότητας κάθε περιοχής. Κι αυτό πρέπει πάση θυσία να το αποφύγουμε, γιατί στερεί τη ζωή και την παράδοσή μας από την ποικιλία εκείνη που είναι απαραίτητη για κάθε ανθρώπινη δημιουργία και έκφραση, τουλάχιστον εντός των ορίων του λαϊκού πολιτισμού και της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας.