Αρχική » Το υπηρεσιακό καθεστώς των εκκλησιαστικών υπαλλήλων

Το υπηρεσιακό καθεστώς των εκκλησιαστικών υπαλλήλων

από kivotos

Των Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης και επίκουρου καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ & Χρήστου Αποστολίδη, δικηγόρου Θεσσαλονίκης και υποψηφίου διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ

 

Το υπηρεσιακό καθεστώς που διέπει το (έμμισθο και άμισθο) υπαλληλικό προσωπικό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελεί αντικείμενο ρυθμίσεως ειδικότερων Κανονιστικών Αποφάσεων που εκδίδονται από τη Ιερά Σύνοδο (Ι.Σ.), όπως ρητά προβλέπεται στο άρθ. 42 Ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΚΧΕΕ).

Ειδικότερη είναι η ρύθμιση του άρθ. 42 παρ. 6 ΚΧΕΕ, σύμφωνα με το οποίο όσοι κληρικοί υπηρετούν ως εφημέριοι ή διάκονοι μπορούν παράλληλα να κατέχουν και θέση υπαλλήλου στη Σύνοδο, την Αρχιεπισκοπή Αθηνών ή τις μητροπόλεις, εφόσον πληρούν τα νόμιμα προσόντα. Στην περίπτωση αυτή, οι ίδιοι κληρικοί λαμβάνουν και τα 2/3 των αποδοχών της χαμηλότερα μισθοδοτούμενης θέσης, ενώ υπάγονται κατ’ εξαίρεση και στις διατάξεις του Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων (Κανονισμός Ι.Σ. 5/1978, ΚΕΥ, βλ. πιο κάτω).

Ανάλογη πρόβλεψη περιέχει και το άρθ. 17 παρ. 1 ΚΕΥ, κατά το οποίο κληρικός μπορεί να καλύψει και προσωρινώς θέση εκκλησιαστικού υπαλλήλου, όταν η πρόσληψη ενός τακτικού είναι, για διάφορους λόγους, δυσχερής. Για το χρονικό αυτό διάστημα, ο εκτελών χρέη εκκλησιαστικού υπαλλήλου κληρικός υπάγεται υπηρεσιακώς στις διατάξεις του ΚΕΥ.

Με ενεργοποίηση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθ. 42 παρ. 2 ΚΧΕΕ, εκδόθηκε από την Ιερά Σύνοδο ο εκτενέστατος (156 άρθρα) Κανονισμός 5/1978, «περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» (ΚΕΥ).

 

Έννοια «εκκλησιαστικού υπαλλήλου»
Σκοποί, περιεχόμενο και όργανα εφαρμογής του ΚΕΥ

Στις διατάξεις του ΚΕΥ υπάγονται:

(α) Οι τακτικοί, οι επί θητεία και οι μετακλητοί υπάλληλοι του συνόλου των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ, ανεξάρτητα από την ιδιότητα αυτών ως κληρικών, μοναχών ή λαϊκών.

(β) Όσοι προσλαμβάνονται από τα ίδια ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 άρθ. 103 Συντ. Το προσωπικό αυτό μπορεί να παρέχει εργασία σε ζητήματα γραμματειακής υποστήριξης, καθαριότητας, συντηρήσεως κτιρίων κ.λπ. Σε μητροπόλεις και ναούς, η τελική έγκριση της προσλήψεως των ανωτέρω υπαλλήλων απόκειται στο οικείο μητροπολιτικό συμβούλιο.

(γ) Οι υπάλληλοι των συνοδικών γραφείων της ΔΙΣ, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των μονών.

Αντίθετα, στις διατάξεις του ΚΕΥ δεν υπάγονται:

(i) Οι πρεσβύτεροι (εφημέριοι ενοριακών ναών) και οι διάκονοι των πάσης φύσεως ναών, εκτός, βεβαίως, αν συντρέχει εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 42 παρ. 6 ΚΧΕΕ και 17 παρ. 1 Καν. 5/1978. Έχει γίνει, άλλωστε, νομολογιακά δεκτό ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των εφημερίων έχουν, κατά το κύριο αυτών περιεχόμενο, θρησκευτικό χαρακτήρα, γεγονός που καθιστά μεν αυτούς θρησκευτικούς λειτουργούς, όχι όμως και διοικητικούς υπαλλήλους. Η ιδιότητα των εφημερίων ως θρησκευτικών λειτουργών δεν αναιρείται από την εκ μέρους τους άσκηση διοικητικών καθηκόντων ενός ΝΠΔΔ, όπως είναι η ενορία με τον ενοριακό ναό. Συνεπώς, επί των άνω κληρικών δεν εφαρμόζονται κατ’ αρχάς οι διατάξεις του ΚΕΥ, ούτε βέβαια αυτές των άρθ. 103-104 Συντ.

(ii) Οι ψάλτες.

(iii) Οι νεωκόροι.

(iv) Το βοηθητικό ή υπηρεσιακό προσωπικό των ναών, όπως είναι οι γραμματείς ή οι καθαρίστριες.

(v) Το προσωπικό που υπηρετεί στην εκκλησιαστική εκπαίδευση (άρθ. 1 παρ. 2, εδ. γ’ ΚΕΥ).

Επί τυχόν αμφισβητήσεως της ιδιότητας κάποιου ως εκκλησιαστικού υπαλλήλου, αποφαίνεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ), έπειτα από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας (άρθ. 5 ΚΕΥ).

Οι διατάξεις του ΚΕΥ ισχύουν σήμερα και εφαρμόζονται ως ειδικό δίκαιο (lex specialis) έναντι του, γενικής ισχύος, κοινού υπαλληλικού δικαίου (ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 3528/2007, «Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ», (ΦΕΚ Α’ 26/2007). Οι λόγοι εισαγωγής του ειδικού αυτού υπαλληλικού καθεστώτος ανάγονται, όπως δέχονται και τα δικαστήρια, στην ιδιοτυπία που εμφανίζουν ως προς την οργάνωση, τη λειτουργία, κυρίως όμως τους επιδιωκόμενους θρησκευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς τους τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ. Οι ρυθμίσεις αυτές προσιδιάζουν στο αυτοκέφαλο και αυτοδιοίκητο καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος και των νομικών της προσώπων.

Ωστόσο, όπως προβλέπεται ρητά από το άρθ. 154 παρ. 5 ΚΕΥ, ως προς κάθε ζήτημα για το οποίο δεν προβλέπεται ειδική ρύθμιση από τον ΚΕΥ εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι αντίστοιχες διατάξεις του κάθε φορά ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα, «όστις επί πλέον εν αμφιβολία και κατισχύει».

Με τα ανωτέρω εισάγονται δύο βασικοί ερμηνευτικοί κανόνες:

(α) Αν ορισμένο ζήτημα, που αφορά στο υπηρεσιακό, μισθολογικό και πειθαρχικό καθεστώς των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, δεν ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις του ΚΕΥ, τότε καλούνται σε εφαρμογή οι εκάστοτε ισχύουσες γενικές διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου.

(β) Σε περίπτωση που, κατά τα ανωτέρω, προκύψει αμφιβολία περί του εφαρμοστέου δικαίου ή και τυχόν σύγκρουση μεταξύ των διατάξεων των δύο Κωδίκων, υπερισχύουν οι διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου.

Ως σκοποί του ΚΕΥ τάσσονται η καθιέρωση κανόνων που θα διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ, στη βάση των αρχών της ισότητας και της δικαιοσύνης, η διασφάλιση κανόνων ορθής επιλογής τους, η κατοχύρωση της σταδιοδρομίας τους «κατά το συμφέρον των νομικών τούτων προσώπων» και η επίτευξη της μέγιστης δυνατής απόδοσης στην εργασία τους.

Για την ακριβέστερη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΥ αλλά και την κρίση όλων των υπηρεσιακής φύσεως θεμάτων των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, προβλέπεται η λειτουργία κεντρικών Τριμελών Υπηρεσιακών Συμβουλίων (άρθ. 2 ΚΕΥ). Με ανάλογες αρμοδιότητες –ως δευτεροβάθμιο, όμως, όργανο– λειτουργεί το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Εκκλησίας (ΑΥΣΕ: Κανονισμός 3/1977).

Οι θέσεις κατά κλάδους και οι βαθμοί των εκκλησιαστικών υπαλλήλων ορίζονται από τις διατάξεις των άρθ. 27-29 ΚΕΥ, ενώ οι οργανικές τους θέσεις προβλέπονται από τα άρθ. 150-152 ΚΕΥ. Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, το δε οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο βαρύνεται μόνον με τις αποδοχές των μετακλητών ή με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Περαιτέρω, οι υπάλληλοι του ΚΕΥ ασφαλίζονται στο Δημόσιο για κύρια και επικουρική σύνταξη, ασθένεια και εφάπαξ βοήθημα.

 

Η επέκταση των διατάξεων του ΑΣΕΠ και στην επιλογή των εκκλησιαστικών υπαλλήλων

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθ. 103 Συντάγματος, η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών και προκαθορισμένων κριτηρίων, με διαγωνισμό ή επιλογή και υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής, «ως νόμος ορίζει». Δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης, εκδόθηκε ο Ν. 2190/1994, «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης», που καθόρισε την ειδικότερη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων του δημόσιου τομέα.

Επί σειρά πολλών ετών, η διάταξη του άρθ. 14 παρ. 2, περίπτ. η’ Ν. 2190/1994 εξαιρούσε από την εφαρμογή των περί επιλογής διατάξεών των, μεταξύ άλλων, και το προσωπικό που προσελάμβαναν για την κάλυψη των ποικίλων αναγκών τους τα νομικά πρόσωπα που ιδρύονταν και ανήκαν στις «γνωστές» (κατά την έννοια του άρθ. 13 Συντ.) εκκλησίες και θρησκεύματα.

Η εξαίρεση αυτή, που, όπως είναι προφανές, περιελάμβανε και το υπαλληλικό ή άλλο προσωπικό που υπηρετεί στα νομικά πρόσωπα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καταργήθηκε με την τροποποίηση που επέφερε στην πιο πάνω διάταξη το άρθ. 1, περίπτ. ι’, Ν. 3812/2009, «Αναμόρφωση συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα». Η εν λόγω ρύθμιση όρισε ρητά ότι, για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2190/1994, στην έννοια του «δημόσιου τομέα» υπάγεται πλέον και το προσωπικό των νομικών προσώπων όλων των κατά το άρθ. 13 Συντ. «γνωστών θρησκειών», εφόσον το προσωπικό αυτό επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα, κατά τις ίδιες διατάξεις, το εύρος εφαρμογής του Ν. 2190/1994 δεν καταλαμβάνει τους θρησκευτικούς λειτουργούς των ίδιων νομικών προσώπων θρησκευτικών σκοπών.

Γίνεται αντιληπτό ότι με τις ανωτέρω τροποποιήσεις δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο διορισμός ως εκκλησιαστικών υπαλλήλων και πολιτών μη Ορθοδόξων πιστών. Άρα, η διάταξη του άρθ. 1, περίπτ. ι’, Ν. 3812/2009 τροποποίησε έμμεσα τα άρθ. 8 παρ. 1, 12 και άρθ. 25 παρ. 1 ΚΕΥ, που προϋπέθεταν σαφώς σχηματισμένη θρησκευτική συνείδηση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου ως Χριστιανού Ορθοδόξου.

Για την αποφυγή, προφανώς, ενός τέτοιου ενδεχόμενου, η ΔΙΣ ψήφισε το άρθ. 1 του Καν. 198/2010, προσθέτοντας στο άρθ. 8 ΚΕΥ τις παραγράφους 3 και 4, με το εξής περιεχόμενο: «(3). Ουδείς διορίζεται τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλο εάν μη πρότερον πιστοποιηθεί η επάρκεια γνώσεων αυτού περί της δομής, της λειτουργίας και του χαρακτήρος των εκκλησιαστικών φορέων. Αι προς πιστοποίησιν γνώσεις, ο φορεύς, η διαδικασία, ο τρόπος και τα όργανα αξιολογήσεως ανά κλάδον, ως και πάσα άλλη συναφής λεπτομέρεια, καθορισθήσονται ειδικώτερον υπό Κανονισμού εγκριθησομένου υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και δημοσιευθησομένου διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και του Επισήμου Δελτίου της Εκκλησίας της Ελλάδος “ΕΚΚΛΗΣΙΑ”. (4). Ουδείς διορίζεται τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος εάν μη πρότερον απασχοληθεί δι’ εν τουλάχιστον έτος εις οιανδήποτε θέσιν και υφ’ οιανδήποτε έννομον σχέσιν εις εκκλησιαστικόν φορέα, του χρόνου και του είδους της απασχολήσεως αποδεικνυομένων διά βεβαιώσεως του οικείου εκκλησιαστικού φορέως και του αντιστοίχου ασφαλιστικού οργανισμού».

Με τις ανωτέρω διατάξεις, επιδιώκεται στην πραγματικότητα η κανονιστική παρεισαγωγή περισσότερων σταδίων επιλογής προσωπικού, μετά το πρώτο, που διενεργείται αρχικά από τον ΑΣΕΠ, κατά τις προαναφερθείσες γενικές ρυθμίσεις.

 

Περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών των εκκλησιαστικών υπαλλήλων

Η ειδική εξουσιαστική σχέση υπό την οποία τελούν οι διοικητικοί υπάλληλοι έναντι της Διοικήσεως, τους ευρύτερους ή στενότερους σκοπούς της οποίας αποδέχθηκαν να υπηρετούν, συνεπάγεται γι’ αυτούς σειρά αυξημένων καθηκόντων, με αντίστοιχους περιορισμούς των ατομικών τους ελευθεριών.

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, ειδικότερα, ορίζονται από το άρθ. 30 παρ. 1 ΚΕΥ ως εκτελεστές της θελήσεως του νομικού προσώπου το οποίο υπηρετούν, οφείλοντας να «εκτελούν ευσυνειδήτως τα καθήκοντά τους». Πιο συγκεκριμένα, κάθε εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει μεταξύ άλλων:

(α) Νομιμοφροσύνη στη συνταγματική και λοιπή έννομη τάξη και νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών.

(β) «Υπακοή» στις υπηρεσιακές εντολές των ιεραρχικά προϊσταμένων του, ακόμα και αν αυτός τις θεωρεί παράνομες, δικαιούμενος στην περίπτωση αυτή να ενημερώσει εγγράφως για την αντίθετη γνώμη του (32 ΚΕΥ).

(γ) «Εχεμύθεια» ως προς τα γεγονότα ή τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (33 ΚΕΥ).

(δ) «Πολιτική αμεροληψία» ή «πολιτική ουδετερότητα» (άρθ. 35 ΚΕΥ), υπό την έννοια της απαγορεύσεως των δημόσιων εκδηλώσεων πολιτικού χαρακτήρα, της συστάσεως ή συμμετοχής σε «συνεταιρισμούς», οι οποίοι επιδιώκουν «πολιτικούς σκοπούς», της ασκήσεως δημόσιας κριτικής των πράξεων της Κυβερνήσεως, «της Ι. Συνόδου ή των οργάνων της Εκκλησίας ή των προϊσταμένων των αρχών, κατά τρόπον προδίδοντα έλλειψιν αντικειμενικότητος, διά σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων ή άνευ του οφειλομένου σεβασμού».

(ε) Να μη συμμετέχει σε εμπορικές εταιρείες (ΕΠΕ ή Α.Ε.: άρθ. 36 ΚΕΥ).

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ