Της Βιργινίας Δ. Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδη, ιστορικού
Αποτελεί ζώσα πραγματικότητα η συνύπαρξη, εντός των ελληνικών σχολείων, παιδιών διαφόρων εθνοτήτων και θρησκευτικών ομολογιών. Για τούτο θεωρείται «δικαίωμα των γονιών» να επιλέγουν εάν το παιδί τους θα παρακολουθεί το μάθημα των Θρησκευτικών.
Μήπως όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ο τύπος «τρώει» την ουσία; Μήπως αυτή η αβασάνιστη «λύση» εμποδίζει τη δημιουργία ενός επιστημονικού προγράμματος, από το οποίο τα μεν Ελληνόπαιδα θα αποκτούν, από το δημοτικό, τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις για την, προ αιώνων, αλληλοπεριχώρηση «ελληνισμού-Ορθοδοξίας», οι δε αλλοδαποί μαθητές μαζί με στοιχεία της δικής τους ομολογίας, θα οφελούνται προσεγγίζοντας τον οικουμενικό, υπερφυλετικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας;
Η κατά βάση ιστορική αυτή προσέγγιση στην ουσία της Ορθοδοξίας δεν έχει καμία σχέση με την Ιερά Κατήχηση, που είναι έργο της Εκκλησίας, και δεν αποτελεί προσηλυτισμό, του οποίου ο σκοπός και η μέθοδος δεν συνάδουν με τον πνευματικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, η οποία διακηρύσσει την αδελφική σχέση όλων των ανθρώπων, ως πλασμάτων του Θεού: «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος… βάρβαρος, Σκύθης…» (Κολοσσ. 3, 11). Οι αρετές του «καλού καγαθού» των αρχαίων Ελλήνων εμπλουτίσθηκαν με την εσωτερική κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό και τη θέωση στον Χριστιανικό Ελληνισμό. Έτσι ο Έλληνας, ξεκινώντας ως παντογνώστης από τον κόσμο του κτιστού, έφθασε ως άγιος και στον κόσμο του ακτίστου.
Στα νέα προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών πρέπει να εκτεθεί αναλυτικά η από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μοναδική ένωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με την αδιάσειστη πίστη στη διδασκαλία του αναστάντα Χριστού. Γιατί οι ρίζες, τα θεμέλια του νεωτέρου και σύγχρονου ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού βρίσκονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ηδη ο Σωκράτης, προφητεύοντας την έλευση του Χριστού στη Γη, είχε τονίσει στους Αθηναίους δικαστές ότι φονεύοντάς τον «…είτα τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτ’ αν, ει μη τίνα ΑΛΛΟΝ ο Θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών» (Πλάτωνος «Απολογία Σωκράτους», § 18).
Στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού ιστορικές πληροφορίες γύρω από τη ζωή τού Χριστού και της Παναγίας μας (βλ. Πηνελόπη Δέλτα «Η ζωή του Χριστού») μπορούν να διανθισθούν με βασικά χριστιανικά στοιχεία, όπως η αγάπη, η νίκη του ανθρώπου επί των παθών του, η εγκράτεια, η μετάνοια, η ταπείνωση.
Η Βυζαντινή Ιστορία της Ε΄ Δημοτικού μπορεί να συνδυαστεί με την ανάπτυξη του ελληνορθόδοξου πολιτισμού κατά τα χίλια χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας (μάρτυρες – ομολογητές – οικουμενικές σύνοδοι – συγγράμματα – γένεση βυζαντινής τέχνης, ως τέχνης του υψηλού, σε αντιπαράθεση με την αρχαία ελληνική τέχνη ως τέχνης του ωραίου).
Πρόκειται για τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, που πολεμήθηκε (βλ. άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204) και πολεμάται από τη Δύση, η οποία, ενώ τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ακολουθούσε την ίδια αγιοπατερική, ορθόδοξη παράδοση με την ανατολή, αποξενώθηκε πνευματικά και πολιτιστικά εξ αιτίας της εισβολής και εγκατάστασης στον χώρο της, βορείων φύλων (Φράγκων, Βουργουνδίων, Νορμανδών κ.ά.), φορέων άλλου πολιτισμού και νοοτροπίας (5ος-11 ος αι. μ.Χ.). Πατέρας της σημερινής Ευρώπης γίνεται ο βασιλέας των Φράγκων Καρλομάγνος (8 ος-9 ος αι.) και όχι οι κοινοί, παλαιοί ορθόδοξοι Πατέρες μας ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι.
Στο γυμνάσιο μπορεί να συμπεριληφθεί στην ύλη του μαθήματος μία εις βάθος ανάλυση, όπως και η ουσία της παρουσίας του Εσταυρωμένου στη Γη, ώστε να διευκρινισθεί ιστορικά και θεολογικά ότι χριστιανισμός σημαίνει Ιησούς Χριστός. Είναι εκείνος που εισέβαλε λυτρωτικά στον κόσμο, διότι «σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων Κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε», όπου η θεία και ανθρώπινη φύση Του ενώθηκαν «ασύγχυτα και αχώριστα». Με τον ερχομό Του, ο Κύριος ανήκε συγχρόνως και στη Γη και στον Ουρανό: «Ολος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος λόγος· συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις τοπική γέγο-νε», (Ακάθιστος Ύμνος, Στάσις Γ΄).
Ο μέγας ιστορικός και θεολόγος, Πρωτοπρεσβύτερος και ομότιμος καθηγητής π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, μέσα από την εμπνευσμένη αγιοπατερική θεολογία του, παρουσιάζει τον Υιόν και λόγον του Θεού ως «ιστορικό πρόσωπο», ως «αρχέτυπο και τέλος», ως «προσδοκία εθνών», (Ο Βούδας Γκοτάμα στις Ινδίες, 5 ος αι. π.Χ., έλεγε ότι η διδασκαλία του θα χρεωκοπήσει έπειτα από 500 χρόνια), ως «αυτεπάγγελτο σωτήρα», ως «ελευθερωτή και ειρηνευτή», ως «νικητή του θανάτου και ζωοδότη», ως «κύριο ουρανού και Γης», αλλά και ως «σημείον αντιλεγόμενον». («Δοκίμια ορθόδοξης μαρτυρίας», Έκδ. Άθως, 2001, σσ. 13-48).
Ας μας επιτραπεί να τονίσουμε ότι, στη σημερινή τραγελαφική πραγματικότητα μέσα και έξω από τη χώρα μας, αποτελεί βάλσαμο για όλους η λυτρωτική παρουσία του Χριστού, του οποίου το «μακάριον εστί διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 35), αναιρεί τη σημερινή ατομοκρατική υστερία, προσφέροντας στον άνθρωπο τη δυνατότητα να υπερβεί τον εαυτό του και να νικήσει ακόμα και τον θάνατο.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι καπιταλισμός, σοσιαλισμός, μαρξισμός, τα βασικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα του «σκεπτομένου ανθρώπου» της νεωτέρας Ευρώπης, ανοίγουν πληγές μεγαλύτερες από τις επιδιωκόμενες λύσεις, συμπαρασύροντας τον άνθρωπο στον διχασμό, την ιδιοτέλεια, την υποκρισία, την εκμετάλλευση τού συνανθρώπου του.
Οι αλλοδαποί, που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, δεν είναι κακό να μάθουν ότι το «φιλότιμο» και η «ανθρωπιά», έννοιες άγνωστες στην «πολιτισμένη» Δύση, έχουν τις ρίζες τους στις ελληνορθόδοξες αξίες ενός ενιαίου πολιτισμού 3.000 αιώνων.
Όταν φιλοξενούμε κάποιον στο σπίτι μας δεν είναι κακό, μαζί με την αγάπη και την φροντίδα μας, να τον αφήσουμε να καταλάβει από πού ορμώνται τα αγαθά κίνητρά μας. Να του προσφέρουμε πρότυπα, βιώματα καλής ζωής, αλήθειας και ασφάλειας. Δυστυχώς όμως καταντήσαμε, αντί να προσφέρουμε την ουσία του μοναδικού πολιτισμού μας, να προσπαθούμε πανικόβλητοι να την απεμπολήσουμε μπροστά στα «δικαιώματα» των μειονοτήτων!
Είναι γεγονός ότι, μετά τη δολοφονία του υποδειγματικού ηγέτη – πατριώτη Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831), οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας, εξαρτώμενες και εμποτισμένες από τα δυτικά πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων οικονομικού καθαρά χαρακτήρα, πολιτεύθηκαν και πολιτεύονται με νοοτροπίες ξένες προς τον τρόπο ζωής και ψυχολογίας ενός λαού, ο οποίος στην πλειονότητά του επιθυμεί να ζει και να κυβερνάται σύμφωνα με τις ιστορικές και λαογραφικές παραδόσεις του, τις αξίες και τα ιδανικά του, όμοια με εκείνα στα οποία στηρίχθηκε ο «υπέρ πίστεως και πατρίδος» αγώνας του 1821. Και ενώ ο Έλληνας πολίτης ψάχνει για τον ιδανικό εκείνο άρχοντα που θα πολιτεύεται με ειλικρινή αγάπη προς το κοινωνικό σύνολο, αυταπάρνηση, τιμιότητα και συνέπεια προς την ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά του τόπου του, τον βλέπει να παρασύρεται κατ’ εξακολούθηση σε ανοίκειες καταστάσεις, ξένες προς την ελληνορθόδοξη ταυτότητά του.
Ίσως αποτελούμε το μοναδικό φαινόμενο κράτους που, ενώ διαθέτει το πλουσιότερο ιστορικό παρελθόν με αξίες και εμπειρίες που θα μπορούσαν να κρατήσουν πολύ ψηλά το επίπεδο της ζωής των πολιτών του, κατήντησε να καταργεί στην πράξη τα μοναδικά πλεονεκτήματά του, προκειμένου να απεμπολήσει, στη χάρη ξένων ή κατωτέρων συμφερόντων, τα στοιχεία ενός μοναδικού οικουμενικού πολιτισμού.
Σήμερα οι νέοι μας, απογοητευμένοι από την πρωτοφανή και πολυεπίπεδη κρίση μας, καταφεύγουν, μετά το λύκειο ή το πανεπιστήμιο, για να σπουδάσουν ή να δουλέψουν στο εξωτερικό. Δυστυχώς, έτσι όπως τα έχουμε καταφέρει, αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Μπορούμε, όμως, αντί να τρέφουμε αυταπάτες, νομίζοντας ότι είμαστε σε θέση να τους κρατήσουμε εδώ, να τους οπλίσουμε στο λύκειο γνωστικά και πνευματικά, καθιστώντας τους φορείς ήθους, τιμιότητας, ακεραιότητας και ορθής κριτικής σκέψεως, ικανούς να μεταλαμπαδεύσουν και στους ξένους λαούς το πολύτιμο ηθικό και πνευματικό περιεχόμενό τους. Οι Έλληνες, στη μακραίωνη ιστορική πορεία τους (αρχαιότητα, Βυζάντιο, τουρκοκρατία) πρώτευσαν πολιτιστικά έξω από τον τόπο τους. Προς τούτο θα βοηθούσε πολύ στο λύκειο, ως μάθημα γενικής παιδείας, γνώσεις και επί του «ορθοδόξου πολιτισμού». Οι γνώσεις αυτές, χωρίς υπερβολές και εθνικιστικές αυτοεξάρσεις, θα ενίσχυαν τη ρωμαίικη αυτοσυνειδησία των μαθητών στον χώρο της Ορθοδοξίας, που βάλλεται μέσα και έξω από τον ελληνικό χώρο. Εκτός από τα ιερά κείμενα, υπάρχει πλήθος νεωτέρων και συγχρόνων ερευνών, όπου αναδεικνύεται η ελληνικότητα της Ορθοδοξίας ως «ζήτησης της αλήθειας».
Αρχίζοντας από τα «οράματα» του αυθεντικού ορθοδόξου Μακρυγιάννη, στου οποίου το έργο κυριαρχεί ο «οικουμενικός πατριωτισμός» και όχι ο δυτικότροπος «εθνικιστικός πατριωτισμός», καταλήγουμε στις έρευνες συγχρόνων, καταξιωμένων ιστορικών και θεολόγων, όπως ο αείμνηστος Ι. Ρωμανίδης, ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ο π. Φιλόθεος Φάρος, ο π. Γ. Μεταλληνός, ο κ. Χρ. Γιανναράς, ο κ. Ν. Ματσούκας, ο κ. Κ. Χολέβας κ.ά., οι οποίοι υποστηρίζουν τη διαφορότητα του (δυτικο)ευρωπαϊκού από τον ορθόδοξο πολιτισμό. Τον πολιτισμό, που ως θεοκεντρικός, δεν γνωρίζει πνεύμα ατομοκρατίας αφού, με κέντρο την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, είναι πολιτισμός κοινωνίας που εξαίρει την προσωπική ετερότητα και ελευθερία. Ο τρόπος υπάρξεως τού ορθοδόξου είναι κοινοτικός, όχι ατομικιστικός ή εξουσιαστικός.
Στην ορθόδοξη Ανατολή δεν δημιουργήθηκε φυλετικό πνεύμα, ούτε ταξική συνείδηση. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε ο θεσμός της κληρονομικής βασιλείας. Όλοι οι κάτοικοι της Ρωμανίας, οι Ρωμηοί ήταν ενωμένοι κάτω από την κοινή χριστιανική πίστη τους.
Είναι η πίστη που ένωσε, επί αιώνες, τον ελληνισμό. Οι νέοι μας, που άναυδοι παρακολουθούν τις φρικαλεότητες του πολέμου στην Ανατολή, πρέπει να γνωρίζουν ότι και σήμερα Έλληνες και αλλοεθνείς ορθόδοξοι, στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, ζουν κάτω από την ασφάλεια και τη θαλπωρή που παρέχει η ενοριακή ζωή, υπό τις ευλογίες Ελλήνων ποιμεναρχών. Τον περασμένο Οκτώβριο χειροτονήθηκαν από τον Παναγιώτατον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, ως πρώτος Μητροπολίτης Σμύρνης, μετά τον εθνομάρτυρα Σμύρνης Χρυσόστομο, ο πρώην Αρχιμανδρίτης κ. Βαρθολομαίος Σαμάρας, όπως και ο πρώην Αρχιμανδρίτης κ. Κύριλλος Συκής ως επίσκοπος Ερυθρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο μαθαίνουμε ότι πολλοί αλλοεθνείς ζητούν να βαπτισθούν χριστιανοί. Τα ιερά χώματα της Ιωνίας συνεχίζουν να εκπέμπουν το φως από τα ιερά λείψανα των ενταφιασμένων εκεί αγίων και μαρτύρων, αλλά και σοφών της αρχαιότητας, που κανείς δεν μπορεί να τους εκτοπίσει.
Η ταπεινή άποψή μας είναι ότι όλα αυτά πρέπει να γίνουν συνείδηση στη νέα γενιά και ιδίως στους νέους μας, που θα παραμείνουν στο εξωτερικό ζώντας από κοντά την προσπάθεια δημιουργίας ενός ενιαίου τύπου ανθρώπου, του λεγομένου «Ευρωπαίου πολίτη», ο οποίος όμως είναι ο απόγονος της φραγκικής Δύσεως, της αλλοτριωμένης από τα πνευματικά θεμέλια της Χριστιανοσύνης, όπως τα είχε θέσει και στην Ευρώπη ο Απόστολος Παύλος.
Τελειώνοντας την 12ετή φοίτησή τους στο ελληνικό σχολείο, οι νέοι μας πρέπει να έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο αφελληνισμός και η αποορθοδοξοποίηση δεν βλάπτουν μόνον το γένος των Ελλήνων, αλλά σύμπασα την ανθρωπότητα
Η δημιουργία του κοσμικού παπικού κράτους, του Βατικανού, που βρισκόταν πάντα στα χέρια των ευγενών, η αποικιοκρατία της Δύσεως, που δημιούργησε ρατσιστική συνείδηση, έρχονται σε αντίθεση, με το υπερφυλετικό, υπερεθνικό πνεύμα της Ορθοδοξίας, η οποία το 1872 καταδίκασε τον ρατσισμό, σε Ιερά Σύνοδο, στην Κωνσταντινούπολη.
«Σήμερα, η “νέα τάξη πραγμάτων” ισοπεδώνει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των επί μέρους εθνών με στόχο την ομηρεία τους σε μία παγκόσμια πολιτική, σε μία πανθρησκεία, σε ένα ευρωπαϊκό – αμερικανικό διευθυντήριο οικονομικού χαρακτήρα». Για τούτο η ένταξη της χώρας μας στην «Ευρώπη χωρίς σύνορα» είναι για μας πρωτίστως πρόβλημα πνευματικό-πολιτισμικό και ύστερα πολιτικό, οικονομικό» (π. Γ. Μεταλληνού, «1992 απειλή ή ελπίδα;», Έκδ. Αποστολικής Διακονίας).
Τελειώνοντας την 12ετή φοίτησή τους στο ελληνικό σχολείο, οι νέοι μας πρέπει να έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο αφελληνισμός και η αποορθοδοξοποίηση δεν βλάπτουν μόνον το γένος των Ελλήνων, αλλά σύμπασα την ανθρωπότητα, αφού καταλύουν τις ανθρώπινες αξίες, με τις οποίες πλάστηκε, επί αιώνες, ένας υγιής πολιτισμός που γνωρίζει να συμβιώνει, να διαλέγεται και να σέβεται τους άλλους πολιτισμούς, χωρίς να χάνει την ιδιοπροσωπία του. Οι Έλληνες δεν «φράγκευσαν» ούτε «τούρκεψαν». Κινδυνεύουν, όμως, σήμερα να «φραγκεύσουν» με τη συγκατάθεσή τους!..
Δεχόμαστε από την Ευρώπη αυτά που δεν έχουμε. Οφείλει, όμως και η Ευρώπη να δεχθεί αυτά που της αξίζουν από έναν υπερήφανο λαό, που φυλάει με πίστη στα σπλάγχνα του, εκτός από το αρχαίο ελληνικό θαύμα, και την δυνατότητα της επικοινωνίας του κτιστού με το άκτιστο, όπως βιώνεται στα μοναστήρια και στην Εκκλησία μας.
Μήπως το λεγόμενο «μάθημα των Θρησκευτικών» είναι για μας το πιο σπουδαίο;