Της Μαίρης Ορφανίδη

 

Από την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833 έως τις μέρες μας η Εκκλησία της Ελλάδος και το ελληνικό κράτος πορεύτηκαν μαζί. Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της σχέσης ήταν η ανάδειξη της Εκκλησίας σε φορέα με καθολική αναγνώριση στην κοινωνία και συμμετοχή σε όλα όσα απασχόλησαν διαχρονικά το έθνος.

Η περιουσία της, η οποία αρχικά ήταν σημαντική, πέρασε σιγά - σιγά στο κράτος για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων με αντάλλαγμα να αναλάβει η πολιτεία την μισθοδοσία του κλήρου. Συγκεκριμένα στη χώρα μας ισχύει το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας». Η θρησκεία που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως επικρατούσα. Οι δομές της αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Οι αποφάσεις των οργάνων της σε θέματα διοίκησης αποτελούν διοικητικές πράξεις, που προσβάλλονται στα δικαστήρια της Πολιτείας. Επίσης η Πολιτεία επεμβαίνει στην οργάνωση της Εκκλησίας με νόμους , ενώ οι εκκλησιαστικοί κανόνες εφαρμόζονται μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας και με την προϋπόθεση να μην έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους του Κράτους. Η συμπόρευση αυτή δεν ήταν πάντα ειρηνική.

Η ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους ξεκινά το 1827 με την αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά σοβαρές παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά δεν έγιναν παρά μόνο μετά την έλευση του Όθωνα και της βαυαρικής Αντιβασιλείας το 1833.

 

Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Aργους

Ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική περιουσία πάντως υπήρχε πριν καν ο Oθωνας πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Eτσι, για παράδειγμα, στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους, στο 11ο ψήφισμα (σελ.126-127) διαβάζουμε: Η Κυβέρνησις θέλει να συστήσει γαζοφυλάκιον υπό την ιδίαν της άμεσον διεύθυσιν, εις το οποίον θέλει αποτίθεσθαι από των κληροδωσιών και τα από των ιερών καταστημάτων συλλεγόμενα χρήματα (Αρθ.α΄ και β΄) προσδιωρισμένα εις βελτίωσιν του ιερατείου, εις προικισμόν του Ορφανοτροφείου, εις υποστήριξιν των αλληλοδιδακτικών σχολείων, σχολείων τυπικών, σχολείων ανωτέρας τάξεως διά τους εκκλησιαστικούς πολιτικούς, η διά τους αφιερωθησόμενους εις την σπουδήν των τε επιστημών, των τεχνών και της φιλολογίας, και εις σύστασιν δημοσίων τυπογραφιών.

Είναι βέβαιο πως ο Όθωνας και οι σύμβουλοί του είχαν υπ’ όψιν τους τόσο την περιουσία που διέθετε η Εκκλησία στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο και της δύναμης που κατείχε, τόσο σε πνευματικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που μια από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ήταν να επιτεθεί στη μοναστηριακή περιουσία.

 

Αυτοκέφαλο και εκκλησιαστικό ταμείο

Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα πενταμελές εκκλησιαστικό συμβούλιο διορισμένο από την ίδια την Αντιβασιλεία και δρομολογήθηκε η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης, με Διάταγμα της 25.03.1834 το Κράτος μεταβίβασε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο και εκείνη την εκκλησιαστική περιουσία για τα οποία δεν υπήρχαν αποδείξεις πως ανήκαν ή στον πρώτο κτήτορα ή στους απογόνους του και δωρίστηκαν σε μονές από τρίτους.

Το Εκκλησιαστικό Ταμείο ιδρύθηκε και επισήμως πλέον την (01/13).12.1834 (ΦΕΚ 41/21.12.1834 ). Τα έσοδα θα περιέρχονταν στο Εκκλησιαστικό Ταμείο μετά τη συλλογή τους από τους Νομάρχες της χώρας. Μάλιστα, ζητείται η καταγραφή ανδρικών και κατόπιν των γυναικείων μοναστηριών όπου αποφασίζεται να κλείσουν όσα είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Το κλείσιμο των μονών είχε, υποτίθεται, στόχο την αξιοποίηση της περιουσίας τους για τη βελτίωση των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας. Η μόνη παραχώρηση προς την Εκκλησία αυτή την περίοδο ήταν η μισθοδοσία από το Δημόσιο των Αρχιερέων, Ιεροκηρύκων και του Συνοδικού Γραφείου.

 

Ο πολιτικός γάμος

Το 1982 με αφορμή την καθιέρωση του πολιτικού γάμου – έως τότε ίσχυε η ιερολογία του γάμου (θρησκευτικός γάμος) –ξεσπά διαμάχη ανάμεσα σε εκκλησία και πολιτεία. Ενώ είχαν προηγηθεί ήδη δύο απόπειρες καθιέρωσής του στη δεκαετία του ’20 και του ’30 η  ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο έως το 1982, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο. Η αναγνώριση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε η υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου κυβέρνησης της αλλαγής. Μία βαθιά εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, αλλά και μία πράξη συμβιβασμού με ένα προαιώνιο θεσμό, όπως η Εκκλησία. Θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 1250/82 (ΦΕΚ Α 46/07.04.1982), που κατέστησε ίσου κύρους τον πολιτικό και τον θρησκευτικό γάμο , χωρίς ο νομοθέτης να προχωρήσει στο υποχρεωτικό του πολιτικού γάμου, όπως ζητούσε η προοδευτική διανόηση και όπως ήταν το καθεστώς στις Δυτικές Χώρες. Μεγάλη ήταν η αντίδραση στο χώρο της Εκκλησίας, η οποία κάμφθηκε από τη διάθεση συνδιαλλαγής του τότε αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

 

Η εκκλησιαστική περιουσία

Ήταν 13 Φεβρουαρίου 1987 όταν ο Αντώνης Τρίτσης δήλωνε ότι η συζήτηση για την εκκλησιαστική περιουσία δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον και για το λόγο αυτόν προχωρούσε σε λύση του προβλήματος μονομερώς. Η ψήφιση του νόμου Τρίτση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Ιεραρχία, η οποία φρόντισε αυτή τη φορά να τη μεταφέρει και στο λαό με συλλαλητήρια. Αν ο Σεραφείμ ήταν υπέρ κάποιας συμφωνίας στα τέλη του ’70, μια δεκαετία μετά είχε πλέον αλλάξει στάση, αφού δεν μπορούσε να συναινέσει σε μια τέτοια πρωτοβουλία της κυβέρνησης η οποία καταργούσε δίκαια αιώνων. Η λαϊκή συμμετοχή στα συλλαλητήρια ήταν μεγάλη, γεγονός που ανάγκασε την τότε κυβέρνηση να υποχωρήσει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πάγωσε τον νόμο και απέπεμψε από το υπουργείο Παιδείας τον Αντώνη Τρίτση. Τότε θεωρήθηκε ως νίκη του Σεραφείμ και των μητροπολιτών που σήκωσαν το βάρος της αντιπαράθεσης, όπως ήταν ο Μακαριστός Χριστόδουλος, ο νυν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο νυν Θεσσαλονίκης Άνθιμος.

 

Οι ταυτότητες

Το 2000 Εκκλησία και Πολιτεία «συγκρούονται» ανοιχτά για το θέμα της κατάργησης της αναγραφής του θρησκεύματος στα δελτία των αστυνομικών  ταυτοτήτων. Πρωταγωνιστής από τη μία πλευρά  ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος  Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος, που διοργάνωσε δυο συλλαλητήρια, ένα σε Αθήνα και ακόμη ένα στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα  στη λαοσύναξη της Αθήνας θα υψώσει ο ίδιος αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, Αμβρόσιος. Την ίδια ώρα οι ιεράρχες θα οργανώσουν συλλογή υπογραφών  με αίτημα την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Από την άλλη, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης θα επικαλεστεί  την ανάγκη εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα για να δικαιολογήσει την απόφαση του. Οι υπογραφές ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, αλλά στην πορεία το θέμα ξεχάστηκε.

 

Σύμφωνο κοινωνικής συμβίωσης

Η υπερψήφιση του νομοσχεδίου για την καθιέρωση του συμφώνου κοινωνικής συμβίωσης και η επέκταση του στα ομόφυλα ζευγάρια αποτέλεσε ακόμη ένα αγκάθι στις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας. Ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας αναφερόμενος στο επίμαχο θέμα θα πει: «Η Εκκλησία έχει τα πιστεύω της. Αυτοί που είναι στην Εκκλησία και πιστεύουν έχουν έναν τρόπο ζωής. Ότι είναι έξω από αυτό είναι εκτροπή από τη ζωή».

 

Το τζαμί

Το ζήτημα της ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια, αποτελεί ακόμη ένα αγκάθι στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, αποτελεί όμως και  θέμα που διχάζει ακόμη και τους ίδιους τους Ιεράρχες. Αν και το νομοθετικό πλαίσιο έχει ψηφιστεί από το 2006 και πολλά σημεία έχουν ακουστεί όπως Μαρούσι, Βάρη και τελικά Ελαιώνας, εντούτοις δεν έχει ξεκινήσει η ανέγερση του, ενώ δεκάδες άτυπα τζαμιά λειτουργούν στο λεκανοπέδιο Αττικής.

 

Η καύση των νεκρών

Για την  καύση των νεκρών, που έγινε νόμος του κράτους, η Εκκλησία έχει εκφράσει τις διαφωνίες της, αλλά και δεν έχει καμία διάθεση να εμπλακεί σε νέο κύκλο αντιπαράθεσης, αφού στην Ιεραρχία εκτιμούν ότι οι πιστοί δεν πρόκειται να επιλέξουν την καύση.

 

Το μάθημα Θρησκευτικών

Η τελευταία μεγάλη κόντρα αφορά το μάθημα των Θρησκευτικών. Πρόκειται για μία κόντρα η οποία απασχόλησε την κοινή γνώμη και είχε ως αποτέλεσμα  την αποπομπή του Νίκου Φίλη από την κυβέρνηση. Η Εκκλησία δεν είναι κατά των αλλαγών, αλλά θέλει  να προωθηθεί διάλογος και να υπάρχει κοινή δέσμευση για σεβασμό στις αρχές και τις παραδόσεις της.