Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Πρώτο θύμα της πολιτικής Φίλη υπήρξε το Σύνταγμα, αφού ο ανεκδιήγητος αυτός υπουργός, με την εμμονή του να αντικαταστήσει τη διδασκαλία των Θρησκευτικών με τη θρησκειολογία, «ακρωτηρίασε» το άρ. 16, παρ. 2 του Συν. Παρά την επισήμανση από πολλούς -και από τον γράφοντα- της αντισυνταγματικότητας της σχετικής μεταρρύθμισής του, ο κ. Φίλης επέμεινε να την εφαρμόσει, αναγορεύοντας τον εαυτό του σε ρυθμιστή του πολιτεύματος!
Την ισοπεδωτική μανία του κ. Φίλη γνώρισαν επίσης τα μαθήματα της Γλώσσας, αλλά και της Ιστορίας. Η γλώσσα μας θα έπρεπε, σύμφωνα με το σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, να πορευτεί από δω και πέρα ως «ορφανή» πια γλώσσα, αφού, κατά την εκτίμηση του διάσημου «ιατροδικαστή» κ. Φίλη, η «μητέρα» της, δηλαδή η αρχαία ελληνική γλώσσα, είναι «κλινικά νεκρή». Συνεπώς, η ενασχόληση μαζί της δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Για αυτό θα έπρεπε να τη «θάψουμε» στα σχολικά εγχειρίδια, μολονότι αυτή ζει και βασιλεύει εκτός Ελλάδος, σε όλες τις χώρες του πολιτισμένου κόσμου! Ανάλογη ήταν -και εξακολουθεί, δυστυχώς, να είναι- η μεταχείριση του μαθήματος της Ιστορίας. Στον χώρο αυτής κινούμενος ο κ. Φίλης, αφού πρώτα δίδαξε σε όλους εμάς τους αμαθείς ότι η σφαγή 1,5 εκατ. Ποντίων από τους Τούρκους δεν συνιστά, κατ’ ορθότερο χαρακτηρισμό, γενοκτονία, αλλά εθνοκάθαρση, παρέδωσε στη συνέχεια το ζήτημα της διδακτέας ύλης και του περιεχομένου του μαθήματος στη δικαιοδοσία των συνεργατών του ιστορικών (Λιάκο, Ρεπούση, Δραγώνα). Οι πανεπιστημιακοί αυτοί δάσκαλοι, γνωστοί πνευματικοί απόγονοι του Προκρούστη, είχαν λάβει εν λευκώ την εντολή από τον κ. Φίλη να κρίνουν αυτοβούλως τι θα «κόψουν» ή τι θα «ξεχειλώσουν» από την ιστορική γνώση, ώστε να την ευθυγραμμίσουν με την «προκρούστεια κλίνη» τους.
Στο πλαίσιο της σχετικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Φίλη διακρίνει κάποιος καθαρά τα δύο βασικά θύματα αυτής, που αποτελούσαν άλλωστε και τους κύριους στόχους της: Την παραδοσιακή οικογένεια και τους μαθητές των σχολείων. Έτσι, η μεν παραδοσιακή οικογένεια θα βάλλονταν στη δομή και στις ρίζες της απέξω, ενώ οι μαθητές θα αλώνονταν εκ των έσω, μέσα δηλαδή από τα βιβλία που μελετούσαν, ώστε να πάψουν πια να γαλουχούνται με τα «ξεπερασμένα» ελληνο-χριστιανικά ιδεώδη και να τρέφονται αποκλειστικά με τα μεταλλαγμένα προϊόντα του συστήματος. Βέβαια, συνειρμικά το μυαλό μας πηγαίνει στους γενίτσαρους, τα παιδιά δηλαδή του ελληνικού έθνους που τα αλλοτρίωσαν οι Οθωμανοί, για να τα στρέψουν εναντίον του. Ας μην πάμε, όμως, τόσο μακριά και ας μην ψάχνουμε για Εφιάλτες, διότι είναι πολύ βαριά και ατεκμηρίωτη η κατηγορία, αν και η συγκεκριμένη πολιτική Φίλη οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Ας μείνουμε στην αλλοτρίωση που απεργάζεται και είναι ορατή.
Από την άποψη αυτή, γίνεται, νομίζω, φανερή η θυματοποίηση της ίδιας της δημοκρατικής νομιμότητας στο σύνολό της από την εκπαιδευτική πολιτική του κ. Φίλη. Και τούτο όχι μόνο διότι προσβαλλόταν η συνταγματική τάξη, αλλά και διότι μια κυβέρνηση ισχνής πλειοψηφίας -που δημοσκοπικά σήμερα «πνέει τα λοίσθια»- δρομολογούσε ανατροπές στο εκπαιδευτικό σύστημα, τις οποίες ούτε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση ισχυρής πλειοψηφίας δεν θα τολμούσε να επιχειρήσει. Και είναι, βέβαια, αληθές ότι πολιτικά κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα, εφόσον διαθέτει την κοινοβουλευτική δύναμη, να περάσει τα μέτρα που θέλει. Ηθικά, όμως, δεν νομιμοποιείται να το πράξει, ιδίως όταν τα μέτρα αυτά στοχεύουν στην αλλοίωση της πολιτισμικής ταυτότητας του ελληνικού έθνους. Την αλλαγή της πολιτισμικής του ταυτότητας μόνον ο ελληνικός λαός με δημοψήφισμα μπορεί να τη ζητήσει. Κανένας άλλος.
Θύμα, όμως, της πολιτικής του υπήρξε και ο ίδιος ο κ. Φίλης, ο οποίος με τον προκλητικό τρόπο που πολιτεύθηκε εξόργισε ακόμη και εκείνους που τον διόρισαν, οι οποίοι τον έβλεπαν πια ως ένα από τα «βαρίδια» που παρέσυραν την παράταξή τους στον «βυθό». Η «καρατόμησή» του ερμηνεύθηκε από τον ίδιο ως εκτέλεση «συμβολαίου πολιτικού θανάτου» εναντίον του, ενώ η αντιπάθειά του από πολλούς συνδέθηκε με την παχυσαρκία του! Λες και δεν υπάρχουν συμπαθέστατοι παχύσαρκοι. Δεν έκανε καν τον κόπο να σκεφτεί ο κ. Φίλης ότι εκείνο που απωθούσε την κοινή γνώμη δεν ήταν η σωματική παχυσαρκία του, αλλά η «παχυδερμία» της πολιτικής του νοοτροπίας, να θέλει δηλαδή να μετατρέψει την ιδεολογία του και τις πολιτικές του απόψεις -απόλυτα σεβαστές, κατά τα άλλα- σε «ρυμούλκα», πίσω από την οποία έπρεπε να «σύρεται» η εκπαίδευση των ελληνοπαίδων. Προδίδει, δε, έλλειψη σωφροσύνης η αυτοαναγόρευσή του σε «άριστο μαθητή», αν και είναι διάχυτη η αντίληψη στην κοινή γνώμη ότι οι επιδόσεις του κινούνταν κάτω του μετρίου. Το ίδιο ισχύει και για την αυτοαξιολόγησή του σε «πολύτιμο μέταλλο», ενώ είναι γνωστό ότι την αξία των μετάλλων την προσδιορίζουν «ειδικοί εκτιμητές». Και δεν θα ήταν κολακευτικό για τον κ. Φίλη να προκαλέσει την κρίση τους για την αληθινή αξία του «μετάλλου» του.
Θύμα, όμως, της πολιτικής του υπήρξε και ο ίδιος ο κ. Φίλης, ο οποίος με τον προκλητικό τρόπο που πολιτεύθηκε εξόργισε ακόμη και εκείνους που τον διόρισαν, οι οποίοι τον έβλεπαν πια ως ένα από τα «βαρίδια» που παρέσυραν την παράταξή τους στον «βυθό».
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον σχολιασμό με τον οποίο υποδέχθηκε την «καρατόμηση» του κ. Φίλη ο λεγόμενος αριστερός-προοδευτικός Τύπος, που απέδωσε τη σχετική αποπομπή του στο «βαθύ κράτος της Ιεραρχίας», «σε μισαλλόδοξες φωνές του κλήρου» ή στον εμφανιζόμενο ως Λουδοβίκο 14ο Αρχιεπίσκοπο! Προκαλούν πράγματι αλγεινή εντύπωση η ρηχότητα και η ευτέλεια του σχετικού σχολιασμού ενός τόσο σημαντικού περιστατικού, όπως είναι η απομάκρυνση ενός υπουργού κάτω από τις συνθήκες που ο ίδιος διαμόρφωσε. Αντί να αποτελέσει το περιστατικό αυτό αφορμή για μια εποικοδομητική συζήτηση πάνω στα αληθινά προβλήματα και στην κατεύθυνση της Παιδείας μέσα στη σημερινή συγκυρία, έγινε ευκαιρία μικροκομματικής εκμετάλλευσης, στο πλαίσιο της οποίας οι ολετήρες εμφανίζονταν από τον εν λόγω τύπο ως ήρωες, ενώ οι αληθινοί υπερασπιστές της συνταγματικής τάξης (βλ. άρ. 120 Συν.), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται πρώτιστα η Ιεραρχία και ο Αρχιεπίσκοπος, παρουσιάζονταν ως φανατικοί και ψυχροί εκτελεστές των προοδευτικών παιδιών του λαού! Με τέτοιο κιτρινισμό, με τέτοια εμπάθεια ή προκατάληψη απέναντι στην Εκκλησία, τη μητέρα του έθνους, και με τόσο μικρόψυχη αντιμετώπιση της αλήθειας, είναι μάταιο να περιμένει κανείς να χαράξει κάποια ευοίωνη προοπτική σε αυτή την ταλαίπωρη πατρίδα του ζόφου, η οποία δέχεται συνεχώς «μαχαιριές» από εκείνους που λένε ότι τάχα την υπερασπίζονται.
Με αυτά τα δεδομένα ο νέος υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Γιαβρόγλου, εάν θέλει να προσφέρει αληθινές υπηρεσίες στον ευαίσθητο και πολύπαθο χώρο της Παιδείας, πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τη «γραμμή» Φίλη και να επιφέρει τις τομές που κρίνει αναγκαίες στον «κορμό» της ελληνορθόδοξης παράδοσης του έθνους. Αλλιώς θα βρει και αυτός απέναντί του όλους εκείνους που αγωνίζονται να διατηρήσουν τόσον οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους την εθνική τους αυτοσυνειδησία.
Αντί, λοιπόν, να υποβάλει ρητορικά ερωτήματα σε δημοσιογράφους που έμμεσα παραπέμπουν στην πολιτική Φίλη, όπως π.χ. το ερώτημα εάν υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρα στην οποία να διδάσκονται Θρησκευτικά στα σχολεία, καλό είναι να αναξέσει λίγο τη μνήμη του. Και τότε θα θυμηθεί ότι όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο δεν υπάρχει άλλο κράτος που να συνυφάνθηκε με το θρήσκευμα του λαού του σε τέτοιο βαθμό, ώστε το θρήσκευμα αυτό να αποτελεί στοιχείο της εθνικής του ιδιοπροσωπίας, αλλά και σωτήρια «βακτηρία» του έθνους, όπως κατ’ επανάληψη λειτούργησε ως τέτοια. Έτσι συμπορεύτηκαν 2.000 χρόνια ελληνισμός και Ορθοδοξία. Και αυτή τη συμπόρευση δεν πρόκειται να αφήσουμε κανένα να τη διασπάσει αυτά τα μίζερα χρόνια που περνάει η πατρίδα μας. Ας αντλήσει, λοιπόν, ο νέος υπουργός Παιδείας τα συμπεράσματά του και ας πράξει αυτά που υπαγορεύουν όχι η ιδεολογία και οι προσωπικές του απόψεις, αλλά τα καθήκοντά του που απορρέουν από το Σύνταγμα.
Θα επανέλθουμε, όμως, στο επόμενο άρθρο με συγκεκριμένες προτάσεις για αυτά που αληθινά χρειάζεται η Παιδεία και που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να κάνει ο κ. Φίλης.