Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Οι παλαιότερες μορφές της ελληνικής παράδοσης στηρίζονταν στην αυστηρή γεωγραφική και ιστορική διάστασή τους, δεδομένου ότι τα λαογραφικά φαινόμενα και οι εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού εγγράφονται πάντοτε στο χρόνο και στο χώρο. Στις μέρες μας, η αστικοποίηση του τρόπου ζωής δημιούργησε την ανάγκη της συντεταγμένης διαχείρισης της παράδοσης, με τρόπους και κανόνες αυστηρά προσδιορισμένους, ο κυριότερος από τους οποίους είναι ο φολκλορισμός. Παραλλήλως δε, δόμησε μια πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ο σύγχρονος λαϊκός πολιτισμός εν πολλοίς είναι ο πολιτισμός που οι σύλλογοι κατασκευάζουν, προβάλλουν και διαδίδουν.
Ορισμένες παρατηρήσεις στη διαδικασία αυτή, με βάση συγκεκριμένα παραδείγματα, θα διατυπώσουμε στη συνέχεια. Κάθε Δεκαπενταύγουστο, το «Κέντρο Εκκλησιαστικών, Ιστορικών και Πολιτισμικών Μελετών» της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας, το οποίο ο γράφων έχει την τιμή να διευθύνει, πραγματοποιεί σειρά εκδηλώσεων στα χωριά της Σάμου, στις οποίες συνδυάζονται η τέλεση της Ιεράς Παρακλήσεως από το Μητροπολίτη, μια ομιλία και εκδήλωση από το χορευτικό τμήμα του τοπικού συλλόγου. Στις εκδηλώσεις λοιπόν αυτές παρατηρήθηκε, ιδίως φέτος, η κορύφωση μια τάσης που έχει εμφανιστεί την τελευταία πενταετία, δηλαδή της κυριαρχίας ικαριακών χορών έναντι των τοπικών σαμιακών και άλλων νησιωτικών. Το ίδιο δε διαπιστώθηκε και στα καλοκαιρινά πανηγύρια της Σάμου, με τις παραδοσιακές διασκεδάσεις τους.
Σχετίζεται βεβαίως το φαινόμενο αυτό με την εκμάθηση αναλόγων χορών στα τοπικά χορευτικά συγκροτήματα των συλλόγων του νησιού. Σχετίζεται και με την ανάλογη διαφήμιση για την Ικαρία ως νησιού των παραδοσιακών πανηγυριών, ένα στερεότυπο που ολοένα και επικρατεί, χωρίς να σχετίζεται με την πραγματικότητα, δεδομένα ότι ανάλογης μορφής και σύστασης πανηγύρια υπάρχουν σε όλο τον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Η κύρια όμως ευθύνη για την αλλιώτικη αυτή μορφή διαχείρισης της παράδοσης βαραίνει τους συλλόγους και τις τοπικές ορχήστρες, που ούτως ή άλλως δίνουν τον τόνο σε κάθε διασκέδαση.
Εν προκειμένω είναι ευθύνη των χοροδιδασκάλων να αντισταθούν στον συρμό, προβάλλοντας την τοπική παράδοση και δίνοντας τον τόνο ή διαμορφώνοντας τοπικές κάθε φορά μορφές παράδοσης. Οφείλουν, στο συγκεκριμένο παράδειγμα που εξετάζουμε, να προβάλλουν τους σαμιακούς χορούς, καθώς μάλιστα ο σαμιώτικος δεν υπολείπεται σε ρυθμική αγωγή του ικαριώτικου. Και στη συνέχεια με το χορό και την παρέμβασή τους στις ορχήστρες οφείλουν να επιβάλλουν την τήρηση του τοπικού χορευτικού ρεπερτορίου κάθε τόπου. Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν θα μαθαίνουν ή δεν θα χορεύουν άλλους χορούς, σημαίνει ότι το κύριο βάρος πρέπει να δίνεται στους χορούς του τόπου.
Και δεν ισχύει βέβαια το επιχείρημα ότι πρόκειται για συμμόρφωση προς το αντίστοιχο λαϊκό γούστο, καθώς οι αισθητικές προτιμήσεις είναι κατάσταση που διαμορφώνεται και στην οποία μπορούν να γίνουν επεμβάσεις συγκεκριμένες, και αυτό είναι βέβαια εν πολλοίς το έργο των τοπικών συλλόγων. Έτσι το τοπικό χορευτικό ρεπερτόριο και τα αντίστοιχα τραγούδια, δημοτικά και νέο-δημοτικά, είναι που πρέπει κυρίως να προβάλλονται, και τα υπόλοιπα να αποτελούν συμπληρώματα της όλης διαδικασίας.
Η συνήθης ρητορική που προσδιορίζει το έργο των τοπικών συλλόγων, ιδιαίτερα δε των χορευτικών συγκροτημάτων τους, είναι ότι φροντίζουν για την παράδοση και τις «ρίζες» των μελών τους. Ενεργώντας όμως με τον τρόπο που αναφέρθηκε παραπάνω, ουσιαστικά συμβάλλουν στην ολοκλήρωση μιας πλευράς του φαινομένου της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, ακριβώς δηλαδή στην πραγμάτωση αυτού που επαγγέλλονται ότι αποτρέπουν και αποδομούν.
Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σκεφθούν σοβαρά γύρω από τους τρόπους με τους οποίους διαχειρίζονται την παράδοση του τόπου τους, δεδομένου ότι συχνά αντί να τη διαφυλάσσουν, την αλλοιώνουν και τη διαστρέφουν.