Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, ομοτίμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Σε προηγούμενο άρθρο μας μιλήσαμε για την ανάγκη να διατηρηθεί ο παραδοσιακός ελληνο-χριστιανικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων, όπως άλλωστε επιτάσσει και το Σύνταγμα στο άρ. 16 παρ. 2. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται αλλαγές στον χώρο της παιδείας. Οι αλλαγές αυτές είναι απαραίτητες και μάλιστα πρέπει να είναι βαθιές από την πρώτη μέχρι την τελευταία βαθμίδα της εκπαίδευσης και να κινούνται τόσο σε επίπεδο δομικών παρεμβάσεων, όπου αυτό είναι αναγκαίο, όσο και -θα έλεγα κυρίως- σε επίπεδο προετοιμασίας των παιδιών για την ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία, αφού πρώτα διδαχθούν σωστά τους «κανόνες του παιχνιδιού».
Η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 40 χρόνια σφυρηλατήθηκε εν πολλοίς επάνω στο «αμόνι» του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο διαμορφώσαμε μετά την πτώση της εφτάχρονης δικτατορίας του 1967. Η δίψα της ελευθερίας, που στερηθήκαμε τόσα χρόνια, μας έκανε να ανοίξουμε στο τέρμα τους «κρουνούς» της ελευθερίας, για να «πιουν» άφθονα το «νερό» της τα παιδιά μας. Με τον τρόπο όμως αυτό φτάσαμε στο άλλο άκρο: στην ανεξέλεγκτη ελευθερία, που «υπερχείλισε» σε «νερό» τα «φράγματα» της κοινωνίας και μας επανέφερε με άλλη μορφή στο καθεστώς της ανελευθερίας, από το οποίο παλεύαμε να λυτρωθούμε στα χρόνια της χούντας! Έτσι, φτιάξαμε τις δικτατορίες πολλών μικρών ομάδων, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δυναστεύουν τη ζωή των πολιτών. Ήταν τότε που ο άνεμος της Μεταπολίτευσης φυσούσε τόσο δυνατά και σε τόση μεγάλη διάρκεια, ώστε με τις «θύελλες» που δημιουργούσε σάρωνε ό,τι εύρισκε μπροστά του. Και όπως γίνεται με όλες τις θύελλες, στο πέρασμά τους παίρνουν, δυστυχώς, μαζί τους και πράγματα πολύτιμα, πράγματα που τα έχουμε ανάγκη.
Φτιάξαμε τις δικτατορίες πολλών μικρών ομάδων, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δυναστεύουν τη ζωή των πολιτών
Κάπως έτσι διαμορφώθηκαν μέσα στη δίνη και τις υπερβολές της Μεταπολίτευσης πρακτικές, όπως π.χ. το άσυλο και οι καταλήψεις, που μας αγκυλώνουν σήμερα, κυρίως όμως χάθηκαν αρχές και αξίες, με τις οποίες γαλουχήθηκε ο νεώτερος Ελληνισμός και των οποίων η απώλεια δεν είναι άσχετη με τη σημερινή μας κατάντια. Αυτήν ακριβώς την περίοδο της Μεταπολίτευσης, που αφήνει τη σκιά της και στη σημερινή εποχή, χαρακτηρίζει πολύ παραστατικά ο στοχασμός του Ισοκράτη, ο οποίος, παίρνοντας αφορμή από ανάλογα εκφυλιστικά φαινόμενα του καιρού του, παρατηρεί με πολλή περίσκεψη ότι «η δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι καταχράστηκε το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες της να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονισμό».
Πρέπει λοιπόν οι δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπου κατά βάση διαμορφώνονται οι χαρακτήρες των παιδιών, να στρατευθούν εντονότερα στη διδασκαλία μιας αλλιώτικης πολιτικής αγωγής στα σχολεία. Είναι η πολιτική αγωγή της καθημερινής πράξης, που προβάλλει πρότυπα σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς στα παιδιά σε κάθε βήμα της ζωής τους. Όλα τα μέχρι σήμερα εκπαιδευτικά μας προγράμματα αποκαλύπτουν μια μεγάλη αλήθεια: Ρίξαμε το βάρος στα γνωστικά γράμματα -και καλά κάναμε-, αφήσαμε όμως στην άκρη τα «άλλα γράμματα», που διαμορφώνουν την κοινωνική συνείδηση του πολίτη και υπαγορεύουν όχι μόνο τα δικαιώματα που έχει, αλλά και τα καθήκοντα, με τα οποία είναι επιφορτισμένος στο πλαίσιο της συμβίωσής του με τους άλλους ανθρώπους.
Στη σημερινή Ελλάδα του παραλογισμού και της αφασίας, οι νέοι μας εμφανίζουν μια παγκόσμια πρωτοτυπία: όλοι σχεδόν κυκλοφορούν με ένα σπρέι ή έναν μαρκαδόρο ή άλλο συναφές υλικό στα χέρια και ρυπαίνουν με αυτό ό,τι βρουν μπροστά τους: τοίχους, πινακίδες, αγάλματα, τραίνα κ.λπ. Εκτός εάν η συγκυρία τούς υποδείξει κάτι άλλο: Να φορέσουν την κουκούλα, να βάλουν στον ώμο το σακίδιο με τη βαριοπούλα και να κατεβούν στους δρόμους ή στις πλατείες, για να μπορέσουν έτσι εκ του ασφαλούς να μετατρέψουν δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες και εθνικά ή άλλα αγάλματα ή μνημεία σε υλικό πετροπόλεμου με τις αρχές, που έχουν καθήκον να διαφυλάξουν την τάξη. Βεβαίως, τον πρώτο ρόλο σε θέματα ήθους και κοινωνικής αγωγής των παιδιών τον έχει η οικογένεια. Δεν πρέπει ωστόσο να υποτιμάται ο σημαντικός βοηθητικός ρόλος του σχολείου. Ο χουλιγκανισμός, που παρατηρείται σήμερα σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής, καταγράφεται, πέρα από τις άλλες αιτίες που δημιουργούν το φαινόμενο, και ως έλλειμμα παιδείας και πολιτικής αγωγής του Νεοέλληνα.
Στη σημερινή Ελλάδα του παραλογισμού και της αφασίας, οι νέοι μας εμφανίζουν μια παγκόσμια πρωτοτυπία: όλοι σχεδόν κυκλοφορούν με ένα σπρέι ή έναν μαρκαδόρο ή άλλο συναφές υλικό στα χέρια και ρυπαίνουν με αυτό ό,τι βρουν μπροστά τους
Στις δύο αυτές βαθμίδες των εγκυκλίων σπουδών είναι επίσης αναγκαίο να απαγορευθεί ο συνδικαλισμός των μαθητών στα σχολεία. Η σχετική θεσμική πρόβλεψη αποτελεί μια ακόμη υπερβολή της μεταπολιτευτικής περιόδου. Βέβαια, ο σκοπός της καθιέρωσης του συνδικαλισμού στα σχολεία ήταν να γαλουχηθούν τα παιδιά στις συμμετοχικές διαδικασίες και στον σεβασμό της δημοκρατικής αρχής. Στην πράξη όμως ο σχολικός συνδικαλισμός λειτούργησε ως ένα όπλο αλαζονικής αυταρχικής εξουσίας στα χέρια ανώριμων νεανικών μυαλών, τα οποία με τις «ευλογίες» του σχετικού θεσμού βοηθήθηκαν να διολισθήσουν βαθμιαία στον χώρο της αναρχο-αυτόνομης δράσης.
Η βαθμίδα της Μέσης Εκπαίδευσης πρέπει να επιφορτισθεί επιπλέον με το χρέος να επανασυνδέσει τα Ελληνόπουλα με τις ρίζες της γλώσσας μας (δηλ. με την αρχαία ελληνική γλώσσα), από τις οποίες τα έχει αποκόψει η περίφημη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Η αγλωσσία των παιδιών μας στο ζήτημα αυτό έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να διαβάζει κάποιος απόφοιτος από τα σημερινά σχολεία ένα κείμενο της καθαρεύουσας και να χρειάζεται μετάφραση για να το καταλάβει!
Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει πρωτίστως να καταργηθεί το ακαδημαϊκό άσυλο με τη σημερινή του έννοια, αφού έχει εκφυλισθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καλύπτει κάθε είδους παρανομία που γίνεται μέσα σε ακαδημαϊκούς χώρους. Το ακαδημαϊκό άσυλο, το οποίο δημιουργήθηκε ως αντίδραση απέναντι στις καταχρήσεις και στις αυθαιρεσίες της χούντας, διασφαλίζει -και πρέπει να διασφαλίζει- μόνο την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθερία δηλ. του καθενός να λέει ό,τι θέλει μέσα στους ακαδημαϊκούς χώρους, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να συλληφθεί ή να τιμωρηθεί γι’ αυτό που είπε. Τίποτε άλλο. Αυτό που σήμερα αποκαλούν κάποιοι «άσυλο» μόνον ως ασυδοσία ή αναρχία μπορεί να εκληφθεί.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι τις προαναφερθείσες αναγκαίες τομές στον χώρο της παιδείας θα τις τολμήσει η σημερινή κυβερνώσα «αριστερά», πολλά στελέχη της οποίας βγήκαν από τα «εκκολαπτήρια» των σχολικών αιθουσών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Θα ήταν συνεπώς παράλογο να στραφούν εναντίον του μηχανισμού που τους δημιούργησε. Άλλωστε από τον μηχανισμό αυτό περιμένουν να εμπλουτίσουν την παράταξή τους με «νεοσσούς» διαδοχικών μεταγενέστερων «εκκολάψεων». Αυτή όμως η απαισιόδοξη εκτίμηση δεν αναιρεί τη χρησιμότητα των προτεινομένων λύσεων που απευθύνονται σε όσους αναζητούν οδό διαφυγής από τα αδιέξοδα, στα οποία είναι εγκλωβισμένη τις τελευταίες δεκαετίες η μαστιζόμενη από μόνιμη κρίση θεσμών και αξιών πατρίδα μας.