Του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Βελέτζα, διευθυντή προσωπικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ιεροκήρυκα της Μητροπόλεως Κερκύρας
Όταν οι ειδικοί περιγράφουν μια εικόνα, μας μιλάνε για τους τόνους των χρωμάτων, τις κινήσεις των σωμάτων, για λεπτομέρειες διάφορες, τις οποίες μόνο αυτοί και λίγοι άλλοι καταλαβαίνουν. Για τους περισσότερους όμως αυτά δεν έχουν τόση σημασία όσο έχουν η κατάνυξη και όλα τα ευλαβικά συναισθήματα που βιώνουμε κάθε φορά που βλέπουμε και προσκυνούμε τις Άγιες Εικόνες. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας τόνισαν από τους πρώτους κιόλας αιώνες της χριστιανοσύνης τη χρησιμότητα και αναγκαιότητα των εικόνων ως διδακτικού μέσου για την κατανόηση των μυστηρίων του Θεού, ως του αμεσότερου παράγοντα διδασκαλίας για όσους δεν μπορούν να κατανοήσουν εύκολα τα κείμενα της θείας λατρείας (Ιερό Ευαγγέλιο, ύμνοι, τροπάρια κ.λπ.). Αυτό το πνευματικό νόημα θα προσπαθήσουμε με συντομία να ανασύρουμε μέσα από την πάνσεπτο εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού.
Για να γίνει φανερός ο στενότατος σύνδεσμος της εικόνας με τη λατρεία και παράλληλα η χρησιμότητά της, αρκεί να θυμηθούμε το γνωστότατο Κάθισμα, τροπάριο της εορτής: «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός• ακολουθήσωμεν, λοιπόν, ένθα οδεύει ο αστήρ, μετά των Μάγων, Ανατολής των Βασιλέων. Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί• ποιμένες αγραυλούσιν ωδήν επάξιον• Δόξα εν υψίστοις, λέγοντες, τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι εκ της Παρθένου και Θεοτόκου εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας». Είναι δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν η εικόνα ιστορεί* όσα διηγείται ο υμνογράφος ή το τροπάριο περιγράφει την εικόνα. Άλλωστε, και τα δύο προέκυψαν μέσα από το βίωμα και την παράδοση αυτών που ανά τους αιώνες έζησαν την κατά Χριστόν ζωή. Είναι φανερό όμως ότι και τα δύο μάς μεταδίδουν τα ίδια υψηλά νοήματα, με διαφορετικό όμως εκφραστικό μέσο.
Έτσι λοιπόν το πρώτο σημείο στο οποίο επικεντρώνεται η προσοχή μας όταν κοιτάμε μια εικόνα είναι το Σπήλαιο στο κέντρο και μέσα σ’ αυτό τον νεογέννητο Χριστό, σπαργανωμένο στη φάτνη. Δίπλα Του η Πάναγνος Μητέρα Του σε στάση που δηλώνει το μέγεθος του μυστηρίου της θείας σαρκώσεως. Ο άσαρκος Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και σάρκα με τρόπο βέβαια όχι σύμφωνο με τους φσικούς” νόμους. Ο «αχώρητος παντί … εχωρήθη εν γαστρί» και επειδή συνελήφθη χωρίς ηδονή, γι’ αυτό και γεννάται άνευ οδύνης! Εδώ έχουμε το μυστήριο της Αει-Παρθενίας της Παναγίας μας, που συμβολίζεται σε όλες τις εικόνες Της με τα τρία αστέρια, ζωγραφισμένα επάνω στο μέτωπο και τους ώμους της. Προσέξτε και κάτι άλλο: η φάτνη μοιάζει με μνήμα! Με τον τρόπο αυτόν, ο αγιογράφος μάς υπενθυμίζει τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, τη δική μας δηλαδή σωτηρία. Καταδέχθηκε, Θεός ων, και εκένωσε εαυτόν, δηλαδή αυτοταπεινώθηκε και καταδέχθηκε να γίνει άνθρωπος, για να μας προσφέρει με τον δικό Του θάνατο την προοπτική της ζωής που είχαμε απολέσει. Από ψηλά, μια ακτίνα κατεβαίνει στη Γη. Στο μέσον της διακρίνουμε τον θεόσταλτο Αστέρα, που δείχνει στους πιστούς όλων των εποχών τον Ουράνιο Βασιλέα.
Επάνω αριστερά μια ομάδα αγγέλων ψάλλει το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ…» και πιο κάτω διακρίνουμε τους Μάγους πάνω στα άλογά τους να κοιτούν το άστρο και να συζητούν μεταξύ τους. Έχουν κάνει πολύ δρόμο για να προσκυνήσουν το Θείον Βρέφος και φέρνουν μαζί τους τα δώρα: χρυσό, που συμβολίζει ότι είναι ο Βασιλεύς του παντός, λιβάνι, που συμβολίζει τη θεϊκή Του φύση, και σμύρνα, που προεικονίζουν το Πάθος, τα μύρα του ενταφιασμού και τη ζωηφόρο Ανάστασή Του. Δεξιά του σπηλαίου οι βοσκοί μαθαίνουν από τον άγγελο το Μεγάλο Γεγονός. Είναι οι μόνοι, μαζί με τους Μάγους, που θα προσκυνήσουν τον Μεσσία, γιατί έχουν καρδιές αγνές και ταπεινές, έτοιμες να υποδεχθούν τον Λυτρωτή. Όλοι οι άλλοι, οι άρχοντες του λαού, οι γραμματείς και οι νομοδιδάσκαλοι, δεν αναγνωρίζουν στο πρόσωπό Του αυτόν που με τόση προσδοκία ανέμεναν. Δίπλα Του βρίσκονται τα άλογα ζώα, υποδηλώνοντας τη ρήση του προφήτη Ησαΐα: «έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν» (Ησ. α’, 3).
Μπροστά και κάτω από το σπήλαιο υπάρχουν δύο απεικονίσεις που δεν τις συναντάμε σε όλες τις εικόνες. Η μία δείχνει τον Ιωσήφ σκεφτικό μπροστά σε έναν γέρο καμπούρη, που κρατά μια στραβή ράβδο: συμβολίζει τους λογισμούς του μνήστορα όταν έμαθε ότι η Παναγία ήταν έγκυος. Η θέση επίσης που βρίσκεται ο Ιωσήφ σε σχέση με τον Χριστό και τη Θεοτόκο δείχνει ότι δεν έχει άμεση σχέση με την ενανθρώπηση του Σωτήρα, ότι δεν είναι ο φυσικός Του πατέρας. Η δεύτερη παράσταση είναι το λουτρό του Βρέφους από τις μαίες. Το λουτρό ελάμβανε χώρα αμέσως μετά τη γέννηση των παιδιών και η απεικόνισή του εδώ μας λέει πως ο Κύριος όχι μόνο ταπεινώθηκε γενόμενος άνθρωπος, αλλά και ότι ο Νομοθέτης του Σύμπαντος υπέκυψε για χάρη μας στους ανθρώπινους νόμους για να μας ελκύσει κοντά Του.
Συγκρίνοντας μια εικόνα της Γεννήσεως με μια αντίστοιχη ζωγραφιά της Δύσης, παρατηρούμε ότι οι Δυτικοί καλλιτέχνες ρίχνουν όλο το βάρος στην αρτιότητα της τέχνης, στην όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη απόδοση μίας μόνο στιγμής, σαν να βρισκόταν εκεί π.χ. ένας φωτογράφος. Έτσι, τονίζουν τα βράχια, τα πρόβατα, τους Μάγους, τους βοσκούς, τους αγγέλους, τη φάτνη, τα ζώα, τα φυτά, τη νύχτα, με αποτέλεσμα μέσα σε αυτήν την πολυκοσμία και φασαρία να χάνεται το μικρό βρέφος και ταυτόχρονα όλο το πνευματικό νόημα. Ο Βυζαντινός καλλιτέχνης όμως δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους κανόνες του ρεαλισμού. Προκειμένου να τονίσει και να προβάλλει την πνευματική διάσταση των γεγονότων, δεν διστάζει να βάλει χρυσό στον ουρανό, να ρίξει άπλετο φως σε όλη τη σύνθεση, να παραστήσει άλλες μορφές μεγαλύτερες και άλλες μικρότερες, να τοποθετήσει ετεροχρονισμένα γεγονότα στο ίδιο ζωγραφικό πλαίσιο, να απλοποιήσει το σχέδιο και τις αποχρώσεις. Έτσι λοιπόν δικαιολογούνται και τα αισθήματα δέους, κατανύξεως και πνευματικής ανατάσεως στη θέα της εικόνας, που μας ωθούν προς τα άνω και μας κάνουν να κατανοούμε όσα η Πίστη μάς διδάσκει …
*ιστορώ: εξιστορώ, διηγούμαι. Και στην αγιογραφία: λέω κάτι με εικόνα, ζωγραφίζω. Πηγή: «Απλά και Ορθόδοξα», http://xerouveim.blogspot.gr/2009/12/blog-post_23.html