Του Χρήστου Γ. Κτενά
Σε μια εποχή αναζήτησης ταυτότητας, σε μια εποχή που κορυφαίοι κοινωνιολόγοι την περιγράφουν ως χώρο ατομικής συγκρότησης μέσα από ένα σύνολο «ταυτοτήτων» (πολιτική, αισθητική, κοινωνική, όπως και δεκάδων άλλων που μας οριοθετούν σε έναν πολυσύνθετο κόσμο), η θέση της θρησκείας στην εθνική μας ταυτότητα μάλλον κλονίζεται. Κι όμως, στην εποχή αυτή η Ελλάδα συνεχίζει να διαφέρει, να αντιστέκεται (όπως θα πουν πολλοί), να συντηρεί μια δική της ιστορική θεώρηση σύνθεσης Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας, που της δίνει και μια ξεχωριστή θέση σε παγκόσμιο επίπεδο! Έτσι τουλάχιστον διαπιστώνεται σε μια έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου ερευνών Pew, η οποία κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες και όχι μόνο καταγράφει μια ελληνική πρωτιά, αλλά παραθέτει και μια εκτεταμένη εικόνα για το πώς βιώνουμε τη σχέση χριστιανισμού και εθνικότητας στη χώρα μας, ανάλογα με την ηλικία και την πολιτική μας τοποθέτηση.
Η μελέτη βέβαια δεν επικεντρώνεται στην Ελλάδα, αλλά έγινε σε 14 χώρες σε όλο τον κόσμο (όλες ανεπτυγμένες της Δύσης). Εκεί δηλαδή όπου ο σύγχρονος άνθρωπος αναστοχάζεται διαρκώς για τη σχέση του με τη θρησκεία, η οποία αντιμετωπίζει έντονο συναγωνισμό από τις πολλές «ιδιότητες» και ταυτότητες που αποδίδουμε στον εαυτό μας. Και καλείται να «αντιπαρατεθεί» με αρκετές από αυτές, που εμφανίζονται ευμετάβλητες, παροδικές, αλλά και έντονα συγκρουσιακές, με αποτέλεσμα αρκετές φορές μια αυτοϋπονομευόμενη και ρευστή προσωπικότητα, η οποία αγωνιά να ενταχθεί σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Ακόμη, αυτός ο κόσμος των πολλών «ταυτοτήτων» και η αντίστοιχη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί ζητούν να είμαστε διαρκώς «ανοιχτοί» σε νέες ιδέες και προκλήσεις. Μια μετανεωτερική αντίληψη δηλαδή, που όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με τις πιο παραδοσιακές αξίες και ταυτότητες, όπως με την εθνική και βέβαια τη θρησκευτική.
Ποια στοιχεία λοιπόν είναι σημαντικά για την εθνική ταυτότητα; Αυτό αναζήτησε το ινστιτούτο Pew, διαπιστώνοντας αρκετές διακυμάνσεις στο τι δήλωναν οι πολίτες διαφόρων χωρών. Φθάνοντας στην ειδική ερώτηση για τη θρησκεία, η Ελλάδα κάνει την έκπληξη και έρχεται με ένα εντυπωσιακό ποσοστό (54%) πρώτη, με πάνω από τους μισούς να δηλώνουν πως θεωρούν πολύ σημαντική τη θρησκεία στην ολοκλήρωση της εθνικής τους αντίληψης.
Η ελληνική πρωτιά είναι εντυπωσιακή, καθώς η δεύτερη χώρα στην ίδια κατάταξη, η Πολωνία, είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες κάτω, ενώ ο μέσος όρος είναι στο 15%! Είναι ακόμη ενδιαφέρον πως μεγάλες χώρες με ισχυρό καθολικό στοιχείο, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, αλλά και χώρες-κέντρα του προτεσταντισμού, όπως η Γερμανία και η Σουηδία, έχουν οριακά διψήφιο ποσοστό στην ίδια συσχέτιση (πίνακας 1). Εμφανίζεται δηλαδή μια σημαντική διάσταση μεταξύ θρησκευτικής πίστης και εθνικής ιδέας, όπου μπορεί να είναι και τα δύο ισχυρά ως αντιλήψεις, αλλά στον αυτοκαθορισμό των πολιτών να μη θεωρούνται ως απαραίτητο στοιχείο το ένα του άλλου.
Αν κοιτάξουμε και χώρες που έχουν συγκροτηθεί πρόσφατα και κυρίως από μετανάστες, όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, και εδώ υπάρχουν διαφορές. Στην Αυστραλία, μόνο το 13% θεωρεί τον χριστιανισμό βασικό στοιχείο της εθνικής ιδέας. Αντίθετα, αυτό το ποσοστό ανεβαίνει στο 32% στις ΗΠΑ, φέρνοντάς τη στην τρίτη θέση. Κάτι που μπορεί να εξηγηθεί από το έντονα θρησκευόμενο μεταναστευτικό ρεύμα των Ευρωπαίων, κυρίως προτεσταντών, που έφθασαν στη χώρα από τον 17ο αιώνα και μετά (πολλές φορές διωκόμενοι στην Ευρώπη για τα πιστεύω τους). Ένα κύμα που συγκρότησε ιδιαίτερα «συμπαγείς» κοινότητες, με έντονο το συναίσθημα της αλληλεγγύης, και τις βοήθησε να επιβιώσουν στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες.
Η συνολική αίσθηση όμως είναι (εφόσον κοιτάξουμε τον χαμηλό μέσο όρο) πως στη Δύση η σχέση θρησκείας-εθνικής ταυτότητας είναι πλέον άτονη και συνεχώς χειροτερεύει, ειδικά αν δούμε και την ακόμη πιο χαλαρή σχετική αντίληψη της νέας γενιάς.
Το χάσμα των γενεών
Η κρισιμότητα της θρησκείας στην εθνική αντίληψη διαπιστώνεται πως δεν είναι σταθερή όταν αναλυθεί ανά ηλικιακή ομάδα. Και μάλλον δεν ξαφνιάζει η διαπίστωση πως οι μεγαλύτερες ηλικίες (από 50 ετών και άνω) είναι αυτές που νιώθουν πιο κρίσιμη τη συσχέτιση θρησκείας-εθνικής ταυτότητας, ενώ οι νέοι από 18 έως 34 ετών εμφανίζουν την πιο χαλαρή αντίστοιχη θέση. Και εδώ βέβαια (πίνακας 2) η Ελλάδα είναι πρώτη σε όλα τα ηλικιακά γκρουπ, αλλά και με τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ νέων και ώριμων, στις 26 ποσοστιαίες μονάδες, με τους πιο ηλικιωμένους να θεωρούν σε ποσοστό 65% πολύ σημαντική τη σχέση θρησκείας-εθνικής ταυτότητας.
Στον ίδιο πίνακα εμφανίζονται και άλλες ιδιαιτερότητες. Αρχικά, οι νέοι της Γερμανίας είναι στο «0», δηλαδή δεν θεωρούν πως υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ θρησκείας και εθνικής ιδέας. Σχεδόν μηδενικό ποσοστό έχει και η Σουηδία, πάντα στους νέους, ενώ η Γαλλία ξεχωρίζει, καθώς τα ποσοστά ανά ηλικίες δεν είναι πολύ διαφορετικά. Κάτι που ίσως έχει να κάνει και με τον έντονα κοσμικό χαρακτήρα του γαλλικού κράτους, την απουσία διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία και την εστίαση στην εθνική ταυτότητα ως κυρίως πολιτισμική συνέχεια.
Ακόμη, διαφορές εμφανίζονται και ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση των ερωτηθέντων. Η γενική παρατήρηση είναι πως όσοι βρίσκονται στα δεξιά του κλασικού ιδεολογικού φάσματος είναι και πιο πιθανό να θεωρούν σημαντική τη θρησκεία στην εθνική τους ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει και εδώ την πρωτιά, καθώς καταγράφει σημαντικό μερίδιο -στο 40%- σε όσους δηλώνουν αριστεροί και νιώθουν πως ο Χριστιανισμός είναι πολύ σημαντικό στο να είσαι Έλληνας. Το ίδιο απαντούν και το 26% των Ούγγρων, το 24% των Ιταλών και το 21% των Πολωνών, πάντα από τα αριστερά.
Γλώσσα, η κυρίαρχη απόδειξη του έθνους
Αν, όπως είδαμε, η σχέση θρησκείας και εθνικής ταυτότητας βρίσκεται σε ύφεση σε όλο τον κόσμο, με την Ελλάδα να αποτελεί μια έντονη εξαίρεση, το κύριο συμπέρασμα της έρευνας του Pew είναι πως ο βασικός πυλώνας της εθνικής ιδέας είναι η κοινή γλώσσα (Πίνακας 3). Εδώ είναι έντονα υπερθετικά τα νούμερα, καθώς σε όλες τις χώρες η γλώσσα θεωρείται από τουλάχιστον το 60% των ερωτηθέντων ως το πιο σημαντικό στοιχείο εθνικού προσδιορισμού, με την Ελλάδα να καταγράφει ποσοστό 76% και να βρίσκεται στην 6η θέση (από τις 14 χώρες που μετρήθηκαν). Στην ίδια ερώτηση είναι μάλιστα ελάχιστα και τα ποσοστά όσων δηλώνουν πως «δεν είναι η γλώσσα ιδιαίτερα ή καθόλου σημαντική», τα οποία κυμαίνονται κάτω του 10%. Και στη γλώσσα βέβαια καταγράφεται μια ακόμη μεγαλύτερη συναίνεση στους πολίτες που είναι μεγαλύτερης ηλικίας και βρίσκονται προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος.
Επίσης ισχυρή είναι και η θέση της κουλτούρας στην εθνική ταυτότητα, όπου οι πολίτες των περισσότερων χωρών την αναγνωρίζουν ως κρίσιμη. Σε πολύ υψηλή θέση βρίσκεται στη μέτρηση αυτή η Ελλάδα, καθώς έρχεται 2η με 66% (η Ουγγαρία είναι πρώτη με 68%). Κάτι που για την Ελλάδα μπορεί να ερμηνευθεί και πάλι με βάση τη θρησκεία, καθώς πληθώρα εθίμων και παραδόσεών μας έχουν χριστιανικό περιεχόμενο και αφετηρία.
Tέλος, σχετικά χαμηλότερα είναι και η καταγωγή από τον κοινό τόπο ως κρίσιμο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Μόλις δύο χώρες ξεπερνούν το 50% και αυτές είναι η Ουγγαρία (56%) και η Ελλάδα με 50%. Ειδικά για τη χώρα μας, πέρα από το 50% που δηλώνει την καταγωγή ως «πολύ σημαντική», το 27% τη θεωρεί «σημαντική», το 17% «όχι πολύ σημαντική» και το υπόλοιπο 6% «ασήμαντη».