Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Ομότ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
Όπως είναι γνωστό, ο προσηλυτισμός αποδοκιμάζεται από τις προηγμένες κοινωνίες και απαγορεύεται από τις σημερινές νομοθεσίες (συνταγματικές και μη), γιατί θεωρείται κάτι το μη θεμιτό, κάτι το οποίο αντιβαίνει στα δικαιώματα του ανθρώπου και το οποίο μάλιστα περιορίζει την ελευθερία της συνειδήσεως του ατόμου και αντίκειται στη θρησκευτική και τη γενικότερη ελευθερία του προσώπου.
Εξ αρχής πρέπει να αναφέρουμε ότι πολύ χαρακτηριστικοί και διαφωτιστικοί επί του προκειμένου είναι και οι εξής λόγοι του Ιησού Χριστού: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι περιάγετε την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον, και όταν γένηται, ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών» (Ματθ. 23,15). Από τους λόγους αυτούς φαίνεται ότι και ο Κύριος αποδοκιμάζει και καταδικάζει τον προσηλυτισμό. Όμως ο ίδιος ο Κύριος είναι εκείνος που παραγγέλλει στους Αποστόλους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Δηλαδή υποδεικνύει το χριστιανικό κήρυγμα και μαρτυρία, την ιεραποστολή.
Κατόπιν τούτων, θα διερωτάτο κάποιος: Ποια, λοιπόν, είναι εκείνη η διαχωριστική γραμμή η οποία διακρίνει και διαφοροποιεί την ιεραποστολή, την Ορθόδοξη κατήχηση από τον προσηλυτισμό; Πώς θα αντιδιαστείλουμε τις δύο αυτές όμοιες ενέργειες; Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, χαράσσοντας κατά το δυνατόν μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών, βασιζόμενοι και σε ορισμένες αρχές η κανόνες του δικαίου.
Αρχίζουμε να σύρουμε, λοιπόν, αυτή τη γραμμή, λέγοντας: Για να αποδοκιμάζεται από τον Κύριο ή να απαγορεύεται από τους νόμους ο προσηλυτισμός, σημαίνει ότι είναι κάτι κακό, κάτι το άδικο, σημαίνει ότι είναι άδικη πράξη. Για να είναι και να χαρακτηρίζεται όμως μια πράξη προσηλυτιστική και να είναι πράξη άδικη και για να διαφοροποιείται από μια ανάλογη ή και όμοια άλλη πράξη η οποία χαρακτηρίζεται χριστιανική μαρτυρία και δεν θεωρείται άδικη, πρέπει να καταφύγουμε μάλλον στην εσωτερική διάθεση του πράττοντος, στον σκοπό του, στα υποκειμενικά του κίνητρα. Πρέπει να ερευνήσουμε και να διαπιστώσουμε, όπως λέμε στο Δίκαιο, τα υποκειμενικά στοιχεία του άδικου.
Όπως είναι γνωστό, δύο κυρίως είναι τα υποκειμενικά στοιχεία του άδικου: Ο δόλος και η αμέλεια, και μάλιστα η βαρεία αμέλεια. Και επειδή εδώ πρόκειται περί δράσεως και ενεργείας και όχι περί παραλείψεως ή αδρανείας, πρέπει να εξετάσουμε τα πράγματα, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, βάσει του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου.
Για τον χαρακτηρισμό, λοιπόν, μιας κατηχητικής πράξεως ως άδικης, ως προσηλυτιστικής, πρέπει να υπάρχει ο δόλος, οι δόλιες διαθέσεις, ο δόλιος σκοπός. Στην εξεταζόμενη περίπτωση ο δόλιος σκοπός εκτός των διαφόρων μεθόδων και μέσων επικεντρώνεται συνήθως στον ιδιοτελή σκοπό: Στο σκοπό να ιδιοποιηθούμε τον προσηλυτιζόμενο, να τον κάνουμε «δικό μας», να τον κάνουμε οπαδό μας για δικό μας όφελος, για τη δική μας προβολή και δόξα, για τη δική μας υλική ενίσχυση, για τη δική μας κοσμική ισχυροποίηση και επικράτηση.
Και αυτή ίσως είναι η απλούστερη μορφή του δόλου η το ελαφρότερο περιεχόμενο του δόλου. Γιατί μπορεί να υπάρχει και η συνθετότερη η βαρύτερη μορφή. Και αυτή είναι η περίπτωση που μας αποκαλύπτεται από τους λόγους του Κυρίου, όταν κατηγορεί τους Φαρισαίους λέγοντάς τους, ότι, όταν κάνετε ένα προσήλυτο εν συνεχεία «ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών» (Ματθ. 23,15). Τον κάνετε «υιόν γεέννης», τον φανατίζετε και τον ποτίζετε με τέτοιες ιδέες, ώστε κατορθώνετε να «τον κάνετε παιδί της γεέννης (= της κολάσεως) δυό φορές χειρότερον από σας» (Π. Τρεμπέλα και Ιω. Κολιτσάρα, «Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης»).
Η περίπτωση αυτή είναι εκείνη η μορφή του προσηλυτισμού που δεν έχει σκοπό μόνο την οπαδοποίηση η ομαδοποίηση του άλλου, αλλά τη διάπλαση και τη διαμόρφωση του άλλου ατόμου σύμφωνα με το πρόσωπό μας, σύμφωνα με τον εαυτό μας. Και μάλιστα η διαμόρφωση αυτή δεν είναι απλή, αλλά διπλή, δύο φορές ισχυρότερη και χειρότερη, ούτως ώστε να οδηγείται ο άλλος στην πλήρη παραμόρφωση και καταδίκη του. Δεν έρχεται απλώς στη δική μας θέση, δεν έχει την ίδια τύχη με μας, αλλά έχει με βεβαιότητα αθλιότερη κατάληξη.
Σημειώνουμε ότι οι σχετικές αυτές ενέργειες και συνέπειες υποδηλώνουν μια υφέρπουσα ή ενυπάρχουσα βαρυτάτη μορφή δόλου, γιατί αυτά μας θυμίζουν λίγο πολύ και το έργο του διαβόλου. Φθάνουμε να γράφουμε αυτά, γιατί και ο διάβολος, όταν διέβαλε τους λόγους του Θεού στον παράδεισο, είχε σκοπό να παρασύρει, να προσηλυτίσει τον άνθρωπο, επειδή, όπως φαίνεται, τον ήθελε μαζί του, «παρέα», στην αιώνια καταδίκη και απώλεια («στη γέεννα του πυρός»).
Εάν είναι, λοιπόν, αυτός ο σκοπός της διδασκαλίας μας και όχι η διαφώτιση του πλησίον μας, όχι η διάθεσή μας να τον βοηθήσουμε, να τον ενισχύσουμε, να τον κάνουμε να ορθοποδήσει και να απελευθερωθεί, να γίνει μια ελεύθερη προσωπικότητα, τότε κάνουμε προσηλυτισμό. Αν, αντιθέτως, έχουμε ως σκοπό την πρόοδό του και τον ευαγγελισμό του, τότε ασκούμε ιερή αποστολή. Ιεραποστολική, δηλαδή, είναι η πράξη, όταν δεν έχει κέντρο και σκοπό το «εγώ» μας, το ίδιον όφελος, αλλά το όφελος του άλλου. Αλλιώς, όταν η «ιεραποστολική» μας δραστηριότητα έχει ως κέντρο και σκοπό το «εγώ» μας, το ευρύτερο ή το στενότερο, τότε είναι προσηλυτισμός.
Αυτά, νομίζουμε, τα αποτυπώνει πολύ ωραία η ελληνική λέξη προσήλυτος-προσηλυτισμός, η οποία προέρχεται από τον αόριστο η παρακείμενο του ρήματος προσέρχομαι (προσέρχεται – προσήλθε – προσελήλυθε). Έρχεται, δηλαδή, κάποιος προς εμένα. Κάνω να έλθει κάποιος προς εμένα. Στον προσηλυτισμό εγώ θέλω να αποτελώ το κέντρο και το σκοπό αυτού προς τον οποίο απευθύνομαι.
Αντιθέτως, στη χριστιανική, και μάλιστα στην Ορθόδοξη κατήχηση, το κέντρο και ο προορισμός είναι ο Χριστός και τελικός σκοπός είναι ο Θεός-Πατήρ και Δημιουργός. Σχετικά με αυτά έχουμε τις εξής διαβεβαιώσεις:
α) Του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που είπε: «Ον γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα (λόγους) του Θεού λαλεί» (Ιω. 3,34).
β) Του ιδίου του Ι. Χριστού, ο οποίος λέει: «Η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με» (Ιω. 7,16). Και διευκρινίζει χαρακτηριστικώς και σχετικώς προς το θέμα μας: «Ο αφ’ εαυτού λαλών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής εστι, και αδικία εν αυτώ ουκ έστιν» (Ιω. 7,18). Καθοριστικοί λόγοι για το πότε μια διδαχή είναι αληθής και δίκαιη και πότε προσηλυτιστική και άδικη, όπως προελέχθη.
Έτσι, μια διδασκαλία και μία κίνηση είναι ιεραποστολική και δεν είναι προσηλυτιστική, όταν δεν είναι εγωκεντρική. Τούτο, προκειμένου περί της Ορθοδόξου κατηχήσεως, επιτυγχάνεται και πραγματοποιείται, όταν ακολουθεί και τηρεί και υπακούει στα κελεύσματα, στις εντολές Εκείνου στον Οποίο ανήκει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε, αυτός τον οποίο κατηχούμε. Είναι γνήσια ιεραποστολή, όταν διδάσκουμε τον κατηχούμενο να τηρεί και αυτός τις εντολές εκείνου, προς τον Οποίον θέλουμε να τον οδηγήσουμε και όχι τις δικές μας.
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ουαί δε μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α Κορ. 9,16). Δεν λέει εάν δεν διδάσκω γενικώς τις διάφορες θρησκείες, τις διάφορες ιδεολογίες η κοσμοθεωρίες, αλλά λέει «αλλοίμονό μου, εάν δεν κηρύττω το Ευαγγέλιον του Χριστού». Και αλλού πάλι ο Απόστολος Παύλος αυστηρότερα γράφει: «Και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο (κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι) ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. 1,8).
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις τέθηκαν με τους -και φαίνεται τούτο καθαρά- και από τους λόγους του Κυρίου προς τους Αποστόλους: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη… διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Και η σπουδαιότητα αυτών των προϋποθέσεων φαίνεται και από το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνουμε τον άνθρωπο. Ο αληθινός, ο γνήσιος λόγος, η αλήθεια του Κυρίου τον ελευθερώνει. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός διαβεβαιώνει: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8,31-32). Και είπαμε προηγουμένως, όταν μια διδακτική ενέργεια αποβλέπει στο όφελος του άλλου και όχι του εαυτού μας, είναι ιεραποστολική, επιθυμητή και δίκαιη και όχι προσηλυτιστική και άδικη.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο νόμος του Θεού ελευθερώνει τον άνθρωπο και δεν τον υποδουλώνει σε ανθρώπινες διακηρύξεις, σε ανθρώπινα εντάλματα, σε ανθρώπινες νομοθεσίες και θελήσεις. «Μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Α Κορ. 7,23), συμβουλεύει η Αγία Γραφή. Επομένως, ο κατά Χριστόν ευαγγελισμός έχει σχέση με την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως ή αλλιώς με τη θρησκευτική ελευθερία και γενικότερα με την ελευθερία του ανθρώπου.
Για όλους αυτούς τους λόγους κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει την Ορθόδοξη χριστιανική κατήχηση, όπως και την ιεραποστολή, ότι ασκεί προσηλυτισμό, γιατί έχει όλα τα ανωτέρω θετικά γνωρίσματα χωρίς δόλο. Και αντιθέτως: Αν ασκεί προσηλυτισμό, τότε δεν είναι ούτε Ορθόδοξη, ούτε εκκλησιαστική, ούτε γνήσια χριστιανική.
Προτού κλείσουμε το παρόν άρθρο, κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις:
α) Μας διαβεβαιώνει ο Ιησούς Χριστός ότι από τον Θεό Πατέρα «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. 28,18). Και αυτήν την εξουσία την έδωσε στους μαθητές και Αποστόλους Του και τους είπε: «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,19). Πρέπει να προσέξουμε εδώ το εξής: Λέει «πάντα τα Έθνη». Δεν έκανε διάκριση και τους απαγόρευσε να πάνε σε ορισμένα έθνη, τα οποία τυχόν θα είχαν η θα έχουν διάφορες άλλες θρησκείες. Τους είπε να πάνε σε όλα γενικώς τα Έθνη της Γης, σε όλους τους λαούς της Γης, να πάνε, όπου και να βρίσκονται. Άλλωστε του Κυρίου είναι «η Γη και το πλήρωμα αυτής» (Α Κορ. 10,26). Του Κυρίου είναι η Γη και όλοι οι κάτοικοι αυτής, ασχέτως ότι πολλοί την εποφθαλμιούν και μερικοί θέλουν να τη σφετερισθούν και συγχρόνως να κατακυριεύσουν τους κατοικούντες επάνω σ’ αυτήν.
β) Στο σημείο αυτό ίσως πρέπει να κάνουμε σχόλιο και για άλλο ένα πιθανό φαινόμενο. Είναι δηλ. ενδεχόμενο κάποιος που διδάσκει «θρησκευτικά» να είναι άθεος η εκπρόσωπος άλλης θρησκείας, όχι της Ορθοδόξου Χριστιανικής. Οπότε μπαίνει στη διαδικασία να κάνει αυτός προσηλυτισμό προς τις ιδέες του ή, έστω, προς τις απόψεις μιας κρατικής υπηρεσίας, της οποίας είναι εντεταλμένος. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, κινδυνεύει να κάνει προσηλυτισμό, όταν ο μαθητής και οι γονείς του είναι ανύποπτοι, γι’ αυτό, αφού αυτός θα φέρει το ένδυμα του επίσημου δασκάλου και δεν θα έχει δηλώσει τη θρησκευτική του ιδιότητα και ταυτότητα. Και αν το «μάθημά» του το παραδίδει εν γνώσει όλων των ανωτέρω, μήπως ασκεί κατάφωρο ή και αυτόφωρο προσηλυτισμό σε αθώους Χριστιανούς; Και μήπως, από την άλλη μεριά, από τη μεριά των αρμοδίων, έχουμε ασύγγνωστη αμέλεια, όταν δεν παρακολουθούν και, έτσι, επιτρέπουν αυτές τις καταστάσεις και εξελίξεις;
Κλείνοντας το άρθρο, τίθεται εν τέλει το ερώτημα: Ήταν και είναι Θεός ο Χριστός, ο οποίος πανσόφως προνόησε, έθεσε και έδωσε εγκαίρως αυτές τις θεμελιώδεις αρχές και προδιαγραφές για τον χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως προσηλυτιστικής και άδικης ή μη, ή δεν ήταν και δεν είναι Θεός;