Του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Βελέτζα, διευθυντή Προσωπικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας
Παρόλο που πολλοί από εμάς -σαν καλοί Χριστιανοί- είμαστε τυπικοί στα καθήκοντά μας, τηρούμε τις εντολές του Θεού, τηρούμε τις διατεταγμένες νηστείες, εκκλησιαζόμαστε, δεν βλάπτουμε τους άλλους ανθρώπους κ.λπ., μας παρασέρνει συχνά το πνεύμα του κόσμου και ταυτιζόμαστε με αυτό, νομίζοντας μάλιστα ότι πολλές από τις ιδέες ή τις πρακτικές που έχουμε υιοθετήσει είναι σωστές και χριστιανικές. Άλλο, όμως, το κοινωνικά αποδεκτό ως σωστό και άλλο το χριστιανικό: Σωστό, π.χ., είναι να δώσεις τον κλέφτη στις Αρχές, χριστιανικό να κρύψεις από τις Αρχές τον φονιά του αδερφού σου. Αφορμή για τα παραπάνω (και για τα επόμενα) μου έδωσε μια κυρία-παιδί της Κατοχής. Όπως είπε, καθώς μοίραζα το αντίδωρο: «Πάτερ, τους 300 που μου κόψανε τη σύνταξη πρέπει να τους αγαπώ;». Όταν της εξήγησα πως ο Χριστός παραγγέλλει να αγαπάμε και να ευεργετούμε τους εχθρούς μας*, απόρησε και πρόβαλλε αντιρρήσεις. Απόρησα κι εγώ με την απορία της. Ίσως είναι κοινωνικά αποδεκτό να καλλιεργούμε εχθρότητα απέναντι σε όσους επιβουλεύονται τα συμφέροντά μας. Ίσως έτσι να πράττει ολόκληρη η κοινωνία, και καλά κάνει. Εμείς, όμως, που θέλουμε να λεγόμαστε παιδιά του Θεού, γιατί ταυτίζουμε τη σκέψη μας με τον κόσμο και όχι με τον Χριστό; Δεν μας είπε ότι δεν ανήκουμε στον κόσμο**; Και όταν μιλά για κόσμο εννοεί βεβαίως το κοσμικό φρόνημα. «Υμείς εστε το άλας της γης• εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;» (Ματθ. 5,13).
Οι Χριστιανοί είμαστε όπως το αλάτι: λίγοι ίσως, ικανοί ωστόσο να νοστιμέψει ο κόσμος. Όταν οι Χριστιανοί ήταν λίγοι αριθμητικά, μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό, ακόμα και για τη σωματική τους ακεραιότητα, έφταναν οι λίγοι για να προσελκύσουν με το παράδειγμα της ζωής τους και τους πολλούς. Σαν γίναμε πολλοί όμως, επαναπαυτήκαμε φαίνεται και αφήσαμε την άνεση και το κοσμικό φρόνημα να αλλοιώσει τη ζωή μας. Το άλας εμωράνθη και άμα δεν δίνει νοστιμιά στον κόσμο, φυσικό είναι ο κόσμος να ψάξει αλλού για να βρει το νόημα της ζωής.
Η αρρώστια αυτή (η εκκοσμίκευση) δεν είναι κάτι το καινούργιο στη ζωή της Εκκλησίας. Η ανάγκη και η αγωνία για αντίσταση σε αυτή γέννησε τον μοναχισμό, την αναζήτηση της ησυχίας, την αναζήτηση της αγάπης του Θεού. Ο Χριστός δεν είναι εκ του κόσμου τούτου και η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, δεν μπορεί να είναι εκ του κόσμου τούτου.
Σφάλουμε σε πολλά, τα θεωρούμε σωστά και πολλές φορές επινοούμε και απίθανες θεολογικές σοφιστείες για να δικαιολογήσουμε εαυτούς. Η απάντηση, ωστόσο, βρίσκεται μπροστά μας, είναι ο ακαινοτόμητος λόγος του Θεού, χαραγμένος στα λόγια της Αγίας Γραφής. Μια πρόχειρη, βιαστική ματιά είναι ικανή να καταδείξει σε πόσο πολλά κάνουμε λάθος, νομίζοντας κιόλας πως είναι χριστιανικά.
Δεν φταίνε, όμως, οι άνθρωποι. Η δυτικόφερτη διδασκαλία σάρωσε την Ανατολή από τον 17ο αιώνα και μετά και ακόμα μας ταλανίζει, γιατί προτιμάμε να καταναλώνουμε μασημένη τροφή, αντί να μελετούμε την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας (Πατέρες της Εκκλησίας είναι όσοι έτσι χαρακτηρίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους και αργότερα από ισόκυρες με τις Οικουμενικές).
Για τους πολλούς η Εκκλησία δεν είναι η σώζουσα αλήθεια, αλλά ένας θεσμός που βοηθά στην ηθική πρόοδο του τόπου, του Έθνους κ.λπ. Ακόμα και τα κηρύγματά μας εν πολλοίς αποσκοπούν σε ένα πρακτικό «ηθικόν δίδαγμα». Οι άνθρωποι διψούν για Ζωή, για Αλήθεια. Ακόμα και οι πιστοί, ακόμα και εμείς οι κληρικοί. Το παραπάνω περιστατικό καταδεικνύει πόσο απέχουμε από τη διδασκαλία του Χριστού, έχοντας χτίσει ένα δικό μας σύστημα αξιών ή, μάλλον, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσουμε το Ευαγγέλιο, για να επαναπαυτούμε στο κοσμικό μας φρόνημα. Ευτυχώς, όχι όλοι. Άλας υπάρχει. Λίγο και μακριά από νεόκοπους ακροβατισμούς, φιέστες και διαφημίσεις, προς αληθινή δόξαν Θεού.
* Λουκ. 6, 27-36: «27 Αλλά υμίν λέγω τοις ακούουσιν• αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, 28 ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. 29 τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην, και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης. 30 παντί δε τω αιτούντί σε δίδου, και από του αίροντος τα σα μη απαίτει. 31 και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. 32 και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. 33 και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. 34 και εάν δανείζητε παρ ὧν ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. 35 πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. 36 Γινεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί».
** Ιω. 15, 18-19: «Ει ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκετε ότι εμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν. ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει• ότι δε εκ του κόσμου ουκ εστέ, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ο κόσμος».