Αρχική » Άρτης Ιγνάτιος: Η Εκκλησία δεν φοβάται τον «πόλεμο»

Άρτης Ιγνάτιος: Η Εκκλησία δεν φοβάται τον «πόλεμο»

από kivotos

 

Παιδί φτωχής οικογένειας, εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, έγινε ένα από τα πολλά παιδιά που μεγάλωσαν στο οικοτροφείο που είχε ιδρύσει τότε στην Άρτα ο Μητροπολίτης Σεραφείμ (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος). Τα χρόνια πέρασαν, ο Ιγνάτιος (κατά κόσμον Νικόλαος Αλεξίου) εξελέγη Μητροπολίτης Άρτης, αλλά εξακολουθεί να «ζει» στον ίδιο χώρο, του οικοτροφείου, που σήμερα λειτουργεί ως γηροκομείο που έχει εξελιχτεί σε πρότυπο κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων σε όλη την Ήπειρο.

«Παλεύουμε με νύχια και με δόντια για να μην το κλείσουμε», αποκαλύπτει στην «Κιβωτό» ο Μητροπολίτης Άρτης, που δεν κρύβει το παράπονό του για τη στάση της Πολιτείας. «Το γηροκομείο φιλοξενεί κοντά στους 50 γέροντες, συνταξιούχους όλους του ΟΓΑ, χωρίς καμία κρατική επιχορήγηση, και φορολογείται ως κερδοσκοπική επιχείρηση. Αντί να επιδοτείται, φορολογείται! Με λιγοστούς υπαλλήλους και με την άοκνη φροντίδα της διευθύντριας, δίνουμε αγώνα να μη νιώσει κανείς στέρηση».

Ο κ. Ιγνάτιος εκφράζει την έντονη διαφωνία του για τον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία αντιμετωπίζει την κατάσταση («η Πολιτεία τα τελευταία πέντε χρόνια κυβερνά με συνθήματα»), αλλά, όπως λέει, «ο “πόλεμος” δεν έβλαψε ποτέ την Εκκλησία».

 

Ετσι όπως εξελίσσεται σήμερα η κατάσταση, η Εκκλησία έχει λόγους να φοβάται την κοσμική εξουσία;

Η Εκκλησία έχει παρουσία 2.000 χρόνων. Ο «πόλεμος» δεν την έβλαψε ποτέ… Αντιθέτως, την ωφέλησε. Δεν λέμε ότι τον χρειάζεται, αλλά όταν έρχεται είναι καλός. Ο πόλεμος, παρά τις απώλειες, «γυμνάζει» τον άνθρωπο.

 

Τελευταία «άνοιξε» πάλι το θέμα της φορολόγησης της Εκκλησίας. Πώς σκέφτεστε να το αντιμετωπίσετε;

Το πρόβλημα, όταν κι εφόσον προκύψει, θα λυθεί κεντρικά από την Εκκλησία μας. Η Πολιτεία, όμως, δεν μπορεί απότομα να προχωρήσει. Θα πρέπει να υπάρξει μια διαδικασία και, στο πλαίσιο πάντα μιας προοπτικής, να γίνει μια συζήτηση. Δυστυχώς, η Πολιτεία μας τα τελευταία χρόνια έμαθε να κυβερνά με συνθήματα. Δεν συζήτησε ποτέ σοβαρά για κανένα θέμα με την Εκκλησία.

 

Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;

Νομίζω ότι δεν είχαμε πολιτικούς με πραγματικό ανάστημα, που να μπορούν να εργαστούν με συνέπεια, όραμα και πνεύμα συνεργασίας. Παρόλο που είχαν τη δυνατότητα, υπήρχαν τα χρήματα, υπήρχε και η στήριξη του κόσμου, που έδινε μεγάλες πλειοψηφίες, δεν ασχολήθηκαν σοβαρά. Γι’ αυτό έχουμε τα σημερινά αποτελέσματα. 

 

Η ευθύνη ανήκει μόνο στους πολιτικούς;

Έγιναν πολλά λάθη και η ευθύνη, βεβαίως, επιμερίζεται από τον τελευταίο πολίτη έως τους κυβερνώντες. Kαι είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο αυτό: να προσδιορίσουμε τα λάθη που έγιναν όχι μόνο από απόψεως αρχόντων, αλλά κι από πλευράς προτύπων, με ποια υλικά δηλαδή χτίσαμε τη ζωή μας. Το κακό, όμως, είναι ότι δεν βλέπω αλλαγή νοοτροπίας. Πιστεύω ότι δεν φτάσαμε στο τέρμα κι εύχομαι ο Θεός να βοηθήσει να μην έρθουν χειρότερα!

 

Πρόσφατα, αναφερόμενος στα μοναστήρια, είπατε ότι αυτά είναι τα πανεπιστήμιά μας.

Όταν κάποιες ψυχές -κι αναφέρομαι, κυρίως, στους νέους ανθρώπους- επιλέγουν να αρνηθούν τα απλά, καθιερωμένα της ζωής και να μείνουν μακριά από τον κόσμο, είτε σε ένα κοινόβιο είτε σε μια σκήτη, είναι συγκινητική η επιλογή τους και βγαίνει μέσα από την άσκηση, την αφιέρωση, την ακτημοσύνη, την προσευχή. Έχουν άλλες πνευματικές εμπειρίες, πιο ζωντανές και γι’ αυτό «τραβούν» τον κόσμο κοντά τους. Οπότε μπορεί μεν οι μοναχοί να αρνούνται τα του κόσμου και να ασκητεύουν, όμως ο κόσμος τους «κυνηγά» γιατί αισθάνεται ότι όχι μόνο δεν έφυγαν από τον κόσμο, αλλά αντιθέτως ήρθαν πιο κοντά στον Θεό. Γι’ αυτό βλέπουμε τα μοναστήρια να μετατρέπονται σε προσκυνήματα.

Δεν είναι τυχαίο που ακόμη και άνθρωποι με υψηλή μόρφωση και επιστημονικό κύρος πολλές φορές καταφεύγουν σε μοναχούς για να ζητήσουν κάποια συμβουλή για τη ζωή τους, για να εξομολογηθούν. Τα μοναστήρια είναι ο ίσκιος της Εκκλησίας μας, το στήριγμά μας και, βέβαια, στην Ελλάδα έχουμε άνθηση του μοναχικού βίου, με πολλά ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια. Κορυφαίο, άλλωστε, είναι το Άγιο Όρος, ένα παγκόσμιο προσκυνηματικό κέντρο, ακριβώς για τους λόγους που αναφέραμε. Κάνει μεγάλη εντύπωση και προσελκύει πολλούς, όχι απλώς τουρίστες, για να δουν και να θαυμάσουν, αλλά πολλούς που θέλουν να γνωρίσουν τους μοναχούς, προκειμένου να πάρουν πολλαπλά μηνύματα για τη ζωή τους.

 

Στα χρόνια της κρίσης βλέπετε ένα ρεύμα προς τον μοναχισμό;

Τα μοναστήρια άνθησαν όταν υπήρχε κρίση στον κόσμο. Και δεν εννοώ μόνο κρίση οικονομική. Ας μη λησμονούμε ότι η κρίση που προηγήθηκε στον τόπο είναι ηθική, πνευματική. Πάντα προηγείται η ηθική κρίση και ακολουθεί η οικονομική. Αν δεν διαστρέψεις τον άνθρωπο ηθικά, δεν μπορείς να τον κάνεις όπως θες μετά. Πορευτήκαμε με λαθεμένη αγωγή στο σπίτι και στη δημόσια ζωή, με λάθος συνθήματα. Με αυτά μας κυβερνούν και μας διαφεντεύουν. Συνέπεια όλων αυτών είναι το σημερινό κατάντημα, όπου ο άνθρωπος παύει να είναι ζωντανή εικόνα του Θεού και γίνεται ένα νούμερο στατιστικής. Σε τέτοιες περιόδους, λοιπόν, στα μοναστήρια παρατηρείται άνθηση. Άλλωστε, το Άγιο Όρος γέμισε όταν ο κόσμος άρχισε να αποκτά έντονα υλιστική και κοσμική ζωή.

Είχα πάει για πρώτη φορά στο Όρος το 1965, φοιτητής. Τότε, σε κάθε μοναστηράκι ζούσαν 10-15 μοναχοί, γεροντάκια όλα, που διάβαζαν προσηλωμένα στο Αναλόγιο. Είχαν την αγωνία τι θα απογινόταν το Όρος, για αυτό και μας ικέτευαν να πάμε εκεί. Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία μου τότε, γιατί έβλεπες αυτό το μεγαλείο, τόσο από αρχιτεκτονική πλευρά όσο και από πνευματική! Εγώ τότε, αστειευόμενος, έλεγα: «Μη βιάζεστε! Είμαστε καλά ακόμη… Άμα χαλάσει ο κόσμος, θα ’ρθουν κι από εδώ». Και πράγματι, γέμισε το Όρος και απέκτησε ζωή, τόσο από κτιριακή άποψη, με την ενίσχυση των προγραμμάτων, όσο και από πλευράς ανθρώπων. Είναι συγκινητικό να επισκέπτομαι τώρα τα μοναστήρια και να βλέπω τους νέους που πήγαν τότε, με άσπρα μαλλιά σήμερα και με μια ωραία πορεία.

 

Από την εμπειρία σας, πώς κρίνετε τη ζωή σήμερα στο Άγιο Όρος;

Η Εκκλησία μας, και επομένως ο μοναχισμός, αν ήταν να βγάζει έναν-δύο γεροντάδες κάθε αιώνα, δεν θα μας χρειαζόταν. Η Εκκλησία μας -πάντα και σήμερα- έχει γεροντάδες, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Γέροντας είναι αυτός που έχει νου Χριστού, φώτιση Θεού, ταπείνωση, αγάπη στον Θεό και στον άνθρωπο, προσεύχεται, έχει καθαρότητα ζωής. Και τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία μας πολλοί, αλλά και στον κόσμο. Είναι νεαροί στις ενορίες, μοναχοί στα μοναστήρια, είναι επίσκοποι, ακόμη και λαϊκοί που έχουν τέτοια φώτιση. Έχω επισημάνει πολλές φορές ότι έχουμε ανθρώπους στην Εκκλησία μας διαφόρων ειδικοτήτων, γιατρούς, δικαστικούς, στρατιωτικούς κ.ά., που έχουν τεράστια θεολογική μόρφωση, έντονη πνευματική ζωή και που, όχι απλώς χαίρεσαι να μιλάς μαζί τους, αλλά αισθάνεσαι ντροπή απέναντί τους, καθώς έχουν μια γεροντική διάσταση όπως μιλούν και -το κυριότερο- όπως ζουν!

Έχουμε ανθρώπους στην Εκκλησία μας διαφόρων ειδικοτήτων, γιατρούς, δικαστικούς, στρατιωτικούς κ.ά., που έχουν τεράστια θεολογική μόρφωση, έντονη πνευματική ζωή και που, όχι απλώς χαίρεσαι να μιλάς μαζί τους, αλλά αισθάνεσαι ντροπή απέναντί τους, καθώς έχουν μια γεροντική διάσταση

Πώς θα κρίνατε σήμερα τον κλήρο; Σας ικανοποιεί η μόρφωσή του, αλλά και ο τρόπος που επικοινωνεί με τον λαό;

Όχι, ποτέ! Ούτε από τους κληρικούς μας, ούτε από τον εαυτό μου. Κι αν φτάσουμε στην τελειότητα κατά σχετική έννοια, πάλι είμαστε πολύ πίσω. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για την «ατέλεστο τελειότητα των τελείων». Ο δρόμος της αγιοσύνης δεν είναι μια πορεία οριοθετημένη, αλλά μια δυναμική πορεία σταυροαναστάσεων. Όσο προχωρεί κανείς, τόσο ανεβαίνει! Τόσο χαίρεται, αλλά θέλει και να προχωρεί. Βεβαίως, υπάρχει ένα πνεύμα απαισιοδοξίας, αλλά στα αλήθεια, με ποιον αιώνα και με ποιες συνθήκες συγκρίνουμε την εποχή μας; Είμαστε πάντα διαμαρτυρόμενοι με τον εαυτό μας και με τους γύρω μας. Νομίζω ότι, αν κρίνουμε την εποχή μας καθ’ εαυτήν, τους εαυτούς μας σήμερα, την Εκκλησία μας, τους ιερείς μας, τον λαό μας, χωρίς να συγκρίνουμε με άλλες εποχές, τότε τα συμπεράσματα είναι ευπρόσδεκτα και χρειάζονται. Κάνουμε έτσι την αυτοκριτική μας και φτάνουμε στην αυτογνωσία, όπως και στην αυτομεμψία. Ο Απόστολος Παύλος έλεγε ότι είναι ο έσχατος όλων… Τι, αλήθεια, πρέπει να πούμε εμείς μετά;

Εκείνο, όμως, που πολλές φορές με πειράζει είναι όταν ακούω ότι ο λαός μας είναι ακατήχητος, οι παπάδες μας δεν είναι καλοί, οι δεσποτάδες δεν κάνουν όσα πρέπει. Διαβάζοντας Εκκλησιαστική Ιστορία, αναρωτιέμαι πότε ήταν εκείνη η χρυσή εποχή του κλήρου; Εγώ, απεναντίας, βλέπω, τουλάχιστον στον χώρο μας, στην Ελλάδα, ότι υπάρχουν και καλοί επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί και, προπαντός, Χριστιανοί πολλοί, που είναι ενσυνείδητοι και έχουν τον αγώνα της «εν Χριστώ» ζωής! Για παράδειγμα, θα αναφερθώ στους απλούς ανθρώπους του χωριού, με την απλή τους πίστη και τις πολλές δοκιμασίες που περνούν: το πρόσωπό τους βγάζει φωτιά, κυριολεκτικά λάμπει! Αυτοί είναι άγιοι άνθρωποι, δεν μπορούμε να τους φτάσουμε εμείς! Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι δεν υπάρχει ο αγώνας για την κατήχηση.

Διακινούμε με μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι στο παρελθόν βιβλία, περιοδικά, έχουμε ραδιοφωνικούς σταθμούς και, βέβαια, το Διαδίκτυο, όπου μπορεί κανείς πλέον με άνεση να δει και να ακούσει τους γεροντάδες και τους πανεπιστημιακούς δασκάλους. Πέρα από αυτό, τα κατηχητικά, οι κατασκηνώσεις και τα ιδρύματα προσφέρουν και ενημερωτικό έργο. Βέβαια, αυτός ο υλιστικός τρόπος ζωής είναι ένα εμπόδιο μεγάλο, αλλά είναι παράλληλα ένα ερέθισμα για να βρει ξανά ο άνθρωπος το νήμα της ζωής. Είναι πολλοί οι νέοι που προβληματίζονται κι αρχίζουν πλέον συνειδητά να μας πλησιάζουν. Κι εδώ είναι το άσχημο. Μήπως έρθουν πολλοί κοντά μας και δεν μπορέσουμε όλους να τους «οικονομήσουμε».

 

Τι σημαίνει αυτό;

Ένας νέος σήμερα, όταν έρχεται κοντά μας, συνήθως έχει μεγάλα ερωτήματα, πολλές αμφιβολίες, ανατρεπτικές ιδέες και ολιγοπιστίες από τις εγκληματικές πράξεις που έχουμε κάνει εμείς οι μεγάλοι και φτάσαμε την κοινωνία εκεί που είναι σήμερα. Τότε, λοιπόν, πρέπει να έχουμε λόγο, όχι ψεύτικο, αλλά λόγο απολογητικό. Με ειλικρίνεια και ταπείνωση, ο λόγος να λέει καθαρά τούτο: «Παραδεχόμαστε τα σφάλματά μας». Δεν φταίνε γι’ αυτά εκείνοι, αλλά θα έχουν μερίδιο ευθύνης, αν δε διδαχτούν από τα σφάλματα των μεγάλων κι αν δεν τα διορθώσουν. Σε αυτό πρέπει να τους προετοιμάσουμε και δεν είναι καθόλου εύκολο.

 

Λέτε ότι ο λόγος της Εκκλησίας μεταδίδεται πιο εύκολα, αλλά και οι απαιτήσεις του κόσμου έχουν αυξηθεί.

Ζήσαμε τα τελευταία χρόνια αυτό που η ανθρωπότητα δεν έζησε χιλιάδες χρόνια. Η δική μου γενιά, που ήρθε μετά τον πόλεμο, πέρασε δύσκολα χρόνια. Δεν είχαμε καν ρεύμα, ραδιόφωνο, κινητό, αλλά γνωρίσαμε μια τεράστια αλλαγή. Από μια πρωτόγονη κατάσταση φτάσαμε στην εποχή που ο κόσμος βίωσε μια τεχνολογική επανάσταση, με την τηλεόραση, το Διαδίκτυο, το τηλέφωνο. Τρομερές ανακαλύψεις, που τις ζήσαμε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να έχει και αρνητικό αντίκτυπο.

 

Η Εκκλησία πώς παρακολουθεί αυτές τις αλλαγές;

Η Εκκλησία μας έχει κάνει, κατά το δυνατόν, τα απαραίτητα βήματα για να αξιοποιήσει αυτές τις αλλαγές και να δώσει τα σωστά μηνύματα. Γιατί ο πολιτισμός και η τεχνική χρήση του δεν είναι, βεβαίως, κακό πράγμα. Η κακή χρήση του είναι επικίνδυνη.

 

Ταυτότητα

Ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος, κατά κόσμον Νικόλαος Αλεξίου, είναι γέννημα-θρέμμα της Άρτας. Γεννήθηκε το 1945 στην Καστανιά και, μετά από σπουδές στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, χειροτονήθηκε διάκονος το 1971 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Άρτης Ιγνάτιο Γ΄. Υπηρέτησε στη γενέτειρά του ως ιεροκήρυκας από το 1971 έως το 1988, οπότε και εξελέγη Μητροπολίτης.  

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ