Tου Σταύρου Γουλούλη, δρος Βυζαντινής Τέχνης
Το νέο Μουσείο της Θήβας, με το απίστευτο στα μάτια του επισκέπτη αρχαιολογικό υλικό του, είναι γεγονός. Δεν ξέρω άλλη επαρχιακή πόλη, άλλη περιοχή όπως η Βοιωτία, να έχει τέτοιο υλικό, με εξαίρεση την Κρήτη. Ίσως είναι η πιο παλαιά που πέρασε στην ιστορική περίοδο, μέσω της Γραμμικής Γραφής Β’. Δεν θα ασχοληθώ, όμως, με αυτό -αξίζει να βλέπει κανείς παρά να σχολιάζει-, αλλά με το τι μπορούσε να γίνει εδώ και δεν έγινε. Αποδεικνύει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ότι δεν είναι εύκολο να διαχειριστούμε τον πολιτισμό μας, τη «βαριά» βιομηχανία μας, όπως ελέχθη, με τρόπο που να ικανοποιεί απόλυτα, να εκστασιάζει το παγκόσμιο κοινό, που θέλει έτσι την Ελλάδα, και θέλουμε κι εμείς να μας εκτιμά όλος ο κόσμος. Χρήματα διαθέσιμα υπάρχουν ή υπήρξαν, αλλά να που δεν αρκούν για το καλύτερο αποτέλεσμα.
Τέτοια σκεπτόμουν όταν γύριζα τις στενές αίθουσες του μουσείου και έβλεπα αντικείμενα, τον μόχθο γενεών αρχαιολόγων και εργατών, κρατικών επενδύσεων, που δεν μπορούσα να διανοηθώ να υπάρχουν στην Ελλάδα και να εκτίθενται -δεν γινόταν αλλιώς- σαν σουπερμάρκετ. Δεν τίθεται θέμα. Αρχαιολόγοι και μουσειολόγοι προσπάθησαν το τέλειο, αλλά σε δεδομένο χώρο, συρρικνωμένον, κι όλο το νέο κτίριο με προδιαγραφές αρχι-μουσείου, περιορισμένο, καταπιεσμένο στον αστικό κάνναβο: Κτίσθηκε στον χώρο του παλαιού μουσείου. Έτσι που θυμήθηκα το βιβλικό, τον λόγο του ίδιου του Χριστού: «Βάζουν ποτέ νέο κρασί σε παλαιούς ασκούς;» (Ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς, βλ. Ματθ. 3.17).
Δυστυχώς, πρέπει να είμαι ωμά ρεαλιστικός. Το πρώτο έκθεμα, πριν από την είσοδο, ήταν η μπουγάδα στο πλησιέστατα ευρισκόμενο σπίτι, λικνιζόμενη στον δροσερό απριλιάτικο καιρό. Απέναντι από τον μεσαιωνικό πύργο, σχεδόν το μόνο μνημείο όρθιο στη Θήβα. Δεν είδα καθόλου μαγαζάκια που εξυπηρετούν πλήθος επισκεπτών. Πώς να έλθουν, κι ας είναι η εθνική οδός απέναντι, από όπου περνά όλη η Ελλάδα, πολλές φορές τον χρόνο, αλλά και ο μισός τουρισμός, αφού στη σημερινή τσιμεντούπολη -όπως και σε όλες τις πόλεις μας- δεν μπορεί κανείς να κάνει περιστροφές; Αυτοί που επέλεξαν εδώ το μουσείο, τσιμέντο δίπλα σε αρχαιότητες, το έκλεισαν στη γειτονιά τους. Ένα πανανθρώπινο υλικό. Συνειδητοποίηση πικρή για ένα όμορφο οπωσδήποτε μουσείο. Κρίμα στη δουλειά του αρχιτέκτονα.
Κι όμως, η Θήβα είναι μια μήτρα του ελληνικού, του παγκόσμιου πολιτισμού. Αυτό δείχνουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, οι έρευνες στην περιοχή, την πασίγνωστη Καδμεία, ακρόπολη που ίδρυσε ο Κάδμος ο σοφός. Και τι ήταν η τότε Αθήνα μπροστά στη Θήβα! Σε σημείο που, όπως πολύ εύστοχα ελέχθη από αρχαιολόγο του μουσείου που προσφέρθηκε να μας ξεναγήσει δωρεάν, ό,τι κι αν είχε ανακαλυφθεί εδώ, πρώτα το πλούσιο αρχαιολογικό υλικό κι όχι στις Μυκήνες, ο λεγόμενος μυκηναϊκός πολιτισμός θα λεγόταν θηβαϊκός! Λογικό. Ο Αγαμέμνων των Μυκηνών, που ηγήθηκε του στρατού κατά της Τροίας, ήταν πολύ μετά τους Επτά επί Θήβας, που έκαναν τον πρώτο γενικό πόλεμο, μεγαλοποιημένον στην αρχαία λογοτεχνία. Οι μύθοι των Λαβδακιδών, η Σφίγγα με τα αινίγματά της, ο Οιδίπους εναντίον του Λαΐου, του πατέρα του, η Αντιγόνη, η ηρωίδα που εξέθρεψε γενιές νέων και νεανίδων παγκοσμίως, εναντίον του Κρέοντα, όλα αυτά, που είναι η αφετηρία του σύγχρονου πολιτισμού, αλλά και οι επόμενοι: Πίνδαρος, Πελοπίδας, Επαμεινώνδας, Ιερός Λόχος δεν αναφέρονται, τουλάχιστον έντονα, στο μουσείο.
Κι όμως, για το καθένα θα μπορούσε να υπάρχει και μία αίθουσα. Όχι ως τοπικοί μύθοι και ιστορίες, αλλά ως σταθμοί προόδου στην εξέλιξη του ανθρώπου. Ο σημερινός επισκέπτης βρίσκεται στη γη που γέννησε μορφές, ήρωες, αρχέτυπα. Αλλά πουθενά κάτι που να θυμίζει τον μύθο του Οιδίποδα, αυτόν που τον αξιοποίησε, εμπνεύσθηκε ο Sigmund Freud και όρισε ένα τεράστιο βήμα στην αυτογνωσία της ανθρωπότητας, αν και δεν έλαβε υπόψη την πατερική παράδοση, η οποία πρώτη άγγιξε αυτά τα θέματα.
Όσα γράφω, βέβαια, πρέπει να ληφθούν αντίστροφα: να επισκεφθεί ο αναγνώστης το μουσείο. Άλλο η λανθασμένη επιλογή του χώρου, άλλο τα ευρήματα, η ψυχή του μουσείου. Αξίζει να αφιερώσει μία ημέρα στη ζωή του. Τα αρχαία ευρήματα που θα δει ξεπερνούν τα συνήθη στα ελληνικά μουσεία. Κι όλα τα έδωσε η γη της Βοιωτίας, η πιο ένδοξη, η περισσότερο γνωστή από περιγραφές αρχαίων συγγραφέων όσο καμία άλλη ελληνική. Εκεί κάθε τοπωνύμιο, κι ας μην έχει σήμερα το αρχαίο κλέος, μιλάει σε ειδικόν και μη. Η Βοιωτία είναι η πραγματική, η αυθεντική χερσαία Αρχαία Ελλάδα, στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις. Η Αθήνα έγινε αυτή που έγινε χάρη στο ναυτικό της, δηλαδή στην πενία της, που την έκανε να στραφεί στα «ξύλινα τείχη» για να κυριαρχήσει πρώτα στους Πέρσες και μετά στους Έλληνες. Αλλά για έναν αιώνα. Η Σπάρτη ήταν αυτή που ήταν, μια κλειστή, μη παραγωγική τελικά κοινωνία, πολεμική, συντηρούμενη με τα έργα των ειλώτων της. Η Θήβα διεκδίκησε αμέσως μετά την πρωτοπορία, αλλά σε κρίσιμες στιγμές βρέθηκε εκτός κλίματος των άλλων Ελλήνων, δύο φορές: πρώτα στην άμυνα προς τους Πέρσες (480-479 π.Χ.) κι έπειτα στην επίθεση κατά των Περσών (334 π.Χ.). Μέσα στην αποτυχία της, αποδείχνει ότι η επιτυχία κρίνεται από τη συμμετοχή στο (παγκόσμιο σήμερα) γίγνεσθαι, σε δύσκολες και δημιουργικές στιγμές.
Ομοίως και το Μουσείο της Θήβας, όπως και κάθε έργο πολιτισμού στην Ελλάδα, θα γινόταν ανώτερο, αν είχαμε αίσθηση ότι μας παρακολουθεί όλος ο σύγχρονος κόσμος. Ο ελληνισμός ήταν πάντα οικουμενικός, αλλά και θέατρο του κόσμου.