Του Δημητρίου Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλόλογου, Υπ. Δρ Πανεπιστημίου Αθηνών

 

H επίκληση της Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέσα στα πλαίσια της οποίας καθαγιάζεται και χαριτώνεται η διάδραση της λειτουργικής διάστασης της προσευχής, είναι πράγματι επίκληση στο σταυροαναστάσιμο φρόνημα της ίδιας της Εκκλησίας. Πάντοτε η Αγία μας Εκκλησία, πέρα από τη μόρφωση της γνωστικής λειτουργικής συνείδησης των μελών της, κύριο μέλημα είχε τη γνώση και τη βιωματική προσέγγιση της οντολογικής αλήθειας με τη χαρισματική έννοια της αποκαλύψεως, ως πρόγευσης δηλαδή της αιωνιότητας στο Πανάγιο Πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού. Αυτή η αποκεκαλυμμένη αλήθεια έχει χαρακτήρα οικουμενικό και παγκόσμιο, δεν περιορίζεται, αυτοπροσδιορίζεται. Η μέθεξη στην αλήθεια που επιτυγχάνει ο προσευχόμενος μέσω της αγιοπνευματικής προσευχής είναι μέθεξη στην κοινωνία της Αγίας Τριάδος, μέθεξη στην αλήθεια του προσώπου εξ επόψεως θεολογικής, στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού και, μέσω Αυτού, στην κοινωνική σχέση και κοινοτική συσχέτιση με όλη την κτίση, πανανθρώπινη και παγκόσμια [1]. Ο χριστιανός ουχί «γεννάται», αλλά «αναγεννάται» [2] στη σφαίρα του παγκοσμίου γίγνεσθαι, μέσω της λατρευτικής διάδρασης της προσευχής, που δεν περιχαρακώνεται σε περιοριστικά όρια και φραγμούς.

Αυτή η λατρευτική προσευχητική διάσταση εδράζεται στον φωτισμό, στη δύναμη, στην επενέργεια και υπερμεσιτεία του Αγίου Πνεύματος [3]. Το Άγιο Πνεύμα είναι η δραστική αρχή κάθε ενέργειας και, επιπρόσθετα, η ενεργητική δύναμη όλων των λατρευτικών μυστηρίων και όλων των λατρευτικών πράξεων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό, κάθε προσευχητική αναγωγή στον Πανάγιο Θεό έχει παγκόσμια διάδραση, γιατί το ίδιο το σύμπαν περιλαμβάνεται στα δημιουργήματα της αγάπης Του [4].

Ποιο ρόλο διαδραματίζει όμως η λειτουργική αγωγή στη λατρευτική συμπεριφορά του πιστού; Έως ποίου σημείου και σε ποιο ποσοστό αλληλοπεριχωρούνται τύπος και ουσία και ποια τελικά είναι η ορθόπρακτη παρουσία ενός εκάστου μέσα στη λατρευτική ροή της Σωστικής Κιβωτού;

Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι, αναφερόμενοι στη λειτουργική αγωγή του πιστού, εστιάζουμε την αναφορά μας στην προσωπική αλλά και κοινοτική παρουσία και συμμετοχή του κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών, των Ιερών Μυστηρίων, εξαιρέτως δε, στο Μέγα Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου η άτακτη και σχεδόν ποτέ «αβοητί» λατρευτική συνοχή μετατρέπεται σε απάνθρωπη και ανίερη μάζα, διεκδικώντας αβλεμώς και αβουλεύτως να προηγηθεί για να προφθάσει τον Άφθαστον…!

Της λειτουργικής αγωγής προτάσσεται και προδρομικά εξαίρεται η μακαρία ταπείνωση, πλην όμως, όχι ως φιλοσοφική αυτογνωσία και απόπειρα για αυτοπραγμάτωση, αλλά ως πλήρη συναίσθηση αφ’ ενός της αμαρτωλότητας και ασημότητάς μας και αφ’ τέρου ως ολοκληρωτική αποδοχή και εγκόλπωση της ιερότητας της στιγμής και του Μυστηρίου. Προς επίρρωσιν αυτού, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμβουλεύει την επιστράτευση του ιερού φόβου του Θεού [5], όχι βέβαια με την αντιδιαδραστική έννοια, τη συμφεροντολογική δηλαδή μεταξύ πιστού και Ουρανού, αλλά με την άκρως αλτρουιστική, με την αγαπητική σχέση τέκνου προς τον Πατέρα, μιας θεοκεντρικής κοινωνίας, που ο φόβος, ένεκα της Θυσιαστικής αγάπης του Πατρός, μεταμορφώνεται σε απόλυτο και καθολικό σεβασμό από τον πιστό.

Η ορθοπραξία και η σεμνή παρουσία του πιστού κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών εκφράζουν και ορθοτομούν περίτρανα ως αντανάκλαση την ιδέα του Θεού που εδράζεται και είναι εμποτισμένη στον άνθρωπο και, ακολούθως, μετά της παρέλευσης της εμβριθούς και διά βίου καλλιέργειάς της εξωτερικεύεται ως έμφυτη θρησκευτικότητα. Αυτή η θρησκευτικότητα κάθε φορά που εξελίσσεται θεοφιλώς και θεαρέστως, εντός των ιερών ναών, περιφρουρεί καθοριστικά τόσο τη θεοκεντρική κοινωνία Θεού – ανθρώπου όσο και την αγαστή κοινοτική περιχώρηση μεταξύ των πιστών, αλλά και της άλογης κτίσης, ακριβώς επειδή ο φυσικός κόσμος είναι το κάτοπτρο της μεγαλοσύνης και παντοδυναμίας του Θεού.

Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος να κατανοήσουμε ότι εντός των ιερών ναών και, ειδικότερα, κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών και όλως ιδιαζόντως της Θείας Ευχαριστίας, παρίστανται «πνευματικώ τω τρόπω», όλες οι Ουράνιες Δυνάμεις, σύμπασα η Ουράνια πραγματικότητα, Αυτή η Παναγία, Αδιαίρετη Τριάδα, μετά της Κυρίας Θεοτόκου και Πάντων των Αγίων. Βέβαια, «οι μεταφυσικές αλήθειες της πίστεως βρίσκονται σε λόγο ευθέως ανάλογο προς τη φύση του υποκειμένου από το οποίον απορρέουν» [6], δηλαδή, ενώ η θεία ουσία παραμένει εσαεί αδιάγνωστη, αμέθεκτη και ακοινώνητη ως προς τη γνωστική και αντιληπτική δυνατότητα του ανθρώπου, μέσω των Ακτίστων Θείων Ενεργειών γίνεται η εξωτερική φανέρωση του Θεού στην κτίση ολόκληρη και, τρόπον τινά, έχουμε τη «θεατή» όψη της θεότητας.

«Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…». Λίγο πριν από το Άγιο Ποτήριο, πέραν της προετοιμασίας σου που εναπόκειται στην πνευματική δικαιοδοσία και ευθύνη του πνευματικού σου, στάσου, αδελφέ, και ενθυμήσου… Ο κυρίως ναός συμβολίζει τον Ουρανό και το Ιερό Βήμα παρομοιάζεται με τα επουράνια, όπου παρίστανται οι ιερείς ιερουργούντες τα άρρητα και αναφή μυστήρια. Στάσου με δέος, με απόλυτη σιωπή, ως πνευματικό επακόλουθο της σταυρώνουσας ελευθερίας της αγάπης του Θεανθρώπου. Στάσου στο τέλος και εύχου και προσεύχου, κατ’ οικονoμίαν να αξιωθείς της κοινωνίας των συνδαιτυμόνων μετά των αυτών παρακλήσεων. Η πανταιτία και ζωαρχική Τριάς οικονομεί τη σωτηρία φιλανθρώπως. «Ιδού νυν καιρός λοιπόν… Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου».

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πρβλ., Khodre G., The economy of Christ and the Economy of the Holy Spirit, Living Faiths and the Ecumenical Movement, Geneva 1971, σελ.140, Γιαννουλάτου Αναστασίου (Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Μελέτημα Ορθοδόξου Προβληματισμού, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 40-41.

2. Μπέγζου Μάριου, Διόνυσος και Διονύσιος, Ελληνισμός και Χριστιανισμός στη Συγκριτική Φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 25, Πρβλ., Λυκούδη Δημητρίου, Η Προσευχή ως επικοινωνιακός τρόπος προσέγγισης του Θείου στον χώρο του μεταμοντέρνου κόσμου, Αθήνα 2011, κυρίως τις σελ. 28-32.

3. Καρδαμάκη Μιχαήλ (πρωτοπρεσβ.), Ορθόδοξη Πνευματικότητα, H αυθεντικότητα του ανθρώπινου ήθους, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1980, σελ.112-113.

4. Καλλιακμάνη Βασιλείου, Μεθοδολογικά πρότερα της ποιμαντικής, Λεντίω ζωννύμενοι, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 226-230, Πρβλ., Σκρέττα Νικοδήμου (Αρχιμανδρίτου), Χώρος και Χρόνος στη λειτουργική θεολογία του Συμεών Θεσσαλονίκης, Ρεαλισμός και Σύμβολο, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, κυρίως τις σελ. 308-339.

5. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήναι 2001, σελ. 205.

6. Θεοδώρου Ανδρέου, Βασική Δογματική Διδασκαλία, Πιστεύω εις έναν Θεόν, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 14.