Αρχική » Αξιολόγηση ιερέων: Για όλους και επιβράβευση για τους καλύτερους

Αξιολόγηση ιερέων: Για όλους και επιβράβευση για τους καλύτερους

από kivotos

Την ώρα που οι περισσότεροι υπάλληλοι ξορκίζουν την αξιολόγηση, η Εκκλησία έχει δημιουργήσει τον μηχανισμό ο οποίος έχει τεθεί ήδη σε λειτουργία. Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη (264/2015) που ήδη έχει σταλεί στις μητροπόλεις, όλα είναι έτοιμα για να αρχίσει η αξιολόγηση για ιερείς, διακόνους και ιεροκήρυκες που κατέχουν εφημεριακή θέση. Το μέτρο της αξιολόγησης κρίνεται από το σύνολο του κλήρου, ωστόσο υπάρχουν και πολλοί που υποστηρίζουν ότι οι αξιολογητές θα πρέπει να είναι ανάλογων προσόντων. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, όπως επισημαίνουν, ο αρχιερατικός επίτροπος να έχει απλώς τα τυπικά προσόντα (δημοτική εκπαίδευση), να είναι φιλικά προσκείμενος στον δεσπότη και να αξιολογεί άτομα τα οποία είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη, η έκθεση αξιολογήσεως συντάσσεται εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου έτους, αφορά την κατά το παρελθόν έτος αποτύπωση της διακονίας του εφημερίου, ιεροκήρυκος ή διακόνου και χρησιμεύει αποκλειστικώς στην απόφαση του μητροπολιτικού συμβουλίου, το οποίο λειτουργεί ως υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο και αποφαίνεται περί των βαθμολογικών προαγωγών των εφημερίων και των διακόνων.

Ως πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο αρχιερατικός επίτροπος της περιφέρειας όπου διακονεί ο κληρικός. Ως δεύτερος αξιολογητής ορίζεται από τον κανονισμό ο πρωτοσύγκελλος ή ο γενικός αρχιερατικός επίτροπος της οικείας ιεράς μητροπόλεως.

Σε περίπτωση κατά την οποία, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του πρώτου ή του δεύτερου αξιολογητή, ως αξιολογητής ορίζεται, με πράξη του μητροπολίτου, κληρικός ο οποίος παρέχει «ηυξημένα εχέγγυα δικαίας αντιμετωπίσεως των κληρικών, κατά κρίσιν αγαθού ανδρός». Υπό αυτή την έννοια, προκρίνονται οι δύο κληρικοί-μέλη του επισκοπικού δικαστηρίου της οικείας ιεράς μητροπόλεως ή οι δύο εφημέριοι-μέλη του μητροπολιτικού συμβουλίου.

Το σημαντικό στην όλη διαδικασία είναι ότι το πρώτο μέρος της εκθέσεως αξιολογήσεως συντάσσεται από τον ίδιο τον αξιολογούμενο κληρικό. Και αυτό, γιατί, όπως αναφέρεται, «ο αξιολογούμενος κληρικός δεν αποτελεί μόνον το αντικείμενο της αξιολογήσεως, αλλά συμμετέχει σε αυτήν, εκφέροντας τον δικό του λόγο και καταθέτοντας τη δική του άποψη. Κατά την αυτοαξιολόγηση δηλώνονται τα στοιχεία του προσώπου και η υφιστάμενη υπηρεσιακή κατάσταση, καθώς και οι βασικοί τίτλοι σπουδών, εκείνοι δηλαδή που λαμβάνονται υπ’ όψη για την κατάταξη του κληρικού σε συγκεκριμένη μισθολογική κατηγορία (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ).

Στη συνέχεια, ο κληρικός καλείται να περιγράψει: (α) τα καθήκοντά του κατά τον χρόνο της αξιολογήσεως (δηλαδή κατά το παρελθόν έτος), καθώς και την ανταπόκρισή του σε αυτά, (β) τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του και (γ) την τυχόν επιμόρφωσή του, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά την υπό αξιολόγηση περίοδο είτε από πιστοποιημένους φορείς είτε από συνέδρια, επιμορφωτικά προγράμματα κ.λπ.

Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με την αυτοβαθμολόγηση του αξιολογούμενου κληρικού στα επιμέρους κριτήρια, τα οποία εν συνεχεία θα βαθμολογήσουν οι αξιολογητές. Η βαθμολογία του κληρικού στον εαυτό του είναι ενδεικτική, δεν λαμβάνεται υπόψη από τους βαθμολογητές και δεν συνυπολογίζεται κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου της βαθμολογίας, η οποία προσμετράται για τον σχηματισμό κρίσεως από το μητροπολιτικό συμβούλιο.

Η συμπλήρωση του εντύπου πρώτα από τον αξιολογούμενο και έπειτα από τους αξιολογητές γίνεται σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην απόφαση και με σημείωση πραγματικών γεγονότων και στοιχείων, χωρίς χαρακτηρισμούς και προσωπικές εκτιμήσεις. Η βαθμολογία -κατά το γράμμα του νόμου- πρέπει να είναι αντικειμενική, προσεκτική και με μεγάλη διάκριση εκ μέρους των αξιολογητών. Δεν είναι δυνατόν να βαθμολογούνται όλοι με την ίδια βαθμολογία, «διότι με τον τρόπο αυτό αδικούνται οι εργατικοί και επαναπαύονται οι ράθυμοι».

Το σημαντικό είναι ότι το πρώτο μέρος της εκθέσεως αξιολογήσεως συντάσσεται από τον ίδιο τον αξιολογούμενο κληρικό

Η δεύτερη έκθεση

Η επόμενη έκθεση αξιολογήσεως συντάσσεται από τον πρώτο αξιολογητή. Επειδή, ωστόσο, υπάρχει και ο υποκειμενικός παράγοντας, ο βαθμολογητής, όπως επισημαίνεται σχετικά, «οφείλει να λαμβάνει υπόψη του ότι η αξιολόγηση κληρικού είναι εξ ορισμού δύσκολη και τούτο διότι υφίστανται τμήματα της ποιμαντικής διακονίας εξ αρχής απόρρητα ή καλυπτόμενα από την αναγκαία διάκριση, ώστε να μη καθίστανται εμφανή (π.χ., το απόρρητο της εξομολογήσεως, η προστασία προσωπικών δεδομένων των βοηθουμένων από τις προνοιακές δραστηριότητες της Εκκλησίας). Εν όψει αυτού, η αξιολόγηση απαιτεί διάκριση, αντικειμενικότητα και σφαιρικότητα. Η δυσχέρεια της αξιολογήσεως επιτείνεται από το γεγονός ότι η αξιολόγηση πρέπει να αποτυπωθεί σε βαθμολογική κλίμακα από το 0 έως το 10, ενώ για τους βαθμούς 9 και 10 αλλά και τους κάτω του 4 απαιτείται σαφής και συγκεκριμένη αιτιολογία, αναφέροντας πραγματικά στοιχεία ή περιστατικά και, πάντως, αποφεύγοντας τις προσωπικές εκτιμήσεις ή χαρακτηρισμούς».

 

Τι μετρά περισσότερο

Το πρώτο το οποίο βαθμολογείται είναι η απόδοση του κληρικού στα γενικά εφημεριακά καθήκοντα, συνδεόμενη άμεσα με την κατάρτιση αυτού, νοούμενη όχι μόνον ως απόκτηση τίτλων σπουδών, αλλά κυρίως ως γνώση και βίωση της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Στις τρεις υποομάδες ελέγχονται: (α) η διαρκής κατάρτιση και ενημέρωση του κληρικού, (β) η δυνατότητα εξωτερικεύσεως και μεταλαμπαδεύσεως των θεολογικών γνώσεων και των πνευματικών εμπειριών, αλλά και (γ) η συνέπεια κατά την άσκηση των εφημεριακών καθηκόντων (φυσική παρουσία του κληρικού στον ιερό ναό, συνέπεια στην πραγματοποίηση των ακολουθιών και των ποιμαντικών δραστηριοτήτων, ανταπόκριση στις απαιτήσεις της ενορίας κ.λπ.).

Το δεύτερο στοιχείο βαθμολογήσεως είναι η ποιμαντική διακονία, όπως αυτή διαπιστώνεται στην πράξη (ειδικά εφημεριακά καθήκοντα). Στις τρεις υποομάδες βαθμολογούνται: (α) η διακονία στο παγιωμένο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τους ιερούς κανόνες και το τυπικό της Εκκλησίας μας, τις εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου και του επιχωρίου μητροπολίτη, αλλά και την εντόπια συνήθεια και πρακτική, (β) η ικανότητα ανταποκρίσεως σε ειδικές συνθήκες και έκτακτες ποιμαντικές καταστάσεις, εφόσον υπάρξουν, οπότε και αποτυπώνεται ο ζήλος και η πιστότητα στο ιερατικό καθήκον, και (γ) ό,τι εξωτερικεύει την ιεραποστολική διάθεση και επιθυμία με την ανάληψη πρωτοβουλιών, την εφαρμογή καινοτόμων ποιμαντικών μεθόδων, αλλά και την εφευρετικότητα με την υποβολή και υλοποίηση προτάσεων για στοχευμένη ποιμαντική δράση.

Το τρίτο που εξετάζεται είναι η προσεγμένη, φιλάδελφη και πνευματική συμπεριφορά. Έτσι, πρώτιστο που βαθμολογείται είναι η συμπεριφορά και συνεργασία με τον επιχώριο μητροπολίτη αλλά και τα διοικητικά όργανα της οικείας ιεράς μητροπόλεως. Ο κληρικός, όμως, είναι σημαντικό να είναι «ηρμοσμένος τω επισκόπω ως χορδαί κιθάρα», όχι μόνον για τον εαυτό του, αλλά γιατί γίνεται επιπλέον η γέφυρα ενότητος και ο σύνδεσμος του ποιμνίου της ενορίας προς τον επίσκοπο. Επομένως, πέραν της αρμόζουσας συμπεριφοράς και συνεργασίας με την οικεία εκκλησιαστική Αρχή, απαραίτητη και εκ των ων ουκ άνευ είναι και η δέουσα συμπεριφορά προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα, ώστε να προσωποποιεί τον ιερέα ως πατέρα του. Ομοίως, βαθμολογείται και η συμπεριφορά και συνεργασία με συνεφημερίους και τοπικές Αρχές, μιας που, σε περιόδους κρίσιμες, όπως η σύγχρονη, η συνεργασία είναι απαραίτητο στοιχείο υπερβάσεως προβλημάτων και ανακουφίσεως του ανθρώπινου πόνου.

 

Επιμόρφωση ιερέων

Ακόμα ένα στοιχείο το οποίο βαθμολογεί ο πρώτος βαθμολογητής είναι και η επιμόρφωση. Πρωτίστως επιβάλλεται να λαμβάνεται υπ’ όψη η επιμόρφωση, η οποία πραγματοποιείται από πιστοποιημένους προς τούτο φορείς. Γι’ αυτό και σε κάθε περίπτωση οι βεβαιώσεις τέτοιων φορέων λαμβάνονται υπ’ όψη και αυτοτελώς κατά τις βαθμολογικές προαγωγές των κληρικών, ιδίως σε περιπτώσεις ισοβαθμίας. Επειδή, όμως, λόγοι τοπικής σκοπιμότητος και ποιμαντικής αναγκαιότητος επιβάλλουν την καθιέρωση και τη διοργάνωση από τις ιερές μητροπόλεις κατά τόπους επιμορφωτικών σεμιναρίων, ημερίδων και ιερατικών συνάξεων ή συνεδρίων, η συμμετοχή σε αυτά λαμβάνεται υπ’ όψη κατά την αξιολόγηση του κληρικού, ασχέτως του γεγονότος ότι δεν παρέχεται βεβαίωση από πιστοποιημένο φορέα επιμορφώσεως, χαρακτηρίζεται ως εξαιρετική επίδοση και βαθμολογείται αναλόγως. Ως εξαιρετική επίδοση λογίζονται, επίσης, η συμμετοχή του κληρικού ως ομιλητή σε συνέδριο, η συγγραφή (π.χ., άρθρογραφία, έκδοση βιβλίων…), η ενεργός συμμετοχή σε επιμορφωτικά προγράμματα της μητροπόλεως (π.χ., καθηγητής σχολής βυζαντινής μουσικής, σχολής γονέων κ.ά.) κ.λπ. Αυτονόητο είναι ότι πρωταρχική αναγκαιότητα αποτελεί η επιμόρφωση των κληρικών από πιστοποιημένο φορέα, ενώ όλα τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται ως συμπληρωματικά.

Τέλος, ο πρώτος αξιολογητής οφείλει να καταθέσει ελευθέρως και κατά την κρίσιν του τις προτάσεις ή τις παρατηρήσεις του για τη βελτίωση της αποδόσεως του αξιολογουμένου. Αυτό το τμήμα δεν βαθμολογείται, ούτε λαμβάνεται υπ’ όψη κατά την κρίση προαγωγής του εφημερίου από το μητροπολιτικό συμβούλιο. Υφίσταται ως αφορμή προτροπής, αλλά και προηγούμενης καταγραφής προειδοποιήσεων προς τον αξιολογούμενο, από κάποιον, κατά τεκμήριο εμπειρότερό του, κληρικό. Επειδή, δε, οι εκθέσεις αξιολογήσεως είναι προσβάσιμες από αυτούς στους οποίους αφορούν, η όποια πρόταση ή παρατήρηση έχει χαρακτήρα επίσημο και ουσιαστικό και επιβάλλεται να διατυπώνεται μετά προσοχής.

Ως εξαιρετική επίδοση λογίζονται, επίσης, η συμμετοχή του κληρικού ως ομιλητή σε συνέδριο, η συγγραφή, η ενεργός συμμετοχή σε επιμορφωτικά προγράμματα της μητροπόλεως κ.α.

Η δεύτερη αξιολόγηση

Το τρίτο μέρος της εκθέσεως αξιολογήσεως συντάσσεται από τον δεύτερο αξιολογητή. Όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για τον τρόπο βαθμολογήσεως από τον πρώτο βαθμολογητή ισχύουν αναλόγως και για τον δεύτερο. Η ουσιαστική διαφορά έγκειται στο ότι, σε περίπτωση αποκλίσεως της βαθμολογίας του δευτέρου από τον πρώτο που υπερβαίνει τις δύο μονάδες, τότε ο δεύτερος αξιολογητής οφείλει να αιτιολογήσει σαφώς και συγκεκριμένως τη διαφοροποίησή του αυτή. Η ειδική τούτη αιτιολογία δεν μπορεί να στηριχθεί σε αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, αλλά σε πραγματικά περιστατικά.

 

Αξιολόγηση των ειδικών εφημεριακών καθηκόντων

Σε περίπτωση κατά την οποία στον εφημέριο έχει ανατεθεί ιδιαίτερη υπευθυνότητα (π.χ., προεδρία εκκλησιαστικού συμβουλίου, ευθύνη φιλόπτωχου ταμείου, ευθύνη νεότητος, ευθύνη κάποιου ιδρύματος, κ.λπ.), για την ιδιαίτερη αυτή υπευθυνότητα αξιολογείται ειδικώς από τον γενικώς αρμόδιο της οικείας ιεράς μητροπόλεως για τη συγκεκριμένη διακονία (για τα ανωτέρω παραδείγματα, αντιστοίχως, από τον πρωτοσύγκελλο ή γενικό αρχιερατικό επίτροπο, από τον υπεύθυνο του γενικού φιλόπτωχου ταμείου, από τον υπεύθυνο του γραφείου νεότητος κ.λπ.). Σε περίπτωση κατά την οποία σε έναν εφημέριο έχουν ανατεθεί περισσότερα του ενός ειδικά εφημεριακά καθήκοντα, τότε αξιολογείται βαθμολογούμενος διαδοχικώς από τους αντίστοιχους αρμοδίους και εξάγεται ο μέσος όρος.

 

Σημείωση ποινών

Στο τέλος της εκθέσεως αξιολογήσεως και προ της θεώρησής της από τον οικείο μητροπολίτη αναγράφονται οι ποινές οι οποίες κατεγνώσθησαν σε βάρος του αξιολογούμενου κληρικού κατά το παρελθόν έτος. Για λόγους προστασίας των προσωπικών δεδομένων, οι ποινές καταχωρίζονται χωρίς να προσδιορίζεται, ούτε καν γενικώς, το παράπτωμα εξαιτίας του οποίου επιβλήθηκαν (π.χ., «αργία ενός μηνός» και όχι «αργία ενός μηνός ένεκεν πλημμελούς εκτελέσεως των εφημεριακών καθηκόντων»). Οι ποινές δεν υπόκεινται σε (αρνητική) βαθμολόγηση. Καταχωρίζονται και λαμβάνονται υπ’ όψη από το μητροπολιτικό συμβούλιο.

Η έκθεση αξιολογήσεως του εφημερίου ή διακόνου ολοκληρώνεται με τη θεώρησή της από τον οικείο μητροπολίτη. Ο αξιολογούμενος έχει το δικαίωμα να δει τη συμπληρωμένη έκθεση αξιολογήσεώς του και, εάν το ζητήσει, να λάβει αντίγραφο αυτής.

 

Απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα

 

Η αξιολόγηση θα έχει ως συνέπεια την εφεδρεία ή τη διαθεσιμότητα;

Όχι. Η αξιολόγηση αποτελεί εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας. Οι εκθέσεις αξιολογήσεως τίθενται στον υπηρεσιακό φάκελο του κληρικού και δεν προξενούν καμία υπηρεσιακή ή μισθολογική συνέπεια σε αυτόν, παρά μόνο χρησιμεύουν κατά τη διαδικασία των προαγωγών από βαθμό σε βαθμό. Δεν αποτελούν κοινοποιήσιμα έγγραφα και, επομένως, δεν κοινοποιούνται σε κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπουργείο.

 

Η αυτοαξιολόγηση επηρεάζει τους βαθμολογητές ή την τελική βαθμολογία;

Όχι, δεν την επηρεάζει. Ο βαθμός που βάζει ο αξιολογούμενος στον εαυτό του είναι ενδεικτικός της εικόνας που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του, όχι στο μέτρο της αυτοπροβολής ή της καυχήσεως, αλλά του απολογισμού των πεπραγμένων κατά την περίοδο αξιολογήσεως και της αυτοκριτικής.

 

Μπορεί ένας απλός εφημέριος να αξιολογήσει τον αρχιερατικό ή τον πρωτοσύγκελλο;

Ναι, διότι δεν τον αξιολογεί για το ειδικό διοικητικό καθήκον της θέσεως που κατέχει, αλλά για το έργο του ως εφημερίου στην ενορία όπου είναι τοποθετημένος. Για τα ειδικά καθήκοντά του θα αξιολογηθεί στο τέλος, στο κεφάλαιο Γ’ του Εντύπου Αξιολογήσεως.

 

Ποιοι έχουν την αρμοδιότητα του αξιολογητή;

Ex officio, το έργο του αξιολογητή αποτελεί καθήκον και αρμοδιότητα των αρχιερατικών επιτρόπων, οι οποίοι αξιολογούν σε πρώτο βαθμό τους κληρικούς της περιφέρειάς τους, και του γενικού αρχιερατικού επιτρόπου ή του πρωτοσυγκέλλου, ο οποίος αξιολογεί τους πάντες σε δεύτερο βαθμό. Βασική προϋπόθεση είναι οι ex officio αξιολογητές να έχουν διορισθεί στις θέσεις που κατέχουν τουλάχιστον πέντε μήνες πριν το τέλος της περιόδου αξιολογήσεως.

 

Πώς αξιολογούνται οι αποσπασμένοι κληρικοί;

Οι αποσπασμένοι κληρικοί αξιολογούνται από την εκκλησιαστική Αρχή στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους τουλάχιστον κατά τους τελευταίους πέντε μήνες της χρονιάς για την οποία αξιολογούνται.

 

Τι ισχύει για τους ιεροκήρυκες του Ν. 1811/1988;

Ειδικά οι ιεροκήρυκες του Ν. 1811/1988, οι οποίοι αξιολογούνταν ανέκαθεν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, εμπίπτουν στο καθεστώς που ισχύει για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους: αξιολογούνται από τον μητροπολίτη (ή τον πρωτοσύγκελλο) στο έντυπο που ισχύει για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους και οι εκθέσεις αξιολογήσεως διαβιβάζονται στην Ιερά Σύνοδο, όπου τηρούνται οι υπηρεσιακοί τους φάκελοι.

 

Ποιοι υπόκεινται σε αξιολόγηση;

Σε αξιολόγηση υπόκεινται κάθε χρόνο όλοι οι διάκονοι και οι πρεσβύτεροι που έχουν την ιδιότητα του εφημερίου ή του ιεροκήρυκα και μισθοδοτούνται από το κράτος.

 

Το έντυπο της αξιολογήσεως μπορεί να διαφέρει από μητρόπολη σε μητρόπολη;

Όχι. Το έντυπο της αξιολογήσεως συντάχθηκε με κριτήρια εκκλησιολογικά και λαμβάνοντας υπόψη την ισχύουσα νομοθεσία σχετικά με τη Δημόσια Διοίκηση. Οριστικοποιήθηκε και εγκρίθηκε από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και συμπληρώνεται ως έχει, αναλλοίωτο ως προς το περιεχόμενό του. Δεν αποτελεί «υπόδειγμα» στο οποίο θα μπορούσε καθένας να επέμβει, ούτε είναι χώρος για παράθεση λεπτομερειών ή για εκθέσεις ιδεών εκ μέρους είτε των αξιολογουμένων είτε των αξιολογητών.

 

Μοιραία, όμως, δεν θα ευνοηθούν όσοι προαχθούν βαθμολογικά και δεν θα αδικηθούν όσοι παραμείνουν στάσιμοι;

Σύμφωνα με τον Ν 4024/2011, μόνο ένα ποσοστό θα προαχθεί από τον έναν βαθμό στον άλλον. Αυτό φαίνεται ως αδικία, αλλά αποτελεί επιλογή του νομοθέτη και βρίσκεται πάνω από τις προθέσεις και τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας. Η αξιολόγηση αποτελεί εργαλείο ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αδικίας κατά την κρίση των προακτέων και των μη προακτέων.

 

Δεν αδικείται εκείνος που θα λάβει μικρότερη βαθμολογία;

Όχι, δεν αδικείται. Πρώτον, γιατί η βαθμολογία που λαμβάνει καθένας υπολογίζεται με γνώμονα το μέγιστο που θα μπορούσε να κάνει αναλόγως των προσόντων του και των απαιτήσεων της θέσεως που κατέχει, οι οποίες συνεπάγονται και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Μεγάλη βαθμολογία σημαίνει ότι ο αξιολογούμενος (κατά την περίοδο της αξιολόγησης) πέτυχε πολλά, ενώ μικρότερη σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει ακόμα περισσότερα.

 

Ευνοούνται κατά την αξιολόγηση όσοι κατέχουν οφίκια και πτυχία;

Όχι, δεν ευνοούνται. Οι τίτλοι σπουδών από μόνοι τους κατατάσσουν τους κληρικούς σε συγκεκριμένες κατηγορίες: ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ (η διάκριση των κληρικών σε Α, Β, Γ και Δ κατηγορία έχει καταργηθεί με σχετική εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου – αποτελούσε, άλλωστε, απολίθωμα της παλαιάς κατάταξης των δημοσίων υπαλλήλων).

 

Τι αξιολογείται στην έκθεση;

Η έκθεση αξιολογήσεως περιγράφει και αξιολογεί το έργο του κληρικού κατά τη χρονική περίοδο, και μόνο γι’ αυτήν, η οποία αναγράφεται στην πρώτη σελίδα. Δεν αποτελεί συνολική αποτίμηση της προσωπικότητας, ή της πνευματικότητας, ή των προσόντων, ή του έργου του κληρικού από την ημέρα της χειροτονίας του μέχρι τη στιγμή που αξιολογείται.

 

Η αξιολόγηση δεν αδικεί τους «μη προσοντούχους» ή εκείνους που υπηρετούν σε μικρές ενορίες;

Όχι, δεν τους αδικεί. Η αξιολόγηση δεν είναι κλίνη του Προκρούστη, ώστε να μετρήσει ποσοτικά τις επιδόσεις του κληρικού, το πόσα παιδιά μάζεψε στο κατηχητικό ή πόσες λειτουργίες ή αγιασμούς έκανε. Η αξιολόγηση κινείται στο ευαγγελικό πνεύμα της παραβολής των ταλάντων.

 

Μπορεί το έργο του κληρικού -και κυρίως η πνευματική του τελειότητα- να αξιολογηθεί;

Ασφαλώς και είναι αδύνατο. Η αξιολόγηση δεν «μετρά», ούτε αποτυπώνει τις αρετές, ή την πίστη, ή την αγιότητα του κληρικού, ούτε το εύρος της πνευματικής του επάρκειας, τελειότητας ή προφοράς. Το έργο, ωστόσο, κάθε κληρικού προσδιορίζεται από την Εκκλησία, διά του επισκόπου, ο οποίος τον έχει θέσει να διακονεί σε συγκεκριμένη θέση και με συγκεκριμένες κάθε φορά απαιτήσεις.

 

Η αξιολόγηση είναι σύμφωνη ή αντίθετη με τους κανόνες της Εκκλησίας;

Οι ιεροί κανόνες δεν ορίζουν κάτι, διότι απλά η μισθοδοσία των κληρικών αποτελούσε ανέκαθεν μέριμνα της Εκκλησίας. Από τη στιγμή που η Πολιτεία μισθοδοτεί τους κληρικούς, ορίζει η ίδια το ύψος της χρηματικής αμοιβής και θέτει -εν προκειμένω- φραγμούς και όρια, τη διαχείριση των οποίων άφησε στην Εκκλησία, σύμφωνα με το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, κατ’ εφαρμογή των ιερών κανόνων και του Συντάγματος.

 

Δε θα μπορούσε να υπάρχει ένας ενιαίος πίνακας ανά βαθμό και να προάγονται οι αρχαιότεροι από βαθμό σε βαθμό; Άλλωστε, ο δικός μας καν. 230/11 δεν κάνει πουθενά αναφορά σε πίνακες.

Ο κανονισμός 230 κάνει λόγο για προαγωγές (άρθρ 11, παρ. 2). Οι προαγωγές, άλλωστε, ή μάλλον η απαγόρευση να προαχθούν όλοι, παρά μόνον ένα ποσοστό, αποτελεί πρόβλεψη του Ν. 4024, ο οποίος επιβάλλει τη σύνταξη πινάκων προακτέων και μη προακτέων.

 

Γιατί πρέπει να αξιολογούνται οι κληρικοί;

Με τον νόμο 4024/2011 ορίστηκε η μισθοδοσία των κληρικών να εναρμονίζεται ευθέως με αυτήν των δημοσίων υπαλλήλων. Παλαιότερα, έπρεπε κάθε φορά με κοινή υπουργική απόφαση να αναπροσαρμόζονται οι μισθοί των κληρικών.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ