Αρχική » Ο Παΐσιος που γνώρισα όταν ήμουν παιδί…

Ο Παΐσιος που γνώρισα όταν ήμουν παιδί…

από kivotos

Του Βασίλειου Μουρεχίδη, υπαλλήλου στο υπουργείο Οικονομικών και αντιπροέδρου του «Ιδρύματος Αγάπης και Προσφοράς Γέροντος Παΐσιου»

 

«Eσύ, Βασιλάκη, δεν θα γίνεις καλόγηρος, θα γίνεις καλός άνθρωπος…». Καλός άνθρωπος δεν ξέρω αν έγινα, εκείνο που ξέρω είναι ότι είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά, να κοιμηθώ στο ίδιο κελί με τον Γέροντα Παΐσιο, να μιλήσω μαζί του. Ήμουν παιδί έξι χρόνων όταν για πρώτη φορά, μαζί με άλλα παιδιά από την Κόνιτσα, πήγα στο μοναστήρι στο Στόμιο, για να περάσω τις καλοκαιρινές διακοπές. Τότε ο γέροντας συνήθιζε να φιλοξενεί παιδιά στο μοναστήρι όπου ζούσε μόνος του, να τα συμβουλεύει, αλλά και να τα ταΐζει, γιατί εκείνα τα χρόνια υπήρχε πολλή φτώχεια!

Εκεί, στο μοναστήρι, στάθηκα διπλά τυχερός, αφού ο γέροντας μου έδειξε μεγάλη εκτίμηση, με άφηνε να κοιμάμαι στο κελί του και ήταν αυτός που σκάρωσε την πιο ωραία σκανδαλιά του κόσμου: Μια χρονιά ερχόταν Πάσχα. Εγώ, τότε, του λέω πως θέλω να έρθει το Πάσχα. Γιατί; Ο γείτονάς μου στην Κόνιτσα είχε φραγκόκοτες και τα αυγά που έκαναν αυτές ήταν πολύ γερά και δεν έσπαγαν. Εμείς αυγά δεν είχαμε πολλά, οπότε δεν θα έμεναν για μένα για να τσουγκρίσω. Ο Παΐσιος, που ήταν άριστος ξυλουργός, μου έφτιαξε ένα ξύλινο αυγό. «Γέροντα, τον ρώτησα, αυτό δεν είναι αμαρτία;». «Όταν δίνεις χαρά σε ένα παιδί χωρίς να βλάπτεις κανέναν, δεν είναι», μου απάντησε. Μου είχε κάνει εντύπωση εκείνη η «σκανδαλιά», αλλά καταλάβαινα ότι ο γέροντας, που ήταν τόσο δίκαιος, απλώς ήθελε να μου δώσει λίγη χαρά την οποία δεν έπαιρνα από τα άλλα παιδιά, αφού αυτά είχαν περισσότερα αυγά από μένα.

Αυτό το περιστατικό ήταν από τα πιο απλά όσο ήμουν κοντά του. Αυτό, όμως, που με σημάδεψε ήταν το φως που έβλεπα την νύχτα στο κελί όπου βρισκόταν αυτός. Τότε είχε μόνο ένα μικρό λυχνάρι. Αλλά τη νύχτα στον χώρο του έπεφτε ένα ανεξήγητο φως. Λες και ήταν προβολέας. Κάποια νύχτα που τον ρώτησα, μου είπε πως δεν είναι τίποτε και πως, αν θέλω να κοιμηθώ και να μην ενοχλούμαι, να ρίξω μια κουβέρτα στο πρόσωπο.

Κάθε καλοκαίρι, κάθε Σαββατοκύριακο, εκεί, στη Μονή Στομίου, είχα την τύχη να ζήσω αυτόν τον άνθρωπο που δεν ήθελε ούτε τις υπερβολές ούτε τις κολακείες. Ήθελε να είναι απλός, να είναι δίκαιος και αυστηρός με τους μεγαλοσχήμονες της Εκκλησίας. Προσευχόταν οκτώ και δέκα ώρες την ημέρα, δούλευε πολύ και έτρωγε ελάχιστα. Όμως για μας, τα παιδιά, φρόντιζε να υπάρχει φαγητό. Για πρωινό μάς είχε κρασί με νερό και ψωμί και τσάι. Επίσης, έκανε τη λαδοπαπάρα. Τσιγάριζε κρεμμύδι και έριχνε μετά λίγο νερό και μετά τις φέτες το ψωμί. Ήταν πεντανόστιμο. Γενικώς, θυμάμαι ότι μαγείρευε πάρα πολύ καλά. Ο ίδιος, βέβαια, δεν έτρωγε μαζί μας. Προτιμούσε να τρώει μόνος του, λίγο ψωμί με ελιές, ίσως και λίγο τυρί, εάν υπήρχε. Ήταν πάντα λιτοδίαιτος, αλλά φρόντιζε οι επισκέπτες του να μη μένουν νηστικοί.

Ο Παΐσιος ήθελε να είναι απλός, να είναι δίκαιος και αυστηρός με τους μεγαλοσχήμονες της Εκκλησίας. Προσευχόταν οκτώ και δέκα ώρες την ημέρα, δούλευε πολύ και έτρωγε ελάχιστα

Τα θαύματα που έζησα

Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πολλά που γίνονταν. Δεν μπορούσα να εξηγήσω όσα έβλεπα και τα οποία, εκ των υστέρων, αποδείχτηκαν υπερφυσικά. Θα μπορούσα εδώ να απαριθμήσω δεκάδες περιστατικά. Όμως, θα περιοριστώ σε αυτά που ο ίδιος έζησα.

Μια φορά, λίγο πριν το πανηγύρι της μονής, στις 8 Σεπτεμβρίου, ένας τεράστιος βράχος είχε πέσει και είχε φράξει τον δρόμο προς το μοναστήρι. Τότε ανεβαίναμε με τα άλογα. Μόλις φτάσαμε με τον γέροντα στο σημείο όπου είχε πέσει ο βράχος, του είπα: «Εδώ χρειάζεται να έρθει ένα μηχάνημα για να ανοίξει τον δρόμο». «Δεν χρειάζεται», μου λέει, «μπορείς και εσύ να ανοίξεις τον δρόμο». Νόμιζα ότι με κορόιδευε, αν και δεν το συνήθιζε. «Μα, εγώ πώς;», τον ρωτάω. «Είναι απλό», μου λέει, «σπρώξε με τα χέρια σου». Έσπρωξα μία, δύο, τρεις, τίποτε. «Δεν πειράζει», μου λέει τότε, «κάθισε πέντε λεπτά, προσευχήσου, κάνε τον σταυρό σου και ξαναδοκίμασε». Έτσι και έκανα και, καθώς έσπρωχνα, ένιωσα το χέρι του να με ακουμπά στην πλάτη και να με σπρώχνει απαλά. Ο βράχος έπεσε προς το ποτάμι και ο δρόμος ελευθερώθηκε.

Άλλη μια φορά, εκεί που ήμασταν στο μοναστήρι, ήρθε μια κυρία από την Κύπρο, Ευαγγελία την έλεγαν. Χωρίς καν να τη γνωρίζει, της λέει: «Ευαγγελία, τι θέλεις εδώ; Ο Χρήστος θα γίνει καλά» (ο Χρήστος ήταν ο άντρας της και ήταν άρρωστος). «Εσύ έχεις πρόβλημα με την καρδιά σου και, αν δεν πας γρήγορα σε καρδιολόγο, θα αφήσεις ορφανά τα παιδιά σου». Η γυναίκα πήγε τη Δευτέρα στον γιατρό και το άλλο Σάββατο ήρθε για τον ευχαριστήσει, γιατί, όπως αποδείχτηκε από τις εξετάσεις, είχε πρόβλημα, αλλά πρόλαβε τα χειρότερα.

Αυτά τα δύο περιστατικά, εκ των υστέρων, αποδείχτηκαν σημαντικά. Όμως τότε, ως παιδί, δεν μπορούσα να τα αξιολογήσω. Θυμάμαι, όμως, ένα άλλο περιστατικό που με είχε εντυπωσιάσει: Υπήρχε ένα φίδι στο Παλιομονάστηρο, το παλιό μοναστήρι που απείχε από εκεί όπου ήμασταν εμείς τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ώρες. Ο γέροντας πήγαινε εκεί και του έβαζε νερό. «Μα», του έλεγα, «θα κάνετε τόσο δρόμο για το φίδι;». «Μην ανησυχείς», μου απαντούσε, «σε είκοσι λεπτά θα είμαι πίσω». Έτσι και γίνονταν. Τον έβλεπα που κατέβαινε και ήταν σαν να πετούσε. Σαν να περπατούσε στον αέρα.

 

Το κοινωνικό του πρόσωπο

Ήταν φορές που ο γέροντας κατέβαινε στην Κόνιτσα και με έπαιρνε μαζί του. Είχε φορτώσει σε ένα άλογο που είχε τρόφιμα, αλλά και φάρμακα, και με έστελνε σε οικογένειες που είχαν πρόβλημα χωρίς ποτέ ο ίδιος να εμφανίζεται.

Το συνήθιζε αυτό, να βοηθάει απλούς ανθρώπους που είχαν ανάγκη, όποιοι και αν ήταν. Για μένα είχε δώσει εντολή στην αδελφή του Χριστίνα, όταν πηγαίνω σπίτι, να μου βάζει να τρώω και να μου μπαλώνει τα ρούχα. Αλλά και για τα άλλα παιδιά ενδιαφερόταν. Και κυρίως για τα παιδιά αλλά και τις οικογένειες των μουσουλμάνων που ζούσαν στην Κόνιτσα. Πάντα ήταν δίπλα τους. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και στη «συμφιλίωση» των προσφύγων με τους ντόπιους. Η οικογένειά του, σε αντίθεση με τις περισσότερες των προσφύγων που είχαν φτάσει έως εδώ από τη Μικρά Ασία, που ζούσαν στην Κάτω Κόνιτσα, είχε εγκατασταθεί στην πάνω πόλη. Τότε, τα παιδιά μάλωναν μεταξύ τους και ο Παΐσιος φρόντιζε να τα συμφιλιώνει. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα παιδιά και ήθελε να παίζουν χωρίς να μαλώνουν. Και δεν ήθελε να τα μαλώνει και κανείς άλλος. «Παίξτε», έλεγε, «γιατί άμα μεγαλώσετε δεν θα μπορείτε». Δεν ήταν ποτέ υπέρ της αυστηρότητας. «Τα παιδιά», μας έλεγε, «δεν πρέπει να τα χτυπάει κανείς, μόνο οι γονείς τους, όταν κάνουν κάτι κακό». Και μας εξηγούσε: «Εάν σ’ ένα δέντρο που το φυτεύεις, μεγαλώνοντας ο κορμός του στραβώσει, θα πάρεις μια φούρκα για να επανέλθει. Έτσι είναι και τα παιδιά. Όταν ξεφεύγουν από τον ίσιο δρόμο, πρέπει να τα επαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο».

Για τον λόγο αυτό, μας ζητούσε να σεβόμαστε τους γονείς, τους μεγαλυτέρους, να μη λέμε ψέματα, να μην κατηγορούμε κανέναν, να μην είμαστε περήφανοι και να κάνουμε καλές πράξεις.

 

Πάντα δίπλα μου

Είναι πολλά τα περιστατικά που θα μπορούσα να απαριθμήσω για το πόσες φορές βρέθηκε να με στηρίζει. Ακόμα και τώρα τον βλέπω συχνά στον ύπνο μου. Κάθε φορά που αντιμετωπίζω δυσκολίες, είναι δίπλα μου. Μια φορά, παλαιότερα, τον είδα στον ύπνο μου να περνάει μπροστά από μένα βιαστικός. Του ζήτησα να καθίσει να του προσφέρω καφέ. «Όχι, Βασίλη», μου είπε, «τώρα με χρειάζεται ο…». Τι είχε γίνει: Ένας γνωστός μας είχε πέσει σε χαράδρα με το αυτοκίνητό του. Το αυτοκίνητο έγινε παλιοσίδερα, αλλά αυτός βγήκε σώος. Όταν βρήκα τη γυναίκα του, την επομένη, μου είπε: «Άσε, απόψε είχαμε άγιο…».

Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες τέτοια περιστατικά. Θα το αποφύγω, γιατί πολλά από αυτά δεν φαίνονται πιστευτά και μπορεί κάποιος τα εντάξει στις υπερβολές που ίσως γράφτηκαν από άτομα τα οποία θέλουν με τον τρόπο αυτό να δείξουν τον σεβασμό τους προς τον γέροντα.

Όμως, όσοι τον ζήσαμε από κοντά γνωρίζουμε ότι δεν ήθελε ποτέ να προβάλλεται το έργο του, ούτε και το πρόσωπό του. «Εγώ είμαι αμαρτωλός», έλεγε και μας καλούσε να προσευχηθούμε γι’ αυτόν. Η ζωή του ήταν νηστεία, προσευχή και πολλή δουλειά. Δεν τον ενδιέφεραν τα πλούτη, οι ανέσεις, οι κοσμικότητες. Ήταν ήρεμος, γαλήνιος, καταδεκτικός. Ήταν πάντα κοντά στον φτωχό και τον αδύναμο.

Και για τον λόγο αυτόν κάποιοι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και εγώ, πριν από δύο χρόνια συστήσαμε το «Ίδρυμα Αγάπης και Προσφοράς Γέροντος Παΐσιου» με έδρα το Τρίλοφο της Θεσσαλονίκης. Το ίδρυμα αυτό σιτίζει καθημερινά 3.000 άτομα και διατηρεί κοινωνικό πολυϊατρείο, παντοπωλείο και φαρμακείο. Τώρα, λόγω της κρίσης, σχεδιάζουμε να δημιουργήσουμε παραρτήματα στην Κόνιτσα, στα Γιάννινα και στην Αθήνα.

Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για να τιμήσουμε έναν άνθρωπο που μας στήριξε και που πρόσφερε, σε γνωστούς και μη, πνευματικά και υλικά. Που ακολούθησε τον δικό του δρόμο, χωρίς να επιδιώξει ούτε την αγιοκατάταξη ούτε την προβολή.

Ίσως εγώ να είμαι ο ελαχιστότατος, ακόμα και ανάξιος, να μιλήσω για τον συμπατριώτη μου μοναχό. Και, αν το κάνω τώρα, το κάνω για να προσθέσω (εάν αυτό έχει κάποια σημασία) ορισμένα στοιχεία για τη ζωή που έζησα δίπλα του αρκετό καιρό. Για την πορεία του, όπως εγώ την έμαθα, στο περιβάλλον όπου μεγάλωσε εκείνος και εγώ. Είναι τιμή για όλους μας που είχαμε αυτή την ευκαιρία, έστω και λίγο. Που φάγαμε από τα χέρια του, τη λιτή «λαδοπαπάρα» και ακούσαμε από τα χείλη του λόγια σοφά, που μας βοήθησαν να διαλέξουμε τον όποιο δρόμο σήμερα βαδίζουμε…


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ