Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Η χριστανική θρησκεία στην Αγία Γραφή, και ειδικότερα στο Βιβλίο της Γενέσεως, μας διδάσκει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό εκ του μηδενός, ενώ ο άνθρωπος πλάστηκε με πηλό από τον Δημιουργό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Αυτού την εβδόμη και τελευταία ημέρα της δημιουργίας. Αντίθετη ερμηνεία στα δύο αυτά βασικά υπαρξιακά ζητήματα μας δίνει η επιστήμη. Για τον κόσμο μας λέει ότι είναι αποτέλεσμα της «Μεγάλης Έκρηξης», ενώ για τον άνθρωπο προβάλλει ως γενεσιουργό αιτία αυτού την εξέλιξη των πιθήκων, από τους οποίους κατάγεται.
Καλούμενος κάποιος να πάρει θέση στις δύο αυτές διαμετρικά αντίθετες εκδοχές πάνω στα ίδια γεγονότα φαίνεται ότι αντιμετωπίζει το δίλημμα ποια από τις δύο να απορρίψει ή να δεχθεί. Το δίλημμα, όμως, αυτό δεν είναι αληθινό. Είναι ψευτοδίλημμα. Διότι, στην ουσία, η επιστήμη και στις δύο περιπτώσεις δεν αποδεικνύει, όπως οφείλει, τις παραδοχές της, αλλά προβαίνει σε υποθέσεις και εκτιμήσεις που παρουσιάζουν αρκετά κενά και αφήνουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Επομένως, δεν είναι πειστικές οι θέσεις της, γι’ αυτό και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Και, για να μην υπάρξει παρεξήγηση, πρέπει να διευκρινισθεί εδώ ότι οι πιο πάνω θέσεις της επιστήμης στα σχετικά ζητήματα δεν συνιστούν επιστημονικά αξιώματα ή θεωρήματα, όπως είναι, π.χ., ο νόμος της βαρύτητας ή άλλοι φυσικοί νόμοι, ώστε να μην επιδέχονται αμφισβήτηση, αλλά αποτελούν επιστημονικές απόψεις που ως τέτοιες υπόκεινται σε κριτική και αμφισβήτηση, άρα και σε απόρριψη, όταν δεν είναι πειστικές. Δεν μπορεί να λεχθεί, όμως, το ίδιο και για τις προαναφερθείσες απόψεις της θρησκείας, τις οποίες ως δογματικές θέσεις είτε τις αποδέχεται κάποιος, όπως ακριβώς διατυπώνονται, εάν βέβαια είναι πιστός, είτε τις απορρίπτει, εάν είναι άθεος ή άθρησκος. Και επάνω σε δογματικές θέσεις δεν μπορεί ασφαλώς να γίνει διάλογος μεταξύ ενός πιστού και ενός αθέου, διότι θα είναι διάλογος μεταξύ κωφών, στον οποίο ο ένας δεν καταλαβαίνει τι του λέει ο άλλος.
Ας έλθουμε, όμως, εγγύτερα στις προαναφερθείσες απόψεις της επιστήμης για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, για να δούμε, τι ακριβώς μας λένε.
Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» υποστηρίζει ότι πριν από εκατομμύρια χρόνια, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη τη χρονική στιγμή, εξερράγη η υπάρχουσα ύλη στο διάστημα και, έτσι, δημιουργήθηκε αυτό που ονομάζουμε σήμερα Σύμπαν. Η Γη, ο ήλιος και οι πλανήτες που μας περιβάλλουν. Βάση της εν λόγω θεωρίας είναι, λοιπόν, η έκρηξη μιας υπάρχουσας ύλης, διότι το τίποτε δεν μπορεί ασφαλώς να εκραγεί. Δέχεται, ωστόσο, η συγκεκριμένη θεωρία ότι η σχετική ύλη προϋπήρχε από μόνη της, χωρίς να την έχει φτιάξει κάποιος.
Είναι προφανές ότι η παραδοχή αυτή αποτελεί επιστημονική πρόταση που χρειάζεται απόδειξη, αφού, όπως είπαμε, τίποτε δεν γίνεται δεκτό στην επιστήμη, εάν δεν αποδεικνύεται. Την απόδειξη, όμως, αυτή δεν μπορεί να την προσφέρει η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης». Δεν μπορεί, δηλ., να εξηγήσει επιστημονικά πώς είναι δυνατό να προϋπήρχε από μόνη της η εκραγείσα ύλη. Επειδή, λοιπόν, την προϋπάρχουσα ύλη τη χρειάζεται οπωσδήποτε η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης», διότι δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί επιστημονικά χωρίς αυτήν, καταφεύγει σε έναν επιστημονικό μετεωρισμό: Παίρνει ως δεδομένο εκείνο ακριβώς που είναι ζητούμενο.
Έτσι, βλέπουμε καθαρά πόσο ρευστή είναι η επιστημονική βάση της θεωρίας της «Μεγάλης Έκρηξης». Εάν, μάλιστα, δίπλα στην προαναφερθείσα αδυναμία προστεθεί και η άλλη αδυναμία της πιο πάνω θεωρίας, η αδυναμία της, δηλ., να εξηγήσει επιστημονικά πώς είναι δυνατόν ένα τυχαίο περιστατικό, όπως είναι μια στιγμιαία έκρηξη, να δημιουργεί νομοτέλεια σαν αυτή που διέπει τη λειτουργία του Σύμπαντος, τότε έχουμε, νομίζω, τα στοιχεία που χρειάζονται για να αμφισβητήσουμε την επιστημονική επάρκεια της θεωρίας της «Μεγάλης Έκρηξης» ως δημιουργού αιτίας του Σύμπαντος. Και σίγουρα, πάντως, μπορούμε να δούμε καθαρά εδώ πόσο λογικά άστοχη είναι η προσπάθεια εκείνων οι οποίοι, στηριζόμενοι στις αναπόδεικτες παραδοχές της θεωρίας της «Μεγάλης Έκρηξης», θέλουν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη του Θεού, χρησιμοποιώντας με αντιεπιστημονικό, μάλιστα, τρόπο ως εργαλείο εκείνο που δεν μπορεί να αποδείξει επιστημονικά η ίδια η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης».
Την επαλήθευση της θεωρίας της «Μεγάλης Έκρηξης» επεδίωξε και το γνωστό πείραμα του Cern της Ελβετίας, με το οποίο οι επιστήμονες που συμμετείχαν σε αυτό προσπάθησαν μέσω του μηχανήματος που κατασκεύασαν να εξερευνήσουν το Σύμπαν, για να εξηγήσουν πώς δημιουργήθηκε αυτό. Το συμπέρασμα των ερευνητών ήταν αναμενόμενο στη βάση που διεξήγετο το σχετικό πείραμα: δεν βρέθηκε πουθενά κάποιο «σωματίδιο του Θεού»! Λες και ο Θεός είναι υλικό ον για να αφήνει τα πατήματα ή τα ίχνη Του, ώστε να μπορούν να Τον βρουν όσοι Τον αναζητούν.
Ανάλογες αδυναμίες παρουσιάζει και η θεωρία της εξελίξεως που διαμόρφωσε ο Άγγλος φυσιοδίφης Δαρβίνος, ο οποίος υποστηρίζει με ομοίως ελάχιστα πειστικά επιστημονικά επιχειρήματα ότι ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από τον Θεό, αλλά είναι δημιούργημα της εξέλιξης των πιθήκων.
Κατ’ αρχάς, και ο Δαρβίνος δεν εξηγεί από πού προήλθε ο πίθηκος που, κατ’ αυτόν, εξελίχθηκε σε άνθρωπο. Δεν μας λέει, ακόμα, πώς είναι δυνατόν η εξέλιξη να μεταβάλει όχι μόνο τα εξωτερικά στοιχεία ενός πιθήκου (τρίχωμα, δόντια κ.λπ.), αλλά και τα εσωτερικά του στοιχεία, και μάλιστα σε τέτοιον βαθμό, ώστε να τον μετατρέπει από άλογο σε έλλογο ον; Και, εάν αυτό συνέβη κάποτε, τι είναι εκείνο που εμποδίζει την επανάληψη του φαινομένου σήμερα, πολύ περισσότερο όταν έχουμε αρωγό την επιστήμη, η οποία κάνει πια θαύματα; Γιατί δεν μπορεί η επιστήμη να κάνει αυτό το θαύμα, να βάλει, δηλ., ένα ανθρώπινο σπέρμα σε κάποιο πίθηκο ή να επέμβει στο σχετικό χρωμόσωμα του, ώστε να τον μετατρέψει και αυτόν από πίθηκο σε άνθρωπο; Είναι πιο ισχυρή η συγκυρία από την επιστήμη; Δεν είχε προλάβει ο Δαρβίνος να δει τις μεταμοσχεύσεις οργάνων, που ανατρέπουν πλήρως την θεωρία του. Ας απαντήσουν τουλάχιστον όσοι ακολουθούν τη θεωρία αυτή στο εξής απλό ερώτημα: Αν, πράγματι, ο πίθηκος και ο άνθρωπος είναι συγγενή είδη καταγόμενα το ένα από το άλλο, όπως έλεγε ο Δαρβίνος, τότε γιατί απορρίπτονταν αμέσως ως μη συμβατά τα όργανα πιθήκων, που αρχικά μεταμοσχεύονταν πειραματικά σε ανθρώπους;
Με αυτά τα δεδομένα, οι προαναφερθείσες θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου και την προέλευση του ανθρώπου όχι μόνο δεν αποδεικνύουν την ανυπαρξία του Θεού, όπως υποστηρίζουν παραπλανητικά οι οπαδοί της «επιστημονικής αθεΐας», για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο, αλλά αντιθέτως υπογραμμίζουν με μεγαλύτερη έμφαση την Πανσοφία του Θεού, που έφτιαξε αυτόν τον υπέροχο και θαυμαστό κόσμο. Ένα βλέμμα στον έναστρο ουρανό και μια ματιά στη δομή και τη λειτουργία του γενετικού κώδικα είναι αρκετά για να μας δείξουν που βρίσκεται ο Θεός.