Αρχική » Συντηρητικότητα ή διαχρονικότητα;

Συντηρητικότητα ή διαχρονικότητα;

από kivotos

Του Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζα, Ιεροκήρυκος Ι.Μ. Κερκύρας και Παξών, Διευθυντού Προσωπικού Ιεράς Συνόδου

 

 

Ίσως αναρωτηθεί κανείς: «Είναι, λοιπόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Πατέρες συντηρητικοί και, επομένως, αρνούνται την πρόοδο; Είναι δυνατόν να ζούμε στην εποχή της επιστήμης και της προόδου και η Εκκλησία να ζει στον Μεσαίωνα;». Η απάντηση στα ερωτήματα που προτάχθηκαν δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, διότι προέρχονται είτε από διαφορετική ιστορική ή και φιλοσοφική αφετηρία είτε από παρανοήσεις οι οποίες έχουν παγιωθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Για να αποσαφηνίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα, οφείλουμε να ορίσουμε τη διάκριση ανάμεσα στη χριστιανική αλήθεια και την επιστήμη, ανάμεσα στο δόγμα και το κήρυγμα και ανάμεσα στη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής παραδόσεως και την πρόοδο ή τη συντηρητικότητα.

Η αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός. Το είπε ο Κύριός μας ότι «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14.6). Αποκαλύφθηκε ο Θεός στους ανθρώπους με δική του πρωτοβουλία, διά μέσου των προφητών, με τη σάρκωση του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στους θεοφόρους αποστόλους και στους Πατέρες της Εκκλησίας, σύμφωνα πάλι με τα λόγια του Χριστού, ότι «ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14.26) και περαιτέρω: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν, ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούσει λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστί, διά τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16.13-15). Αρα, η αλήθεια ταυτίζεται με τον τριαδικό Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Αλήθεια είναι επίσης η γνώση του Θεού στην πληρότητά της και για τον λόγο αυτό δεν επιδέχεται προσθήκες ή αφαιρέσεις. Πάλι θα καταφύγουμε στα λόγια του Χριστού ότι «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24.35, Μάρκ. 13.31).

Επομένως, ο λόγος του Χριστού και του Ευαγγελίου είναι διαχρονικός και ακαινοτόμητος. Η επιστήμη, πάλι, είναι κάτι το διαφορετικό, καθότι αποτελεί ανθρώπινο επίτευγμα -το οποίο κατά την διδασκαλία των Πατέρων είναι δώρο του Θεού- και συνίσταται στην ανακάλυψη των νόμων που διέπουν τον κτιστό κόσμο. Η επιστήμη, ασφαλώς, είναι κάτι το οποίο συνεχώς εξελίσσεται και προοδεύει. Με άλλα λόγια, η χριστιανική αλήθεια είναι η γνώση του ακτίστου Θεού, ενώ επιστήμη η γνώση του κτιστού κόσμου και πάλι, πίστη είναι η εμπειρία της σχέσης του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό, ενώ τεχνολογία η σχέση του ανθρώπου με τον κτιστό κόσμο, στον βαθμό που προοδεύει η γνώση του γι’ αυτόν.

Κατά την ίδια αντιστοιχία, το δόγμα, δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας, ταυτίζεται με τη γνώση της αλήθειας και, επομένως, αποτελεί περισσότερο βίωμα, παρά διανοητική διεργασία. Το κήρυγμα, από την άλλη, αποτελεί τη διατύπωση του δόγματος, δηλαδή την έκφραση του βιώματος της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος θα πει: «Αλλο γάρ δόγμα και άλλο κήρυγμα. Το μεν γαρ σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (ό.π.).

Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η ασάλευτη στάση των Πατέρων στη διαφύλαξη της διδασκαλίας της Εκκλησίας ή της εκκλησιαστικής παραδόσεως ή του Ορθοδόξου δόγματος, όπως αυτά παραδόθηκαν από τον Χριστό και τους αγίους Αποστόλους, χωρίς προσθήκες, χωρίς αφαιρέσεις, δίχως καινοτομίες, αποτελεί κριτήριο μείζονος σημασίας για την πορεία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Από τη στιγμή, μάλιστα, πού η πρόοδος αναφέρεται στην επιστήμη, δεν τίθεται θέμα αναχρονισμού της διδασκαλίας των Πατέρων, ότι δηλαδή αυτοί είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν και δήθεν αντιστρατεύονται την πρόοδο. Εξάλλου, οι μεγαλύτεροι Πατέρες της Εκκλησίας μας κατείχαν και σπουδαία επιστημονική κατάρτιση: ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχαν φοιτήσει στη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, όπου σπούδασαν φιλοσοφία, μαθηματικά, ιατρική, μουσική και αστρονομία, πολλοί επίσης κληρικοί, ακόμα και κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, συνέγραψαν επιστημονικές πραγματείες, όπως περί φυσικής, αστρονομίας κ.λπ. και ιδρύσαν πρότυπα για την εποχή τους σχολεία.

Η σύγχυση η οποία προκαλεί το ερώτημα εάν το Ορθόδοξο δόγμα ή η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκρούεται με την επιστήμη ή την πρόοδο οφείλεται σε εντελώς διαφορετική θεώρηση, η οποία έχει την αρχή της στη δυτική φιλοσοφική και θεολογική σκέψη. Σύμφωνα με αυτήν, το δόγμα είναι κάτι το οποίο εξελίσσεται,·επίσης, η γνώση του Θεού δεν αποτελεί μόνο την αποκεκαλυμμένη από τον ίδιο αλήθεια, αλλά είναι προσβάσιμη στον ανθρώπινο νου μέσα από συλλογισμούς και διανοητικές διεργασίες.

Η αντίληψη αυτή οφείλεται σε μονομερή ερμηνεία της αριστοτελικής φιλοσοφίας, η οποία έγινε γνωστή στη Δύση από τον 11ο αι. και μετά, και γέννησε αρχικά τη σχολαστική θεολογία και αργότερα την ακαδημαϊκή θεολογία. Στο εσωτερικό της χριστιανικής Δύσης γέννησε καινοφανή δόγματα και οδήγησε σταδιακά την ακαδημαϊκή θεολογία σε αποξένωση από το εκκλησιαστικό βίωμα, από τη ζώσα, δηλαδή, εμπειρία της αλήθειας και της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ετούτη η τελευταία παθολογία έχει προσβάλει και μεγάλη μερίδα των Ορθοδόξων θεολόγων, οδηγώντας σε ξένες προς την Ορθοδοξία ατραπούς.

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ