Του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίους Βαμβακίδη, γεν. αρχ. επιτρόπου Ι.Μ. Ζιχνών και Νευροκοπίου
Με τις διατάξεις του άρθρου 8 §2α του ν. 4387/2016 προσδιορίζονται οι συντάξιμες αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης και επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη. Για την ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και τη σχετική πληροφόρηση των ενδιαφερομένων και μετά:
i) την έκδοση της αριθ. 111482/0092/30.11.2016 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Β/4005), με την οποία προσδιορίζονται τα ποσοστά των ασφαλιστικών εισφορών (τα αναρτήσαμε στο προηγούμενο τεύχος) ασφαλισμένου και εργοδότη που ισχύουν από 1ης.1.2017 και μετά.
ii) τη λήξη την 31η.12.2016 της ισχύος της διάταξης της παρ. 2α του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α 226), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015 (Α 94).
iii) την έκδοση των αριθ. οικ. 2/84643/ΔΠΓΚ/25.10.2016 (ΑΔΑ: ΨΣΔΩΗ-7ΞΧ) και οικ. 2/89217/ ΔΠΓΚ/16.11.2016 (ΑΔΑ: ΩΨΓΠΗ-ΣΡΔ) αποφάσεων της Διευθ. Προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, με τις οποίες εγγράφονται κωδικοί αριθμοί εξόδων (ΚΑΕ) για τις ασφαλιστικές εισφορές των υπαλλήλων-κληρικών με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, υπέρ του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), επισημαίνονται τα εξής:
– Στις συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης, εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του κληρικού καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών διά του συνολικού χρόνου ασφάλισής του.
– Ενδεχομένως οι νόμοι που προαναφέρονται, οι παράγραφοι, τα άρθρα και τα εδάφια, για πολλούς κληρικούς να μην είναι γνωστοί, συνιστούν όμως όλα όσα καθορίζουν πλέον τις ασφαλιστικές εισφορές και συντάξιμες αποδοχές τους. Ως εκ τούτου, κατά την ταπεινή μας άποψη, οι εν Χριστώ αδελφοί μας πρέπει να τους γνωρίζουν ώστε να έχουν γνώση περί των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων.
– Στον νέο νόμο 4387/2016 που ψηφίστηκε, στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης των υπαλλήλων-λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και των στρατιωτικών 1.α. από 1ης Ιανουαρίου 2017 και οι ιερείς και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, από την έναρξη του παραπάνω νόμου, υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΕΦΚΑ που συνίσταται με τις διατάξεις του άρθρου 51 και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της σύνταξης, καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των κληρικών εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
– Το Δημόσιο εξακολουθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 να υπολογίζει και να εισπράττει τις ασφαλιστικές εισφορές των κληρικών και να καταβάλλει τις ήδη κανονισθείσες συντάξεις, καθώς και εκείνες που θα κανονισθούν μέχρι την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι συντάξεις όσων κληρικών υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως από την έναρξη του ως άνω νόμου έως τις 31.12.2016 κανονίζονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ, σύμφωνα πάλι με τις διατάξεις του νέου νόμου, συντάξεις όσων κληρικών έχουν καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την ημερομηνία αυτή μεταφέρονται στον ΕΦΚΑ και καταβάλλονται από αυτόν, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 132 περί ανωτάτου ορίου σύνταξης.
– Για τους κληρικούς υπενθυμίζουμε εκ νέου ότι ισχύουν το 70ό έτος ηλικίας και η 35ετή συνεχής υπηρεσία. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογενείας του: i) Η επιζούσα σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. ii) Τα νόμιμα τέκνα υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο παρατείνεται μέχρι το 24ο έτος εφ’ όσον φοιτούν σε ΑΕΙ, ΤΕΙ κ.λπ. β) Κατά τον χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία, εφ’ όσον η ανικανότητα επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.