Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου στον ι. ναό Κοίμησης Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί για το πρόσωπο της Παναγίας μας. Αναρίθμητα κείμενα που υμνούν, τιμούν και εξαίρουν τη «Βασίλισσα των Ουρανών», την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, η οποία υψώθηκε από τον Κύριο όσο κανείς άλλος άνθρωπος στον κόσμο. Πραγματικά όμως όσο και να διαβάσεις για την Παναγία μας, ό,τι κηρύγματα και ομιλίες να ακούσει κανείς, δεν μπορεί να συγκριθεί με την προσωπική σχέση και αναζήτηση του κάθε ενός μας με το Άγιο πρόσωπό της.
Όσοι έχουν αισθανθεί τη διακριτική παρουσία της, μέσω κάποιου σημείου της σε μία δυσκολία ή πειρασμό, ό,τι μορφωτικό επίπεδο και αν έχουν, στις μαρτυρίες και στις καταθέσεις τους, πολλές φορές περνάνε και τους πιο λόγιους και χαρισματικούς συγγραφείς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί όταν κάτι γίνει προϊόν εμπειρίας και μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του γλυκύτατου προσώπου της Παρθένου, τότε αδύνατον να «μη μεταμορφωθεί» ο άνθρωπος προς το καλύτερο. Η συναναστροφή αυτή βγάζει ό,τι καλύτερο έχει ο άνθρωπος και απωθεί ό,τι χειρότερο αποκτά, το πάθος και την αμαρτία.
Το ζητούμενο όμως, πέρα από μία έκτακτη εμφάνιση της Παναγίας, είναι αυτή η συνεχής αναζήτηση της καρδιάς. Ότι υπάρχει εκεί, αυτό και χαρακτηρίζει τον όλο άνθρωπο. Στην Ορθοδοξία δεν έχουμε αναπτύξει ξεχωριστή «Μαριολογία», γιατί όπου η Παναγία εκεί και ο Χριστός. Γι’ αυτόν τον λόγο σπάνια αγιογραφείται μόνη της, στη συντριπτική πλειονότητα η Θεοτόκος κρατάει τον Χριστό και τον υποδεικνύει μάλιστα διακριτικά, σαν να μας λέει με λόγια ότι ο Υιός και Θεός της πρέπει να είναι ο πόθος της καρδιάς μας! Αυτός είναι η πεμπτουσία της πνευματικής μας ζωής και γι’ αυτό λατρεύεται, ενώ η Παναγία και οι Άγιοι απλά τιμούνται, αλλά δεν απολυτοποιούνται ως κατ’ ουσίαν Θεοί.
Αντικρίζοντας λοιπόν τις πάμπολλες εικόνες της Παναγίας μας, διαβάζοντας τα χιλιάδες θαυμαστά της σημεία, διακρίνοντας τα σπάνια χαρίσματά της με τα οποία έχει κοσμηθεί, ακούγοντας τους χιλιάδες όμορφους και σε λόγια αλλά και σε ρυθμό εκκλησιαστικής μουσικής ύμνους της, συμμετέχοντας στις δεκάδες γιορτές της Παναγίας, καθ’ όλη τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, είναι σίγουρο ότι η ύπαρξη του ανθρώπου κατανύσσεται, η συνείδησή του λεπτύνεται και ο ουρανός, διά πρεσβειών της Παναγίας, είναι πιο κοντινός και προσιτός για τον άνθρωπο που με πίστη προετοιμάζεται, μετανοεί και προσπαθεί να έρθει σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό.
Ποιος πραγματικά δεν ζήτησε με πίστη και δεν έλαβε; Ποιος έκλαψε πικρά για τις αμαρτίες, τα σφάλματα και τα λάθη του, τα εξομολογήθηκε στον πνευματικό και δεν αισθάνθηκε την άφεση, τη χαρά και την παραμυθία; Ποιος επικαλέστηκε με επιμονή και συντριβή το όνομα της Παναγίας και δεν εισακούστηκε το αίτημά του; Ποιος κίνδυνος και ποια δυσκολία δεν εξαλείφθηκαν όταν αναφωνήσαμε το όνομά της επιτακτικά «ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!». Όλους μας ακούει και μας συμπονά ως αληθινή «μητέρα μας»! Επομένως, εφόσον υπάρχει αυτή, δεν υπάρχει πραγματική ορφάνια και ας υπάρχουν παιδιά που δεν γνώρισαν ποτέ τους σαρκικούς γονείς τους. Εφόσον μας βοηθά αυτή, δεν υπάρχει κανείς αβοήθητος! Εφόσον μας σκεπάζει αυτή, δεν υπάρχει στην ουσία κανείς «άστεγος» και ας γεμίζουν ακόμη και στις μέρες μας τα παγκάκια και τα εγκαταλελειμμένα κτίρια. Εφόσον μας συντροφεύει αυτή, δεν υπάρχει κανείς μόνος και ας έχει καιρό να του μιλήσει και να τον συντροφεύσει άνθρωπος!
Όχι αδελφοί μου, δεν παίζουμε με τις λέξεις, όχι δεν ασκούμαστε σε λογοπαίγνια με τις αντιθετικές εικόνες που αναφέρουμε. Αυτό που προσπαθούμε να τονίσουμε είναι ότι πρέπει να δούμε την πραγματική εικόνα, την οποία ο αμαρτωλός και παλαιός άνθρωπος πολλές φορές μας αποκρύβει και αγνοεί. Γιατί όποιος εμπιστευτεί την ύπαρξή του στον Θεό, διά πρεσβειών της Παναγίας και όλων των Αγίων, πραγματικά όλα τα παραπάνω του είναι οικεία, προσιτά και μια καθημερινότητα. Έτσι μόνο εξηγούνται τα θαυμαστά κατορθώματα πολλών ενάρετων ασκητών που, αν και εγκαταλειμμένοι από τον κόσμο και τις ανέσεις του, αυτοί βρήκαν πλήρωση και ενίσχυση στη ζωή τους, που δύσκολα μπορεί κανείς να ερευνήσει και να εξιχνιάσει με την κοινή λογική και κοσμική πρακτική.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, ερχόμαστε στο καίριο ερώτημα: «Ἀραγε, τι θέλει η Παναγία από εμάς;». Η απάντηση είναι απλή και διαχρονική. Αν ανατρέξουμε στο θαύμα της Κανά, εκεί βλέπουμε η Παναγία να παραγγέλνει στους διακόνους-υπηρέτες «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». (Ιω. 2,5). Ποιος ό,τι λέει να κάνουμε; Μα φυσικά ο ίδιος ο Υιός της, Χριστός. Επομένως η Παναγία προστατεύει, πρεσβεύει, μεσιτεύει, θαυματουργεί, παραμυθεί, αγρυπνεί, εισακούει κ.λπ., αρκεί και εμείς να πιστεύουμε και να εφαρμόζουμε στη ζωή μας τις εντολές και την διδασκαλία Του Χριστού. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, αυτή την εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας μας να μετανοήσουμε πραγματικά και να προετοιμαστούμε κατάλληλα να μετέχουμε στο ποτήριο της Ζωής, στη Θ. Λειτουργία, η οποία προσφέρεται πάντοτε: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας». Αμήν!