Του Λουκά Δ. Παπαδάκη

 

Αλλά ας πιάσουμε το νήμα λίγα χρόνια πριν, όταν Μητροπολίτης Αθηνών ήταν ο Θεόκλητος. Ενώ αρχικά είχε υποσχεθεί ότι θα αναγνώριζε τη μονή, αργότερα άλλαξε γνώμη και σκεπτόταν να τη διαλύσει. Στις 7 Αυγούστου του 1913 ο Νεκτάριος στέλνει επιστολή στον Αθηνών: «Η εν ευχαίς υμετέραις ιδρυθείσα ιερά εν Αιγίνη Μονή ευρίσκεται εις την αδήριτον ανάγκην να επιζητήση την Υμετέραν ηθικήν υποστήριξιν, όπως αναγνωρισθή ηθικόν νομικόν πρόσωπον, ίνα έχη ανεγνωρισμένας αρχάς, δέχεται δωρεάς και δύναται ν’ αγοράζη και να πωλή και έχη ιδίαν περιουσίαν. Διότι… τα μέχρι τούδε γενόμενα συμβόλαια και όλαι αι αγοραί ουδέν έχουσι κύρος, διότι η αδελφότης της ιεράς Μονής δεν είναι ηθικόν νομικόν πρόσωπον και ότι οι πωληταί άνευ πολλής διαδικασίας δύνανται να τα καταλάβωσιν. Προσέτι και την Μονήν, την οποίαν όπως εξασφαλίσω υπέρ των εν αυτή μοναζουσών μετά τον θάνατόν μου έλαβον ως ιδιοκτησίαν μου, δύναται να κληρονομήση ο αδελφός μου και οι ανεψιοί μου και να διεκδικήσωσι και την περιουσίαν μου κινητήν και ακίνητον… Ούτοι οι λόγοι με ηνάγκασαν να ζητήσω παρά του Υπουργείου της Παιδείας και των Εκκλησιαστικών, όπως αναγνωρίση την μονήν και την σφραγίδα αυτής. Δεν απετάθην προς την Υμετέραν Σεβασμιότητα, ίνα μη παρενοχλήσω αυτήν. Ηθέλησα μάλλον να φανή ότι το Υπουργείον επιζητεί την γνώμην τής Υμετέρας Πανιερότητος και όχι η Υμετέρα Πανιερότης συνιστώσα την αίτησιν, όπερ ενόμιζον, ότι θα έφερε δυσφορίαν εις την Υμετέραν Σεβασμιότητα. Ήδη, Σεβασμιώτατε, πρόκειται περί διλήμματος ή ν’ αναγνωρισθή η μονή παρά τε της Εκκλησίας και Πολιτείας ως ιδιωτική μονή υποκειμένη εις την δικαιοδοσίαν τής Μητροπόλεως Αθηνών και πολιτευομένη κατά τας διατάξεις των περί μοναχών κανόνων, ή ν’ αλλάξη χαρακτήρα και όνομα και ν’ αναγνωρισθή υπό της Πολιτείας ως ηθικοθρησκευτικόν ίδρυμα με προσωπικόν εκ μοναχών κατά τα ιδρύματα των καλογραιών της Δυτικής Εκκλησίας. Από της ευσεβείας και της αγάπης της Υμετέρας Σεβασμιότητος απεκδέχομαι την λύσιν τού προβλήματος ή διλήμματος».

        Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς τυπώνεται η μελέτη τού Νεκταρίου περί του Τιμίου Σταυρού, αφιερωμένη «τω Σεβασμιωτάτω και Πανιερωτάτω Μητροπολίτη Αθηνών και Προέδρω της Ι. Συνόδου κ.κ. Θεοκλήτω εις ένδειξιν άκρας υπολήψεως και αδελφικής αγάπης». Εστάλη στον Θεόκλητο, ο οποίος και δεν απάντησε ούτε με ένα τυπικό ευχαριστώ. Τελικά, τον Ιούνιο του 1914, ο Νεκτάριος με επιστολή του προς τον Αθηνών αιτείται την ίδρυση και αναγνώριση της μονής. Και ύστερα από τρίμηνο καταφθάνει και η απάντηση του Θεοκλήτου: «…Αλγούμεν την ψυχήν, Σεβασμιώτατε, πληροφορούμενοι, ότι η Υμετέρα Σεβασμιότης άνευ βουλής και γνώμης ημών ίδρυσεν εν Αιγίνη, τελούση υπό την υμετέραν ποιμαντορίαν, κοινότητα γυναικών, ων ο αριθμός οσημέραι πληθύνεται, ανήγειρεν επί τω αυτώ κελλία, δαπάναις ως τα πολλά των γυναικών τούτων και ευκτήριον οίκον, ηγείται δ’ αυτής εν πάσι, καθάπερ ηγούμενος εν μονή ανεγνωρισμένη. Ου μην αλλά και ότι κείρει μοναχάς, προάγουσα ταύτας και εις μεγαλοσχήμους και τελεί ως ιερεύς εφημέριος τας εν τη νεοτεύκτω ταύτη κοινότητι ιεροτελεστίας βοηθουμένη και υπό τεταγμένων γυναικών, φερουσών ιερά άμφια, ήτοι επιμανίκια και οράριον…». Και ζητεί απολογία τού Νεκταρίου, η οποία και αποστέλλεται στις 10 Οκτωβρίου: «…Ουδεμίαν νέαν μονήν ανεγείραμεν εν Αιγίνη και μάλιστα εν αγνοία τής Υμετέρας Σεβασμιότητος… Τη συγκαταθέσει τής Υμετέρας Σεβασμιότητος επεσκέφθημεν την εν Αιγίνη παλαιάν ερειπιώδη μονήν, ίνα εν αυτή εγκαταστήσω πτωχάς τινας ευσεβείς και ποθούσας να μονάσωσι κόρας, αναλαμβάνων την συντήρησιν αυτών και την δαπάνην τού συνοικισμού των και συντελέσω εις την ανασύστασιν της μονής ταύτης τη Υμετέρα ευδοκία και ευλογία… Περί των υποδιακονισσών γνωρίζω, ότι αύται είναι κυρίως νεωκόροι τού ιερού. Η περιβολή εγένετο κατά τον τύπον των εν ταις Εκκλησίαις των πόλεων περιβαλλομένων ιερά άμφια αναγνωστών. Τα υπομάνικα επεκράτησαν διά τους εξής λόγους: Επειδή είναι γυναικεία μονή δεν υπάρχουσι διάκονοι, εν δε τη ειρημένη ούτε ιερείς, εγώ δε ούτε δύναμαι να φροντίζω περί της καθαριότητος του ναού, ούτε πάντοτε να διαμένω νεωκορών εν τω ναώ, έχει δε απόλυτον ανάγκην το ιερόν τεταγμένων προσώπων, όπως καθαρίζωσι τα ιερά σκεύη, αλλάσσωσι τα καλύμματα και τας σινδόνας της Αγίας Τραπέζης, μετακινώσι το άγιον αρτοφόριον και ποιώσι πάσαν εργασίαν τού νεωκόρου εν τω ιερώ, εθεώρησα να τάξω δύο, ίνα εναλλάξ τελώσι την διακονίαν τού ιερού. Εν απολύτω ανάγκη μεταφέρωσι εις τας ασθενούσας βαρέως αδελφάς την αγίαν Ευχαριστίαν εντός μικρού ποτηρίου, διά την ανάγκην ταύτην κατασκευασθέντος. Πλην της κατ’ ανάγκην εξαιρέσεως ταύτης κατά τα λοιπά εισί νεωκόροι…».

Άλλον δρόμο τραβάει ο Μελέτιος, άλλον ο Νεκτάριος, που φορά το ρούχο της υπομονής και της προσευχής, ένας αββάς απομεινάρι μιας άλλης εποχής, τότε που ο Χριστιανισμός ήταν συνηθισμένος στις νίκες. Αλλά έχουν δυο στοιχεία κοινά, που φέρνουν τον ένα δίπλα στον άλλο. Πρώτο, τα γράμματα. Ο Νεκτάριος δίδαξε ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου, και αργότερα έγραψε έργα θεολογικά σπουδαία, χρημάτισε από το 1894 μέχρι το 1908 διεθυντής της Ριζαρείου Σχολής και, πρώτο μέλημα, έφτιαξε σχολείο για τα αγράμματα κορίτσια μέσα στο μοναστήρι του στο νησί της Αίγινας. Και δεύτερο, που πολεμήθηκαν και οι δύο με λύσσα μέσα από την Εκκλησία. Πότε ήταν, στα χίλια οκτακόσια και ενενήντα, που ο Πενταπόλεως, κατασυκοφαντούμενος, λάβαινε τη διακοίνωση του προστάτη του, Αλεξανδρείας Σωφρονίου: «Ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος Κεφαλάς, διά διακοινώσεως υπό ημερομηνίαν 3 Μαΐου 1890 παυθείς της διευθύνσεως του εν Καΐρω Πατριαρχικού Γραφείου, ως και της Πατριαρχικής Αντιπροσωπείας και της εκκλησιαστικής διοικήσεως, αφέθη ελεύθερος ίνα μένη, εάν θέλη, εν τοις Πατριαρχείοις σιτιζόμενος εν αυτοίς και εκτελών οιανδήποτε αρχιερατικήν ιεροπραξίαν προσκαλούμενος υπό των χριστιανών. Αλλ’ επειδή εγένετο επαισθητή η ανάγκη Διευθυντού τού Πατριαρχικού Γραφείου και Πατριαρχικού Επιτρόπου, προσεκλήθη τοιούτος και επομένως η περαιτέρω εν Αιγύπτω διαμονή τής Ιερότητός του καθίστανται όλως περιττή, διό και διά της παρούσης πατριαρχικής διακοινώσεως προσκαλείται η Ιερότης του, όπως εγκαταλείψη τον Πατριαρχικόν ημών Θρόνον και όσον ούπω απέλθη, όπου αν βούλεται. Τιθέντες δε εις την διάθεσιν αυτού το ώδε συνημμένον Πατριαρχικόν απολυτήριον Γράμμα ως και τα αναγκαιούντα οδοιπορικά αυτού έξοδα εκ φράγκων χιλίων. Δηλούντες δε αυτώ ότι εξοφληθέντων πάντων των λογαριασμών της διαχειρίσεως αυτού και πληρωθέντων πάντων των μισθών μέχρι της εποχής καθ’ ην έδει να λαμβάνη μισθούς, ουδέν του λοιπού οφείλει ή έχει λαμβάνειν παρά του Πατριαρχικού Ημών Θρόνου».