Του π. Αντωνίου Χρήστου
Φτάνουμε αγαπητοί αναγνώστες, με τη βοήθεια και τη χάρη Του Θεού, στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, που χρονικά συμπίπτει να βρισκόμαστε στο μέσο της πορείας μας εντός της Μεγάλης Σαρακοστής. Oπως όσοι ταξιδεύουν οδικώς μεγάλες αποστάσεις, χρειάζεται απαραιτήτως μερικές στάσεις, τόσο για την ξεκούραση των ίδιων, όσο και για την αναγκαία «ξεκούραση» της μηχανής του αυτοκινήτου, γιατί αλλιώς, ως γνωστόν, ανεβαίνει η θερμοκρασία και μακροπρόθεσμα μπορεί να φέρει πολλές μηχανικές δυσλειτουργίες και βλάβες στο όχημα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και για τον άνθρωπο που προσπαθεί με συνέπεια να υλοποιήσει την αυξημένη ψυχοσωματική άσκηση και προσπάθεια της μετάνοιας. Στην ανοδική αυτή πορεία, χρειάζεται όχι παύση ακριβώς, αλλά μια ενίσχυση οπωσδήποτε, προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι Θεοφόροι Πατέρες, πάντοτε θεόπνευστοι και διεισδυτικοί στην ανθρώπινη φυσιολογία, γνώριζαν και γνωρίζουν μέχρι τις μέρες μας (γιατί πάντοτε η Εκκλησία έχει Πατέρες, δεν βρισκόμαστε σε μια «Μεταπατερική εποχή», όπως προσπαθούν συστηματικά να περάσουν κάποιοι θεολογικοί κύκλοι), ότι αν και η χάρη και η ευλογία είναι μεγάλη, ο ανθρώπινος κόπος αρχίζει να γίνεται εμφανής, οι πιστοί έρχονται στα όριά τους και συστηματικά και ανθρώπινα να καταβάλλονται. Η Εκκλησία δεν έμεινε απαθής σε αυτή την πραγματικότητα και για άλλη μια φορά δείχνει έμπρακτα την φιλανθρωπία της. Για να πάρουν οι πιστοί δύναμη, λοιπόν, αλλά ταυτόχρονα έμπνευση και πρόγευση του προορισμού του ταξιδιού τους, ορίστηκε την Γ’ Κυριακή να υψώνεται ο Τίμιος Σταυρός. Πέρα από τον ίδιο τον Ζωοποιό Σταυρό, που βρίσκεται ενώπιον των πιστών προς προσκύνηση και ευλογία, χαρακτηριστική είναι η υμνολογία αυτής της Κυριακής, καθώς παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου και του πένθους, αλλά κυρίως της νίκης και της χαράς.
Εχουμε μιλήσει και σε άλλα σχετικά άρθρα μας στο παρελθόν, για τη θεολογική αξία του Τιμίου Σταυρού και για την πρακτική του διάσταση στη ζωή του ανθρώπου. Σε αυτό το άρθρο, όμως, θα ασχοληθούμε περισσότερο με την ευεργετική και σωτηριολογική του προοπτική, όπως αναδεικνύεται και προβάλλεται μέσα από τους «Χαιρετισμούς του Τιμίου Σταυρού». Οπως έχουμε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας, υπάρχει αντίστοιχα ανάλογη Ακολουθία για τον Τίμιο Σταυρό, που διασώζεται στο επίσημο Ωρολόγιο της Εκκλησίας μας και διαβάζεται από ευσεβείς Ιερείς και Χριστιανούς σε κάθε περίσταση, αλλά ιδιαιτέρως όταν η Εκκλησία μας εορτάζει τον Τίμιο Σταυρό (όλες τις Παρασκευές του έτους, στις 14 Σεπτεμβρίου η Υψωση, 1 Αυγούστου η Πρόοδος κτλ).
Σε αυτό το σπουδαίο θεολογικό και υμνολογικό κείμενο, μεταξύ άλλων διαβάζουμε και ψέλνουμε τα εξής τόσο κατανοητά, χωρίς να χρειάζονται περισσότερες θεολογικές αναλύσεις και επεξηγήσεις: Καταρχήν, στο ίδιο το Κοντάκιο, πριν ξεκινήσουμε τους Χαιρετισμούς λέμε: «Ω τρισμακάριστε Σταυρέ και πανσεβάσμιε, σε προσκυνούμεν οι πιστοί και μεγαλύνομεν, αγαλλόμενοι τη θεία σου ανυψώσει. Αλλ’ ως τρόπαιον και όπλον απροσμάχητον, περιφρούρει τε και σκέπε τη ση χάριτι, τους σοι κράζοντας• χαίρε, Ξύλον μακάριον». Στη συνέχεια, στο τέλος της Α’ ωδής, λέμε: «Χαίρε, δι’ ου ευλογείται η κτίσις• χαίρε, δι’ ου προσκυνείται ο Κτίστης». Γιατί πράγματι, με τον Τίμιο Σταυρό το απλό Υδωρ γίνεται Αγιασμός, αλλά και κάθε του εμφάνιση και προσκύνησή του, είναι αναφορά στον Ιδιο τον Κύριο, ο οποίος, όπως ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως στο 4ο άρθρο του: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών έπί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα».
Στην αρχή της Β’ ωδής λέμε: «Χαίρε, χαράς της όντως σημείον• χαίρε, αράς της αρχαίας λύτρον», αφού πράγματι για εμάς τους Ορθοδόξους δεν αντιμετωπίζεται ως ένα φονικό όπλο, όπως λένε οι Μάρτυρες του Ιαχωβά, αλλά είναι το σωστικό σημείο όπου χύθηκε το Πανάγιο Αίμα του Σωτήρος Χριστού και μας απάλλαξε από το Προπατορικό αμάρτημα και ταυτόχρονα μας γέμισε με χαρά και ελπίδα. Προς το τέλος της Δ’ ωδής, ο Ιερός Υμνογράφος και κατά συνέπεια όλη η Εκκλησία ομολογεί και τα εξής: «Χαίρε, λαμπρόν της πίστεως γνώρισμα• χαίρε, παντός του κόσμου διάσωσμα».
Πράγματι, η Ορθόδοξη πίστη δεν νοείται χωρίς αναφορά στον Σταυρικό τρόπο της Θυσίας Του Κυρίου, έως το μέγεθος και το ύψος της έμπρακτης και θυσιαστικής του Αγάπης. Δεν νοείται ορθόδοξο ήθος, χωρίς άρση και μίμηση του Σταυρού του Κυρίου και γενικότερα η αρχιτεκτονική των περισσοτέρων Ιερών μας Ναών (το σήμα κατατεθέν θα λέγαμε κοσμικά), δεν νοείται χωρίς τοποθέτηση εξωτερικά Μεγάλων Σταυρών, αλλά και το Σχήμα του εσωτερικά να μην έχει σταυρικό σχηματισμό. Γιατί; Μα φυσικά γιατί δι’ αυτού σωζόμαστε και προφυλασσόμαστε από τον ίδιο τον Διάβολο, ο οποίος τρέμει τη θέα του και είναι το μόνο σχήμα που δεν μπορεί να μετασχηματιστεί, αφού μπορεί να εμφανιστεί για να περιπλανήσει ακόμη και ως Αγγελος Φωτός. Ποτέ όμως Σταυρός.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλα, αλλά δυστυχώς θα υπερβούμε σε έκταση το επιτρεπόμενο όριο. Συνοψίζουμε, λοιπόν, και προτρέπουμε ταυτόχρονα: Να έχουμε συνεχώς αδελφοί μου ως καύχημά μας τον Τίμιο Σταυρό. Να κάνουμε σωστά, χωρίς βιασύνες το σημείο του Σταυρού σε τακτά διαστήματα (όταν ξυπνούμε, όταν παίρνουμε το πρωινό μας, το μεσημεριανό ή το βραδινό, πριν ξεκινήσουμε την εργασία μας, πριν λάβουμε κρίσιμες αποφάσεις κ.α.) και φυσικά, να φοράμε συνεχώς τον βαπτιστικό μας ή έστω κάποιον άλλον Σταυρό. Τέλος, στις δυσκολίες ή στις αδικίες που υφιστάμεθα, να παίρνουμε δύναμη και κυρίως να θυμόμαστε ότι ο Κύριος σταυρώθηκε εκούσια για όλους εμάς, χωρίς ο ίδιος να είναι ένοχος κάποιας αμαρτίας. Αμήν!