Του Ιωσήφ Κόκκινου

Τo σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο της Ελλάδας του 11ου αιώνα, η Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, είναι ιδρυμένο σε γραφική πλαγιά στις δυτικές υπώρειες του Ελικώνα, κοντά στην αρχαία Στειρίδα.

Το μοναστήρι με τις δύο μεγάλες εκκλησίες (τον ναό της Παναγίας και το Καθολικό), την Κρύπτη, το καμπαναριό, τα κελλιά και τ’ άλλα κτίσματα, αφιερωμένο στον θαυματουργό τοπικό άγιο, απέκτησε σύντομα μοναδική ακτινοβολία και τούτο γιατί η μορφή της τέχνης του θεωρείται πρότυπο για τα βυζαντινά μνημεία του 11ου αιώνα σε όλη την Ελλάδα.

Βασική πηγή των πληροφοριών μας για το μοναστήρι και τον όσιο Λουκά, είναι ο Βίος του, που συνέταξε ανώνυμος μαθητής του το 962, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του οσίου το 953.

Στα θεία χαρίσματα του ασκητή οσίου οφειλόταν η στενή του σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, με έδρα την ακμάζουσα τότε Θήβα. Οι στρατηγοί Πόθος, γιός του Λέοντος Αργυρού, και Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ο Αροτράς, τίμησαν τον όσιο. Ο Κρηνίτης μάλιστα άρχισε να κτίζει με έξοδά του εκκλησία, όσο ζούσε ο όσιος, το 946, στο όνομα της αγίας Βαρβάρας.

Σύμφωνα με τον ιστορικό, Κ. Παπαρρηγόπουλο, η ίδρυση μεγαλόπρεπων μονών κατά την εποχή αυτή ομοίαζε με θρησκευτική αντεπίθεση, μετά την περίοδο της Εικονομαχίας και με επιτακτική εθνική ανάγκη για την ενότητα του πληθυσμού, μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φύλων, καθώς επίσης και η γνώμη του καθηγητή Αγγελου Προκοπίου, που αναφέρει ότι η Μονή του Οσίου Λουκά ήταν ένα κέντρο για την αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας, ένα δοξαστικό μνημείο για τη νίκη της Κρήτης, αλλά και ο εκθαμβωτικός μαγνήτης για τον εξελληνισμό των βαρβάρων λαών που ήλθαν να κατοικήσουν στον ελλαδικό χώρο.

Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, όταν στα 1204, μετά τη Δ’ Σταυροφορία, η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, κατέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, έδιωξε τούς Ορθόδοξους Ελληνες μοναχούς από τον Οσιο Λουκά και εγκατέστησε Λατίνους, οι οποίοι λήστεψαν και γύμνωσαν τη Μονή. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γοδεφρέδος Β’ Βιλλαρδουίνος (1218-1245) λεηλάτησε τούς εναπομείναντες θησαυρούς της Μονής και τους μετέφερε στη Ρώμη.

Στα χρόνια του Δουκάτων Αθηνών-Θηβών (1205-1308) η οικογένεια των ντε λα Ρος κατείχε το μοναστήρι σαν αναπόσπαστο κληροδότημά της. Οι Καταλανοί, ύστερα από τη νίκη τους στην Κωπαΐδα (15 Μαρτίου 1311) και την κατάληψη της Λιβαδειάς, πραγματοποίησαν μία ακόμη λεηλασία.

Κατά την Τουρκοκρατία, από το 1460, που υποτάχτηκε η Βοιωτία στους Τούρκους, μέχρι την ημέρα της λευτεριάς, το μοναστήρι αγωνίστηκε για την ύπαρξή του. Ο Γάλλος περιηγητής Ιάκωβος Σπόν, που επισκέφθηκε τη Μονή τον Φεβρουάριο του 1676, αναφέρει ότι ήταν «ακμαιοτάτη και καλλίστη», ενώ ο Αγγλος περιηγητής, Τζώρτζ Ουέλερ, που την επισκέφθηκε τον ίδιο χρόνο, γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε ήθελε και αυτός να ασκητέψει εκεί.
Στην Επανάσταση του 1821, η Μονή έγινε και πάλι το επαναστατικό ορμητήριο της Ρούμελης. Ο Δεσφινιώτης Ησαΐας, Δεσπότης Σαλώνων, ευλόγησε στις 27 Μαρτίου 1821 τα ρουμελιώτικα όπλα και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση.

Μετά την πυρπόληση της Λιβαδειάς, τον Ιούνιο του 1821, από τον Ομέρ Βρυώνη, οι διασκορπισμένοι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στον Οσιο Λουκά και ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Μοριά. Από τον Οσιο Λουκά πάλι, ξεκίνησε λίγους μήνες αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ξαναπήρε τη Λιβαδειά. Κατά την κάθοδο του Δράμαλη, οι Τούρκοι αποτελείωσαν ότι απέμεινε στον Οσιο Λουκά (1822, 1823). Ομως και πάλι το μοναστήρι επιβίωσε, διαθέτοντας την τεράστια περιουσία του στον Αγώνα.

Μετά την απελευθέρωση, επί Καποδίστρια, το μοναστήρι ερήμωσε, όπως και κατά τη διάρκεια της μεσοβασιλείας (1831-1833), της βασιλείας του Οθωνα (1833-1862) και στη μεσοβασιλεία του 1862-1863.

Με τον ερχομό του Γεωργίου του Α’ (1863-1913) άρχισαν επισκευές στα κτίρια και ενισχύθηκαν τα οικονομικά της Μονής.Το 1943 υπέφερε και πάλι από τους κατακτητές Γερμανούς.