Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιτημίου Θράκης
Η Εκκλησία της Ελλάδος δια του προκαθημένούτης, κ. Ιερωνύμου, ακολουθεί εδώ και τρία χρόνια μια χλιαρή και άτονη πολιτική απέναντι στην παρούσα αθεϊστική και εθνομηδενιστική Κυβέρνηση, θέλοντας προφανώς να δείξει ότι Εκκλησία και Πολιτεία μπορούν και πρέπει να λύσουν τις διαφορές τους μέσα από ένα πολιτισμένο διάλογο, με αλληλοκατανόηση στις διαφορετικές απόψεις τους και με αμοιβαίο σεβασμό στους διακριτούς ρόλους της κάθε μιας από αυτές.
Στηριζόμενος, μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος στην προσωπική γνωριμία που έχει με την πατρική οικογένεια του Πρωθυπουργού, αλλά και με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό,διαμόρφωσε ένα κλίμα οικειότητας,που επέτρεπε την αισιοδοξία ότι κάτι καλό θα έβγαινε από αυτή τη γνωριμίακαι ότι η Πολιτεία θα ικανοποιούσε τα δίκαια αιτήματα της Εκκλησίας, που απορρέουν από το Σύνταγμα, ή τουλάχιστον δεν θα τη «χτυπούσε πισώπλατα».Στο πλαίσιο αυτής της οικειότητας είδαμε πρόσφατα τον Πρωθυπουργό να επισκέπτεται τον Αρχιεπίσκοπο, παραμονές του συλλαλητηρίου της Αθήνας, για να ζητήσει προφανώς την αποχή της επίσημης Εκκλησίας από αυτό, πράγμα που επέτυχε ασφαλώς, αφού η Διαρκής Ιερά Σύνοδος είχε μια συμβολική εκπροσώπηση στο συλλαλητήριο με τρεις Ιεράρχεςκαι αρκέστηκε στην ανάγνωση ενός τυπικού ανακοινωθέντος σε αυτό.
Τί ωφελήθηκε η Εκκλησία από αυτή την «πολιτική των εναγκαλισμών»; Τίποτε απολύτως. Αντιθέτως ζημιώθηκε πολλαπλώς, αφού όλοι οι υπουργοί που παρήλασαν από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων συναγωνίζοντο σε αντισυνταγματικό παροξυσμό,προκειμένου να επιτύχουν την εξαφάνιση κάθε στοιχείου θρησκευτικότητας, που περνούσε μέσα από την εκπαίδευση. Και θα ήταν αφελές να δεχθεί κάποιος ότι όλες οι «μαχαιριές» της Πολιτείας κατά της Εκκλησίας συντελούνταν εν αγνοία του Καίσαρα, εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι κάθε τόσο «στέναζε» η επικαιρότητα από τις πρωτοφανείς προκλήσεις των υπουργών του, με αποκορύφωμα την πρόσφατη κατάργηση του άρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος δια της απαλείψεως της «θρησκευτικής συνειδήσεως» από τον Κανονισμό Λειτουργίας του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων. Επιασε ποτέ ο Καίσαρας το χέρι κανενός υπουργού του, για να τον εμποδίσει να πλήξει το Σύνταγμα και δι’ αυτού την Εκκλησία που την προστατεύει; Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, αφού ο ίδιος ο Καίσαρας δίνει το «μαχαίρι» στους υπουργούς του για τη «σφαγή»,λέγοντάς τους προφανώς: «Εσείς τη δουλειά σας με το μαχαίρι και εγώ τη δική μου με τους εναγκαλισμούς. Θα συναντηθούμε από διαφορετικούς δρόμους στον ίδιο στόχο. Και μη ξεχνάτε. Κάθε τι που μας βολεύει από την Εκκλησία το κρατάμε και το επαινούμε, ενώ απαξιώνουμε ό,τι μας θέτει εμπόδια».Ποιος δίνει σημασία στην αντίφαση των χαρακτηρισμών της στάσης της Εκκλησίας, που για το ίδιο πράγματη μια φορά εξαίρεται ως γενναιότητα και την άλλη ως ακραία ρητορική;
Δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι η Κυβέρνηση χρησιμοποιεί, δια του Αρχιεπισκόπου, την Εκκλησία, για να εξυπηρετήσει τα σχέδια της; Ζήτησε από την Εκκλησία να γίνει «ανάχωμα» στο «ποτάμι» της λαϊκής οργής των συλλαλητηρίων. Και το πέτυχε. Υιοθετήθηκε μάλιστα από τον στενό συνεργάτη του κ. Ιερωνύμου, Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και ήδη Βοηθό Επίσκοπό του, η περί πατριδοκαπηλείας συνθηματολογία της Κυβέρνησης, καθώς τον ακούσαμε να «αφορίζει» κατά τη χειροτονία του, εμμέσως πλην σαφώς, ως «πατριδοκάπηλους» όσους έλαβαν μέρος στα συλλαλητήρια, προς τέρψη και αγαλλίαση του παρισταμένου στη σχετική τελετή κ. Γαβρόγλου. Είναι τραγικό να ακούγονται τέτοια λόγια από το στόμα ενός Μακεδόνα κληρικού και μάλιστα απογόνου, καθ’ ομολογίαν του, Μακεδονομάχων. Πού είδε ο εν λόγω απών από το συλλαλητήριο κληρικός τους πατριδοκάπηλους; Στο πρόσωπο του Θεοδωράκη; Του ανιδιοτελούς αρωγού κάθε πατριωτικής κίνησης, Καθηγητή Κασιμάτη; Ή στις εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες που προσήλθαν στα συλλαλητήρια με τα βρέφη τους, παρά τις απειλές των θαυμαστών του Κουφοντίνα ότι θα χυθεί αίμα; Προφανώς ο Θεοφιλέστατος είχε στο μυαλό του κάποια «παράσιτα» που δεν λείπουν ποτέ από εκεί, όπου υπάρχουν «χυμοί». Και λοιπόν; Είναι λογικό να απαξιώνει ένας μορφωμένος κληρικόςκάποιο ζωντανό οργανισμό, επειδή κόλλησαν σε αυτόν ορισμένα «παράσιτα», για να απομυζήσουν τους χυμούς του; Δυστυχώς και ο εν λόγω κληρικός έπεσε θύμα της πολιτικής των υστερόβουλων εκ μέρους του Καίσαρα εναγκαλισμών του με τον Αρχιεπίσκοπο.
Πιστεύω ότι ο κ. Ιερώνυμος είναι καλοπροαίρετος άνθρωπος και θα αναστοχαστεί τα λάθη της πολιτικής που ακολουθεί απέναντι στην παρούσα Κυβέρνηση, παρασύροντας σε αυτήν και την επίσημη Εκκλησία.Ας κρατήσει τα συναισθήματά του προς τον Πρωθυπουργό και ας διαχωρίσει τη θεσμική του στάση προς αυτόν, όπως εκείνος τη δική του προς τον ίδιο, εφ’ όσον εκπροσωπούν διαφορετικά στρατόπεδα. Είναι πάντωςεπιτακτική ανάγκη να αφήσει η Εκκλησία στην άκρη τα μισόλογα και τα ανακοινωθέντα του τύπου «αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα» και να ξεκαθαρίσει σε ποιά μεριά της «όχθης» θέλει να βρίσκεται. Αφού λοιπόν προσδιορίσει το «στίγμα» της, οφείλει να το υπερασπιστεί με χριστιανικό ήθος και με αγωνιστική συνέπεια, προ παντός όμως με σεβασμό στην ιστορία της και στην αποστολή της.
Είναι λυπηρό να βλέπει κάποιος το ποίμνιο να αγωνίζεται χωρίς τους ποιμένες του, οι οποίοι θα έπρεπε να είναι συνεχώς δίπλα του και να το καθοδηγούν. Πρέπει να συνειδητοποιήσει επί τέλους η Εκκλησία ότι με τους άθεους διαχειριστές της σημερινής εξουσίας δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε διάλογος, ούτε ειρήνη. Πόσες προσπάθειες δεν έγιναν μέχρι σήμερα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις εκ μέρους της Εκκλησίας; Τί απέδωσαν; Και τί είναι αυτό που προδικάζει ότι θα αποδώσουν στο μέλλον, εάν συνεχιστούν;
Οσο μπορεί να υπάρξει ειρήνη ανάμεσα στον Θεό και στον Διάβολο, αλλο τόσο μπορεί να υπάρξει και ανάμεσα στους εκπροσώπους τους στη γη.Ας μη λησμονούμε ότι για τους εθνομηδενιστές κυβερνώντες ο σκοπός αγιάζει όλα τα μέσα. Ακόμη και την εξαγορά της σιωπής της Εκκλησίας, δια των εναγκαλισμών μαζί της, στην επιχείρηση της αλλοτρίωσης του Ελληνικού Εθνους. Καλές λοιπόν είναι οι υψηλές γνωριμίες, καλύτερο όμως το χρέος.
Την κρίσιμη αυτή εποχή που η παραδοσιακή Ελλάδα δίνει ένα ακόμη αγώνα επιβίωσης απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, όλοι είμαστε υπόλογοι ενώπιον της ιστορίας και για τις πράξεις, αλλά και για τις παραλείψεις μας.