Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία

Του Δαυίδ• προ του χρισθήναι.

ΚΥΡΙΟΣ φωτισμός μου και σωτήρ μου• τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου• από τίνος δειλιάσω; 2 Εν τω εγγίζειν επ᾿ εμέ κακούντας του φαγείν τας σάρκας μου, οι θλίβοντές με και οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν και έπεσαν. 3 Εάν παρατάξηται επ᾿ εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου• εάν επαναστή επ᾿ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω. 4 Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω• του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού. 5 Οτι έκρυψέ με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου, εσκέπασέ με εν αποκρύφω της σκηνής αυτού, εν πέτρα ύψωσέ με. 6 Και νυν ιδού ύψωσε κεφαλήν μου επ᾿ εχθρούς μου• εκύκλωσα και έθυσα εν τη σκηνή αυτού θυσίαν αλαλαγμού, ασομαι και ψαλώ τω Κυρίω. 7 Εισάκουσον, Κύριε, της φωνής μου, ης εκέκραξα• ελέησόν με και εισάκουσόν μου. 8 Σοι είπεν η καρδία μου• εξεζήτησέ σε το πρόσωπόν μου• το πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω. 9 Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ᾿ εμού και μη εκκλίνης εν οργή από του δούλου σου• βοηθός μου γενού, μη αποσκορακίσης με και μη εγκαταλίπης με, ο Θεός, ο σωτήρ μου. 10 Οτι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με. 11 Νομοθέτησόν με, Κύριε, εν τη οδώ σου και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία ένεκα των εχθρών μου. 12 Μη παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με, ότι επανέστησάν μοι μάρτυρες άδικοι, και εψεύσατο η αδικία εαυτή. 13 Πιστεύω του ιδείν τα αγαθά Κυρίου εν γη ζώντων. 14 Υπόμεινον τον Κύριον• ανδρίζου, και κραταιούσθω η καρδία σου, και υπόμεινον τον Κύριον.

1. Ο ψαλμός αυτός χωρίζεται καθαρά σε δύο μέρη. Το Α’ μέρος το αποτελούν οι στιχ. 1-6 και το Β’ οι στιχ. 7-12. Επιστέγασμα και των δύο αυτών μερών είναι οι στίχοι 13-14 στο τέλος του ψαλμού. Στο Α’ μέρος ο ψαλμωδός μας είναι ενθουσιώδης, γιατί πιστεύει ακράδαντα στον Θεό και δεν φοβείται τις ερχόμενες εναντίον του παρατάξεις των εχθρών (στιχ. 2-3). Ομως στο Β’ μέρος, ο ποιητής μας κλαυθμηρίζει και λέγει προς τον Θεό το «ελέησόν με» (στιχ. 7). Πως ερμηνεύεται το φαινόμενο αυτό; Το ερμηνεύει άριστα ο ερμηνευτής Θεοδώρητος, ο οποίος σε όλα τα ερμηνευτικά του παραθέτει τον ιερό Χρυσόστομο. Κατά πρώτον, πρέπει να πούμε ότι ο ψαλμός, όπως φαίνεται από την επιγραφή του, αλλά και από το λεξιλόγιό του, είναι του Δαβίδ. Και μάλιστα η επιγραφή καθορίζει σε ποια περίσταση του Δαβίδ πρέπει να προσαρμόσουμε τον ψαλμό. «Προ του χρισθήναι», λέγει η επιγραφή. Τρεις φορές εχρίσθη ο Δαβίδ. Πρώτον, εχρίσθη από τον Σαμουήλ στη Βηθλεέμ (Α’ Βασ. 16,13)• δεύτερον, εχρίσθη από τη φυλή του Ιούδα στη Χεβρών (Β’ Βασ. 2,4), και, τρίτον, εχρίσθη από όλες τις φυλές μετά την τελευτή του Μεμφιβοσθέ (Β’ Βασ. 5,3). Τα όσα όμως λέγει στον ψαλμό του εδώ ο Δαβίδ, ότι είναι καταδιωκόμενος, ότι βρίσκεται μακράν του Ναού, ότι είναι χωρισμένος από τον πατέρα του και τη μητέρα του, κ.α., αυτά προσαρμόζονται με τους διωγμούς που υπέστη πριν από τη δεύτερή του χρίση. Θα πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ο ψαλμωδός μας βρέθηκε σε κίνδυνο, όπως το λέγει το Β’ μέρος του ψαλμού (στιχ. 7-12), αλλά, προσευχηθείς και δυναμωθείς στην πίστη, εκφράζεται με θερμότητα και δυναμισμό, όπως το εκφράζει το Α’ μέρος του ψαλμού (στιχ. 1-6). Η πραγματική του όμως κατάσταση, στην οποία βρίσκεται τώρα ο ποιητής μας, είναι αυτή την οποία περιγράφει το Β’ μέρος του ψαλμού (στιχ. 7-12).

2. Μετά τα γενικά αυτά και αναγκαία προλογικά ερχόμεθα στη σύντομη ερμηνεία του ψαλμού. Ο ψαλμωδός φαίνεται δυνατός στην πίστη του προς τον Θεό, τον Οποίο παριστά ως «φως» (στιχ. 1), μία εικόνα συνήθη στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. «Φως» ο Θεός, που διαλύει τα σκότη της άγνοιας και της αμαρτίας και της απόγνωσης (βλ. Μιχ. 7,8. Ψαλμ. 17,29. Ησ. 60,1 εξ. Ιωάν. 8,12. 1,4. Α’ Ιωάν. 1,5). Και επομένως, ο ποιητής μας λέγει με σταθερή πεποίθηση, ότι ο Θεός του θα του είναι «σωτήρας» και «υπερασπιστής της ζωής» του, ή «φρούριο» και «οχύρωμα» της ζωής του, όπως λέγει το Εβραϊκό (στιχ. 1).

Στη συνέχεια ο ποιητής μας ομιλεί για θαύμα που του συνέβηκε και του στερέωσε την πίστη του. Το θαύμα είναι ότι κατά τη στιγμή που οι εχθροί του, οι περί τον Σαούλ, έρχονταν εναντίον του για να τον κακοποιήσουν («εν τω εγγίζειν επ᾽ εμέ κακούντας του φαγείν τας σάρκας μου»), αυτοί οι εχθροί του, ωσάν να κτυπήθηκαν από αόρατο δύναμη, τσακίστηκαν και κατέπεσαν («οι εχθροί μου αυτοί ησθένησαν και έπεσαν», στιχ. 2)! Και δυναμωθείς λοιπόν από το αιφνίδιο αυτό θαύμα, ο ψαλμωδός μας λέγει με σταθερή πεποίθηση: «Εάν παρατάξηται επ᾽ εμέ παρεμβολή (= στρατός), ου φοβηθήσεται η καρδία μου» (στιχ. 3). Και στράτευμα ολόκληρο εάν έλθει εναντίον του, δεν το φοβάται, λέγει τώρα ο Δαβίδ. Μία μόνο επιθυμία έχει δυνατή στην καρδιά του, την οποία και εκφράζει με στοργή και περιπάθεια: Το να βρίσκεται σ᾽ όλη του τη ζωή στον οίκο του Κυρίου και να απολαμβάνει την «τερπνότητα», δηλαδή, τα θέλγητρα του Κυρίου (στιχ. 4).

Γιατί ο Δαβίδ αναφέρεται στον Ναό του Κυρίου και μάλιστα με τόση στοργή; Είναι γνωστό από την ιστορία (βλ. Α’ Βασ. 19,1 εξ.) ότι ο Σαούλ έδωσε εντολή σε όλους τους ιδικούς του να αναζητήσουν και να θανατώσουν τον Δαβίδ. Ο Δαβίδ τότε απέδρασε στην Αρμαθαΐμ και από εκεί εις Ναυάθ και από τη Ναυάθ, μετά τη συνάντησή του με τον Ιωνάθαν, απέδρασε στη Νομβά, προς τον αρχιερέα Αβιμέλεχ, ο οποίος τον έκρυψε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, στην οποία διακονούσε. Μάλιστα, δε, ο Αβιμέλεχ έδωσε τότε στον πειναλέο φυγάδα Δαβίδ να φάγει και τους άρτους της προθέσεως και, επειδή ήταν άοπλος, τον όπλισε με την αφιερωμένη στη Σκηνή ρομφαία του Γολιάθ. Φεύγοντας διαρκώς από το πρόσωπο του Σαούλ, ο Δαβίδ κατήντησε στη Μασσηφάθ της Μωάβ, όπου και αποχωρίστηκε από τους γονείς του. Σ᾽ αυτήν λοιπόν τη θλιβερά ιστορία της καταδίωξής του αναφέρεται ο Δαβίδ, λέγοντας εδώ στον ψαλμό μας για την αναψυχή του, όταν εκρύβη από τον Αβιμέλεχ στη Σκηνή του Μαρτυρίου: «Οτι έκρυψέ με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου εσκέπασέ με εν αποκρύφω της σκηνής αυτού» (στιχ. 5). Ενοιωσε τότε στον Ναό του Κυρίου και ασφάλεια και τερπνότητα. Πόσο πάλι θα τον ανακούφιζε η θεά του προσφιλούς Ναού του Κυρίου, της Σκηνής του Μαρτυρίου! Γι᾽ αυτό, ενθυμούμενος τη γλυκύτητα και ασφάλεια που ένοιωσε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, εύχεται και πάλιν διακαώς να ξαναβρεθεί σ᾽ αυτήν (στιχ. 4).

3. Αλλά τώρα ο Δαβίδ ζεί την καυτή πραγματικότητα, ότι και πάλιν αντιμετωπίζει δυσκολία και κίνδυνο, γι᾽ αυτό και καταφεύγει στον Κύριο και Θεό του ζητώντας έλεος και σωτηρία. Λέγει «ελέησόν με», λέγει «Κύριον εκζητήσω• εξεζήτησέ σε το πρόσωπόν μου». Και ακόμη θερμότερα λέγει: «Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ᾽ εμού...». «Βοηθός μου γενού, μη εγκαταλίπης με, ο Θεός, ο σωτήρ μου» (στιχ. 7-9). Από τις εκφράσεις αυτές φαίνεται μεν ότι ο Δαβίδ βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά φαίνεται και η σταθερή του πίστη και αγάπη στον Θεό. Ας παρατηρήσουμε την έκφρασή του «Εξεζήτησέ σε, Κύριε, το πρόσωπόν μου». Είναι δυνατή η έκφραση «εκζητώ τον Θεό»! Και ουδέποτε ο Δαβίδ έπαυσε να ζητεί τον Θεό. Τον εζήτησε στο παρελθόν, τον ζητά και τώρα στο παρόν, αλλά θα τον ζητά και στο μέλλον, γιατί λέγει: «Κύριον εκζητήσω» (στιχ. 8).

Ο Δαβίδ νοιώθει μόνος του, και από αυτούς τους γονείς του εγκαταλειμμένος (στιχ. 10). Είναι πολύ πιθανόν ότι ο προφήτης αναφέρεται στο γεγονός που είπαμε, της αποχωρήσεώς του από τους γονείς του στην Μασσηφάθ της Μωάβ, τους οποίους παρέδωσε στον αλλόφυλο βασιλέα Μωάβ (Α’ Βασ. 22,3-4). Αλλά εδώ, όπως γράφεται ο στίχος του ψαλμού, κρύπτεται νομίζουμε κάποιο άλλο νόημα. Είναι βαρύς βέβαια ο αποχωρισμός από τους γονείς και η εγκατάλειψή τους, αλλά το να αποχωριστούμε από τον Θεό και να εγκαταλειφθούμε απ᾽ Αυτόν είναι κατά πολύ βαρύτερο. Αντίθετα, τον αποχωρισμό μας και τη στέρηση των γονέων μας τη γλυκαίνει η προστασία του Θεού. Γι᾽ αυτό και λέγει εδώ ο Δαβίδ: «Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με» (στιχ. 10)! Τη στέρηση των γονέων του τη γλύκανε η παρουσία του Θεού.

Ο ποιητής μας παρακαλεί στη συνέχεια να του δείξει ο Θεός την οδό που πρέπει να πορευθεί. Να είναι οδός «ευθεία», δηλαδή, ακίνδυνος, και όχι οδός στην οποία ενεδρεύουν οι εχθροί. Λέγει «Οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία ένεκα των εχθρών μου» (στιχ. 11). Περί εχθρών ομιλώντας ο Δαβίδ αναφέρει στη συνέχεια δύο ειδών εχθρούς, «θλίβοντας» αυτόν. Είναι, πρώτον, εκείνοι που ενεδρεύουν σε ύποπτο δρόμο με το φονικό τους όργανο• και είναι έπειτα αυτοί που τον διαβουλεύονται στον Σαούλ με τη φαρμακερή τους γλώσσα (στιχ. 11-12). Σ᾽ αυτούς τους δεύτερους εχθρούς ανήκει, μεταξύ άλλων, και ο Δωήκ ο Σύρος, ο οποίος επρόδωσε κακοβούλως στον Σαούλ τον βασιλέα ότι ο αρχιερεύς Αβιμέλεχ εφιλοξένησε τον φυγάδα Δαβίδ (Β’ Βασ. 22,9). Αυτό μάλλον σημαίνει η φράση του ψαλμού μας «επανέστησάν μοι μάρτυρες άδικοι» (στιχ. 12).

4. Τέλος, ο ποιητής μας, μετά την ταπεινή προσευχή του Β’ μέρους του ψαλμού, παριστάνεται δυναμωμένος και ανορθωμένος και λέγει, «πιστεύω» (στιχ. 13)! Πιστεύει ότι θα δεί «τα αγαθά Κυρίου εν γη ζώντων» (στιχ. 13). Οτι, δηλαδή, θα δεί τη δικαίωσή του. «Γη ζώντων», που λέγει ο Δαβίδ στον στιχ. του αυτόν, είναι βεβαίως, κατά πρώτον, η παρούσα ζωή. Αλλά όπως λέγεται η έκφραση αυτή, ως «γη ζώντων», μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής μας Δαβίδ με αυτήν δηλώνει την πίστη του σε μια άλλη ζωή, την ατελεύτητο και αιώνια ζωή. Σ᾽ αυτή τη ζωή θα τακτοποιηθούν τα άτακτα της παρούσης ζωής και θα νικηθεί η αδικία. Στην παρούσα ζωή παρατηρούνται διώξεις, αδικίες, εχθρότητες σαν κι αυτές που συνέβησαν στον Δαβίδ. Αλλά ο ψαλμωδός μας τελειώνει με το «υπόμεινον τον Κύριον». Δηλαδή, να μην κλονιζώμεθα στην πίστη με τα περίεργα της παρούσης ζωής, στα οποία βλέπουμε να κυριαρχεί η αδικία, αλλά να περιμένουμε την «γη ζώντων», την Βασιλεία του Θεού την επουράνια, στην οποία θα δούμε τα «αγαθά του Κυρίου», την πλήρη δηλαδή εφαρμογή της δικαιοσύνης του Θεού. «Υπόμεινον τον Κύριον» (στιχ. 14)!