Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Κατά περίπου το μέσον του μήκους της οδού Ερμού βρίσκεται ένας από τους ωραιότερους βυζαντινούς ναούς των Αθηνών, περίφημο οικοδόμημα του γ’ τετάρτου του 11ου αιώνα, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, γνωστός ως Καπνικαρέα. Ίσως πρόκειται για το πλέον αγαπημένο προσκύνημα των παλαιοτέρων κυριών της Αθήνας, που έκαναν τα ψώνια τους στα καλύτερα καταστήματα νεωτερισμών της πόλης, που βρίσκονταν τότε στην οδό Ερμού. Αλλά και σήμερα αποτελεί πόλο έλξης του πολυάνθρωπου και πολύχρωμου «ποταμού» που συστρέφει τα «νερά» του στην περιοχή!
Αν σήμερα το πανέμορφο αυτό βυζαντινό μνημείο εξακολουθεί να κοσμεί το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, αυτό το οφείλουμε στην επέμβαση του βασιλέα της Αυστρίας Λουδοβίκου, πατέρα του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος αποφασιστικά συνέβαλε το 1834 στο να μην γκρεμιστεί και ο ναός αυτός, όπως και πάρα πολλοί άλλοι την εποχή εκείνη, θύματα της «ανανεωτικής» μανίας των Βαυαρών, οι οποίοι είχαν βαλθεί να αναδιοργανώσουν την Αθήνα και σχεδίαζαν τη χάραξη νέων δρόμων, στη δημιουργία των οποίων ήταν πρόσκομμα και η Καπνικαρέα…
Αργότερα, με ενέργειες του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αμίλκα Αλιβιζάτου, παραχωρήθηκε το 1931 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1935 είναι πανεπιστημιακός ναός.
Το… άγνωστο όνομα
Το όνομα του ναού (ήταν γνωστός και ως Καμηκαρέα, Καμουκαρέα, Καμουκαρία, Καμουχαρέα) αποτέλεσε θέμα φιλολόγων, χωρίς έως τώρα να έχει βρεθεί οριστική λύση. Κατά μια άποψη, συσχετίζεται με τον καπνό και την είσπραξη του «καπνικού» φόρου και του επιφορτισμένου για την είσπραξή του, που λεγόταν «καπνικάρης», ιδιότητα που εξελίχθηκε σε επώνυμο. Με βάση το προσωνύμιο «Καμουχαρέα», η ονομασία, κατά τους ασχολουμένους, προήλθε από τον «καμουχά», ύφασμα πολύτιμο, που κάλυπτε ορισμένες εικόνες.
Μια άλλη παράδοση τη φέρει ως «Εκκλησία της βασιλοπούλας», ονομασία που τη συνδέει με την παράδοση της ίδρυσης αθηναϊκών εκκλησιών από διάφορες Αθηναίες που ανέβηκαν στον θρόνο του Βυζαντίου, ενώ ακόμα μία ονομασία της, «Εκκλησία του Πρέντζα», τη συσχετίζει με τον οπλαρχηγό του 1821, που είχε αφιερώσει πολύτιμη εικόνα στον ναό ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, είχε ιδρύσει το παρεκκλήσιο.
Αθηναικού ρυθμού ναός
Το οικοδόμημα κτίστηκε κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, δηλαδή από πέτρινους πλίνθους που περιβάλλονται στο κτίσιμο από «οπτόπλινθους», κεραμίδια. Μαρμάρινη ανάγλυφη ταινία, κοσμήτης όπως λέγεται, περιτρέχει το οικοδόμημα στο ύψος της ποδιάς των παραθύρων και, παράλληλα, υπάρχουν και άλλα κεραμοπλαστικά διακοσμητικά.
Από αρχιτεκτονική άποψη, ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς με τρούλο ναού. Ο οκταγωνικός τρούλος με ένα μονόλοβο παράθυρο σε κάθε πλευρά του ανήκει στην κατηγορία του «αθηναϊκού» τύπου. Στηρίζεται σε τέσσερις αρράβδωτους ρωμαϊκούς κίονες. Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν τρεις τρίπλευρες εξωτερικά κόγχες, από τις οποίες η κεντρική έχει τρίλοβο και οι άλλες δύο δίλοβα παράθυρα. Το μαρμάρινο τέμπλο κατασκευάστηκε το 1861-1862, αντικαθιστώντας παλαιότερο ξυλόγλυπτο του ίδιου αιώνα. Από τον 11ο αι. προέρχεται ένα πολύ καλής τέχνης μαρμάρινο θωράκιο, διακοσμημένο με σταυρό. Από τη βάση του φυτρώνουν φύλλα και τα δύο κενά πάνω από την οριζόντια κεραία του καλύπτουν δύο ρόδακες. Εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας.
Στη δυτική πλευρά, ο νάρθηκας φέρει τέσσερα παράθυρα, από τα οποία τα δύο μεσαία είναι δίλοβα, και μικρές δίρριχτες (σαμαρωτές ή αμφικλινείς) στέγες. Η διαμόρφωση αυτή θεωρήθηκε παλαιότερα από μερικούς μελετητές ότι έχει αρμενικές καταβολές, ο Ν. Γκιολές, όμως, συνοπτικά υπογραμμίζει ότι: «Ο τρόπος αυτός στέγασης του νάρθηκα συνηθίζεται σε μνημεία μόνον της Ελλάδας ήδη από τα μέσα του 10ου αιώνα. Ο δε νάρθηκας, με χαμηλότερη και αυτοτελή από τη δυτική καμάρα του ναού στέγη, είναι ο πλέον διαδεδομένος, αλλά και διαχρονικός».
Η είσοδος γίνεται από τη νότια πλευρά, όπου υπάρχει ένα κομψό προστώο, το οποίο στηρίζεται σε δύο κίονες και παρουσιάζει αναλογίες με αντίστοιχες κατασκευές ναών της Αργολίδας του 12ου αιώνα. Ως οικοδόμημα, με την επιμελημένη τοιχοδομία του (κτίστηκε με μεγάλα αγκωνάρια στο κατώτερο και πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία στο ανώτερο τμήμα του), τις χαρακτηριστικές στέγες του νάρθηκα και τον δικό του αέρα, διεκδικεί και διαθέτει τη δική του καλλιτεχνική αυτοτέλεια από τα άλλα μνημεία της ίδιας εποχής.
Στη βόρεια πλευρά του μνημείου είναι προσαρτημένο το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας, το οποίο φαίνεται να είναι αρχικά σύγχρονο με τον ναό, προορισμένο να εξυπηρετεί κοιμητηριακές ανάγκες, πρέπει όμως να καταστράφηκε στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 από βόμβα και ανοικοδομήθηκε μετά την Παλιγγενεσία με έξοδα του οπλαρχηγού Πρέντζα. Είναι μικρός μονόχωρος ναός με τρούλο και η τοιχοποιία του μιμείται βυζαντινά πρότυπα. Ο τρούλος του ερείδεται επάνω στους τοίχους του κτίσματος.
Στη δυτική πλευρά του ναού, καταλαμβάνοντας και το πλάτος του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας, οικοδομήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 12ου αιώνα, στο πλαίσιο προφανώς αναγεννησιακής τάσης της εποχής, μια μακρόστενη ανοικτή αρχικά στοά με τέσσερις δίρριχτες στέγες. Σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται, η στοά κλείστηκε και μετατράπηκε σε εξωνάρθηκα.
Το ψηφιδωτό πάνω από το κομψό δικιόνιο πρόπυλο του ναού, που βρίσκεται στο νότιο άκρο του εξωνάρθηκα, είναι έργο της Ελένης Βοΐλα σε σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη και φιλοτεχνήθηκε το 1936 με πρότυπο τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά Βοιωτίας.
Δια χειρός Κόντογλου
Το 1942 άρχισε να αγιογραφεί τον ναό ο Φώτης Κόντογλου. Όπως σημειώνει ο μελετητής του, καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Ζίας: «Για όσους αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν τους βυζαντινούς ναούς στην ιστορική τους κυρίως διάσταση και, ακόμα περισσότερο, με τις αντιλήψεις που επικρατούν σήμερα, η επέμβαση σε μνημείο του 11ου – 12ου αιώνα αγγίζει τα όρια της ιεροσυλίας. Ίσως, όμως, τότε η γενικά αποδεκτή προσωπικότητα του Κόντογλου συνέβαλε στην άρση αναλόγων επιφυλάξεων» (Φώτης Κόντογλου, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1991, σ. 110). Στην Καπνικαρέα εργάστηκαν και ορισμένοι μαθητές του και ο ίδιος επανήλθε και εργάστηκε εκεί το 1959.