Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

 

Πολλά έχουν γραφτεί τον τελευταίο καιρό για τις σχέσεις της Ελλάδας με τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο και περίγυρο. Από πολιτισμικής απόψεως, είναι γνωστό ότι ήδη από τη δεκαετία του ’90 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε ασχοληθεί με το ζήτημα και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα της αναγκαιότητας μιας ελληνικής κατάφασης στην Ευρώπη, υπό τον όρο της διατήρησης όλων εκείνων των ιδιαίτερων πολιτισμικών αρχών, των ηθικών και των πνευματικών αρχών που ορίζουν την εθνική μας ιδιοπροσωπία. Έκτοτε, η θέση αυτή επαναλαμβάνεται από διάφορους συγγραφείς και διανοητές, τους οποίους απασχολεί το ίδιο ζήτημα από την ελληνορθόδοξη πλευρά και προοπτική του.

Φοβάμαι, όμως, πως σήμερα πια αυτό δεν είναι εφικτό. Μετά την απόφαση για τη μερική ενοποίησή της, η Ενωμένη Ευρώπη άρχισε να παίρνει τα χαρακτηριστικά ενιαίου κράτους, αν και οι λαοί δεν ήταν έτοιμοι για μια τέτοια εξέλιξη. Και, όπως πάντα συμβαίνει με την ενιαία κρατική εξουσία, η επιβολή ενοποιητικών παραγόντων, που εξυπηρετούν την ιδέα της κρατικής υπόστασης και εξουσίας, είναι κύριος μοχλός διαμόρφωσης τρόπων ζωής και συνειδήσεων, συλλογικών και ατομικών.

Καθώς συχνά δεν έχουμε καλή γνώση των ευρωπαϊκών συνθηκών, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι πολλά νέα και νεωτερικά στοιχεία που εμείς προσλαμβάνουμε ως κυβερνητικές επεμβάσεις και ιδεολογικές παρεμβάσεις στην ουσία δεν είναι παρά στοιχεία της πραγματικότητας που συναποτελεί το περίφημο «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Με άλλα λόγια, δεδομένα πλήρως αντίθετα προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, όπως η κατάργηση της αργίας της Κυριακής, η ισχύς του συμφώνου συμβίωσης ακόμα και για ομοφυλόφιλα ζευγάρια ή η επιβολή του πολιτικού γάμου ως υποχρεωτικού, δεν αποτελούν παρά εκδηλώσεις και εκφάνσεις του περίφημου «λαϊκού κράτους». Δηλαδή, ενός κράτους άθρησκου, θρησκευτικά αποχρωματισμένου, που θεωρεί την εφαρμογή βασικών διατάξεων του νόμου του Θεού ως έκφραση ρατσισμού έναντι όσων ονομάζει «μειονότητες».

Ενώπιον αυτής της καταστάσεως βρισκόμαστε και οι εκάστοτε κυβερνήσεις μας συχνά αναγκάζονται να θεσμοθετούν τα ανάλογα μέτρα σταδιακά, καθώς φοβούνται τις αντιδράσεις των πιστών και υπολογίζουν σε ψήφους το λεγόμενο «πολιτικό κόστος». Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των νεωτερικών και άθρησκων θεσμών αποτελεί συμβατική υποχρέωση που απορρέει από συμβάσεις και συνθήκες διεθνείς, γι’ αυτό και η εφαρμογή τους είναι αναπόφευκτη, εφόσον παραμένουμε εντός της Ενωμένης Ευρώπης.

Από την άλλη πλευρά, οικονομικές και γεωστρατηγικές συνθήκες καθιστούν την παραμονή μας στα ευρωπαϊκά όρια αναγκαία. Φοβάμαι –και εννοώ πλήρως τη λέξη– πως η επιβίωσή μας στο σύγχρονο περιβάλλον μόνο με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας μας συνάδει. Κι αυτό μας υποχρεώνει να υποστούμε μια σειρά αλλαγών αντίθετων στην παράδοση, στα ήθη και τα έθιμα, στην Ορθόδοξη χριστιανική μας συνείδηση, ακόμα και στον νόμο του Θεού, όπως αποκρυσταλλώνεται στα ιερά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Δεν θα πρέπει να περιμένουμε από τους εκάστοτε κρατούντες καμία βοήθεια και καμία ευαισθησία, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν και τέτοια περιθώρια. Θυμίζω την περίπτωση της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες: τον αγώνα τότε του μακαριστού Χριστοδούλου είχε σχεδόν υιοθετήσει μεγάλο πολιτικό κόμμα, το οποίο, όμως, όταν ανήλθε στην εξουσία, δεν αποκατέστησε την κατάσταση, καθώς και σήμερα το θρήσκευμα δεν αναγράφεται.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με συνειδητή πίστη, με πιστούς που ξέρουν τι και γιατί πιστεύουν. Κι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω κρατικών δομών, αφού το Κράτος ούτε τη δυνατότητα, λόγω ευρωπαϊκών δεσμεύσεων, ούτε τη διάθεση έχει να πράξει αναλόγως. Μπορεί να γίνει μόνο με την καλλιέργεια συνειδήσεων, με την ενημέρωση και την απόφαση να μείνουμε στα παραδεδομένα.

Αλλά στα ζητήματα αυτά θα χρειαστεί να επανέλθουμε.