Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Το έχουμε γράψει και με άλλη ευκαιρία, ότι οι Ελληνες παραδοσιακά αισθάνονται οικείωση με το θείο και το υπερφυσικό ιδιαίτερη κι αυτό αποτυπώνεται σε διάφορα έθιμα της λαϊκής λατρείας και της παραδοσιακής θρησκευτικότητάς μας. Η οικείωση, μάλιστα, αυτή οδηγεί συχνά στη διατύπωση ή στη χρήση εκφράσεων που μπορεί να υπερβαίνουν τα όρια και να εγγίζουν τα όρια της ασέβειας, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας σχετικές με την Εκκλησία, τους κληρικούς και την εκκλησιαστική ζωή ευτράπελες διηγήσεις του λαού μας.
Στις παλαιότερες περιόδους, παραδοσιακά οι άνθρωποι διδάσκονταν τους τρόπους έκφρασης της ευσέβειας, αλλά και τα όρια που έπρεπε να τηρούν. Μάλιστα, ορισμένες περιοχές είχαν ιδιαιτέρως αναπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων τους. Είναι, για παράδειγμα, γνωστό ότι οι Μικρασιάτες, τα πρώτα χρόνια μετά το 1922, με πραγματική έκπληξη έβλεπαν τους Ελλαδίτες να υιοθετούν συχνά στην καθημερινή τους ζωή εκδηλώσεις που για τους ίδιους ήταν πραγματικά αδιανόητες, καθώς υπερέβαιναν ό,τι θεωρούσαν ως ανεκτό ή επιτρεπτό.
Αυτό μπορούμε και σήμερα να το διαπιστώσουμε στους ναούς μας, όπου οι εκκλησιαζόμενοι κατά κανόνα δεν τηρούν τη γνωστή από τους ρωμαιοκαθολικούς ναούς της Δύσης εξωτερική και τυπική ευσέβεια, αλλά ως μεσογειακός λαός εκδηλώνουν τη ζωντάνια τους και κατά την ώρα της θείας λατρείας: συζητήσεις, σχόλια, κοινωνικές παρατηρήσεις, ακόμη και ήπιες αντιπαραθέσεις μεταξύ των πιστών και ενίοτε προς τους ιερείς, αποτελούν μια πραγματικότητα που όχι μόνον είναι υπαρκτή, αλλά συχνά στη διαχρονική της συνέχεια περιγράφεται και από τους ευσεβέστερους των λογοτεχνών μας, στα πλαίσια διηγημάτων τους, όπως συμβαίνει κάποτε με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Αν αυτά συνέβαιναν στις ενορίες των μικρών αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων, όπου η μεταξύ των ανθρώπων γνωριμία αποτελούσε συχνά ανασταλτικό παράγοντα για την εκδήλωση ανάλογων συμπεριφορών, στα μεγάλα και πολυάνθρωπα αστικά κέντρα της εποχής μας αυτές έχουν μεγιστοποιηθεί. Στην κυριολεξία κάθε πιστός, αναλόγως του τρόπου και του τόπου ανατροφής και της μόρφωσης ή των προσωπικών του πεποιθήσεων, έχει κατά νου ένα πρότυπο λειτουργικό τυπικό και ενίοτε εννοεί να το επιβάλλει στην ενορία όπου εκκλησιάζεται, ή τέλος πάντων το ζητά και το επιδιώκει. Κι έτσι τόσο η ανομοιομορφία, όσο και οι αντιθέσεις προς τους ιερείς, είναι φαινόμενο συχνό.
Κοντά σε αυτά ο «γεροντισμός» των ημερών μας, η τάση δηλαδή των πιστών να αποκτούν πνευματικούς, μιμούμενοι τη σχέση που δένει τους μοναχούς με τον γέροντά τους, τείνει, αναλόγως της διακριτικότητος του γέροντος, να εισάγει στον ενοριακό χώρο μοναστικές τυπικές διατάξεις και συνήθειες, τις οποίες ορισμένοι πιστοί, συμβουλευμένοι κατάλληλα από τον γέροντά τους, ζητούν. Και από την άλλη πλευρά, η καλλιεργημένη ευσεβιστική διάθεση ορισμένων χριστιανικών οργανώσεων τείνει επίσης να επιβάλλει στην ενοριακή ζωή ανάλογα πρότυπα, που σχετίζονται με την προσπάθεια «αποκάθαρσης» της λατρείας, μια κίνηση ενίοτε όχι μόνον ανεδαφική, αλλά και υποκριτική.
Μέσα στο πέλαγος αυτό, ο εφημέριος καλείται να οργανώσει και να ασκήσει το πνευματικό και ποιμαντικό του έργο, πειραζόμενος όχι τόσο από τους απίστους -αυτοί ούτως ή άλλως είναι αδιάφοροι και απόντες- αλλά κατά κανόνα από τους θεωρούντες τους εαυτούς τους «ανθρώπους της Εκκλησίας». Κινείται, με άλλα λόγια, μεταξύ πραγματικών συμπληγάδων πετρών, που καθημερινά απειλούν την πνευματική του ακεραιότητα και βέβαια την αποτελεσματικότητα της διακονίας του. Και έχει σε αυτό μόνο σύμμαχο τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας, την αποτυπωμένη στα λειτουργικά βιβλία και τη μεταδιδόμενη από γενιά σε γενιά μέσω της παραδόσεως, καθώς η πιστή και απαρέγκλιτη τήρησή τους μπορεί να του προσφέρει τη δυνατότητα να αμυνθεί απέναντι σε πολλές και διάφορες επιθέσεις.
Βέβαια τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα, όταν ο εφημέριος βρει παγιωμένες ανάλογες κακές και αντιπαραδοσιακές τελετουργικές εκδηλώσεις από τους προκατόχους του. Και τούτο επειδή αυτές κατά κανόνα δυσκολότατα μπορούν να ξεριζωθούν από την καθημερινή λειτουργική ζωή του ποιμνίου, το οποίο επικαλείται αυτό που πιστεύει ως «παράδοση» και που στην πραγματικότητα είναι αυτό που βιώνει και βλέπει από τα παιδικά του ίσως χρόνια, χωρίς απαραιτήτως να αποτελεί και παραδοσιακή λειτουργική μορφή και έκφραση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνο η άγνοια, είναι και ο προτεσταντικού τύπου ευσεβιστικός ηθικισμός, που ουσιαστικά αναιρεί και παραμορφώνει την εκκλησιαστική ζωή. Ηθικισμός που ενώ είναι καλυμμένος με τη λεοντή της ευσέβειας, στην πραγματικότητα αποτελεί υποκριτική έκφραση εγωισμού και υποκρυπτόμενη τάση επιβολής των προσωπικών ή επιμέρους θεάσεων ατόμων και οργανώσεων πάνω στο Σώμα Χριστού που συνιστά η Εκκλησία.