Του Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Αι κλειναί και ευσεβεστάτοι Αθήναι τιμούν τον Απόστολο του Θεού, τον συμπήξαντα διά του κηρύγματός του την πρώτην ενταύθα χριστιανικήν κοινότητα, ήτις αυξηθείσα εν Κυρίω προσέφερεν εις την Εκκλησίαν σεβάσμιες μορφές Ιεραρχών, ενδόξους μάρτυρες και νεομάρτυρες, οσίους και όσιες, πληθύν ηγιασμένων. Και έκτοτε δίδει μαρτυρίαν πίστεως και βίου αληθινού κατά Θεόν. Η καθ’ Ελλάδα αποστολική Εκκλησία τιμά τον θεατήν των αρρήτων, τον Πρώτον μετά τον Ενα, το εκλεκτόν σκεύος του Θεού. Και κλίνει γόνυ ευγνωμοσύνης στον Μέγα Διδάσκαλον. Σήμερον οι πόλεις της Ελλάδος, οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, η Κόρινθος, η Νικόπολις και μεταξύ αυτών προεξάρχουσαι αι πρωτόθρονοι Αθήναι αγάλλονται και καυχώνται εν Κυρίω και πλέκουν στέφανον εγκωμίων διότι έσχον τον ζηλωτήν αυτόν ιεραποστολικόν άνδρα πατέρα των πνευματικόν, διότι τις εσόφισε κατά Θεόν, διότι τις ήγαγεν εις θεογνωσίαν και τις ενέταξε εις το ζων Σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων.
Σήμερον Κορίνθιοι και Θεσσαλονικείς και Φιλιππήσιοι πλέον χαίρονται και πανηγυρίζουν ως λαβόντες γραπτώς και δι’ επιστολών το κήρυγμα της σωτηρίας, την ευαγγελικήν αλήθειαν καί ζωήν.
Σήμερον εδώ και η χριστιανική Ευρώπη υποκλίνεται ευλαβώς εις τον θεμελιωτήν του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτού του οποίου η ζωή, η δράσις και το κήρυγμα κατεκόσμησαν τα ήθη των, εξύψωσαν τον βίον των, ενέπνευσαν τις τέχνες των, έδωσαν αγίους και μεγάλες φωτεινές μορφές οικουμενικής αναγνωρίσεως.
Σ’ αυτού του εργάτου της οικουμένης την μορφή ενώπιον ιστάμεθα σήμερον εν ευλαβεία πολλή, εν εκκλησία πληθούση εν μέσω λαού βαρέος και πυκάζοντος καταλαβόντος τον ιερόν τούτον χώρον του Αρείου Πάγου εις τον οποίον πρώτον ήχησαν οι σωτήριοι λόγοι του θεοπνεύστου και θεοκήρυκος Αποστόλου Παύλου.
Προσκυνούμεν εις τον τόπον, εφ’ ου έστησαν οι πόδες του ευαγγελιζομένου την ειρήνην, του ευαγγελιζομένου τα αγαθά, του ευαγγελιζομένου την καταλλαγήν, την δικαίωσιν, την σωτηρίαν.
Και πρώτον χρέος έχομεν και καθήκον να μνημονεύσωμεν εκείνου.
Θα σκιαγραφήσω λοιπόν κατά το ενόν μοι την φωτεινήν προσωπικότητα εκείνου που ανεμόρφωσε την οικουμένην.
Ο θεσπέσιος αυτός άνδρας ήταν μία οικουμενική προσωπικότητα.
Εβραίος το γένος, ανατεθραμμένος με ευσέβειαν, ζηλωτής υπάρχων εκ νεότητός του των πατρικών παραδόσεων. Και εκαυχήθη πολλάκις διά την καταγωγήν του και την ευσεβή ανατροφήν του.
Εβραίος, αλλά με παιδεία ελληνική. Και υπήρξε γνήσιος εκφραστής του πνεύματος του οικουμενικού ελληνισμού. Ωμιλούσε την αττικήν διάλεκτον και την έγραφεν και ήτο εφάμιλλος, ως παρατηρεί η χρυσή γλώσσα της Εκκλησίας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και αυτών των αττικών. Διά τούτο ακριβώς και κατενόησε περισσότερον παντός αλλού την οικουμενικοτητα του χριστιανισμού και την καθολικότητα της Εκκλησίας εν η «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’ 28). Αυτός με την θεολογία του κατήργησε πάσαν αφορμήν διαιρέσεως των ανθρώπων, εισαγαγών τον καινόν, τον νέον εν Χριστώ κτισθέντα και ανακαινούμενον άνθρωπον.
Αυτός όστις απέδειξε το μάταιον του ειδωλολατρικού κόσμου και το ατελέσφορον του Ιουδαϊσμού, αγκάλιασε όλους τους λαούς και διήνοιξε τας πύλας της Εκκλησίας εις πάντα άνθρωπον διακηρύξας το «δόξα και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν Ιουδαίω τε πρώτον και Ελληνι ου γαρ εστι προσωπολητρία παρά τω Θεώ» (Ρωμ. Β’, 10). Ηταν Εβραίος. Ηταν Ελλην. Ηταν και Ρωμαίος πολίτης. Πολίτης της αγερώχου Ρώμης, της Ρώμης του ξίφους και της βίας, της αποκτεινάσης τους αγίους. Και όταν κάποτε παρέστη ανάγκη επεκαλέσθη την ιδιότητά του αυτή και τα εξ αυτής δικαιώματά του. Ποτέ δεν απεδέχθη το φρόνημα της ασεβούς και επηρμένης Ρώμης, τα αντίθεα ρωμαϊκά ήθη, επαληθεύων τον λόγον του Κυρίου διά τους μαθητάς Του «εκ του κόσμου ουκ εισί» (Ιωάν. Ιγ’, 15). Ευσεβής, πεπαιδευμένος λίαν, με ευρείς ορίζοντες σύγχρονος της εποχής του έζη εντός του κόσμου, όστις έζη την αγωνία της αναζητήσεως της αληθείας και της δικαιωσύνης.
Ενας τέτοιος κόσμος κουρασμένος και εν συγχύσει ήταν οι Αθηναίοι.
Και ήλθε προς αυτούς διά να τους φέρη το ευαγγέλιο της εν Χριστώ σωτηρίας, την εν Χριστώ ελπίδα, να κηρύξη τον νόμον της διά της πίστεως δικαιώσεως του ανθρώπου, την βεβαιότητα της καταλλαγής.
Από την υψηλή δημηγορία του, αυτήν η οποία ηκούσθη το 52 μ.Χ. εις τον ιερόν αυτόν βράχον ότι τρία τινά εκήρυξε εις τους Αθηναίους, οι οποίοι ήσαν περίεργοι να ακούσουν «τι αν θέλει ο σπερμολόγος ούτος λέγειν», αφού αυτοί «εις ουδέν έτερον ηυκαιρουν ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον» (Πραξ. Ιζ’, 18, 21).
Εκ τούτων των τριών πρώτον είναι η θεογνωσία. Το ότι «παρωξύνετο» το πνεύμα του Παύλου εις τας Αθήνας δηλοί, ότι ο θείος Απόστολος είχεν επαναστατήσει εσωτερικώς, καθώς παρατηρούσε κατά τις προηγούμενες ημέρες περιφερόμενος εις την πόλιν, ότι οι Αθηναίοι είχαν κάμει την θρησκεία κοσμική. Δι’ αυτούς η θρησκεία χρησίμευε ως στολίδι της επίγειας ζωής και διά να εξαγιάζεται ο πατριωτισμός των. Οι Αθηναίοι ήξεραν να κάνουν την θρησκεία απολαυστική και ελκυστική ακόμη και διά τους καλοζωισμένους, οι οποίοι ήσαν απαιτητικώτεροι. Εις την αντίληψιν αυτή αντετάχθη ο Παύλος συνιστών μετάνοιαν. Ο σκοπός της χριστιανικής πίστεως είναι να οδηγήση τον άνθρωπον εν μετανοία εις τον Θεό, να του αλλάξη το φρόνημα και την ζωήν.
Εις αυτούς τους Αθηναίους ο Παύλος ωμίλησε διά τον αληθινό Θεό, τον Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου, ο οποίος είναι υπερβατικός αλλά «και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχων» (Πραξ. Ιζ’ 27).
Η γνώσις του Θεού δεν είναι μία νοησιαρχία, μία εγκεφαλική φιλοσοφική διαδικασία, αλλά κοινωνία και συμμετοχή εις την ζωήν του Θεού.
Ετσι κατ’ αυτόν τον τρόπον κατενόει ο Παύλος την Θεογνωσία και ούτως την εδίδαξε. Δι’ αυτό και ο ίδιος είχε τελείως ταυτισθεί με τον Θεόν. Εζη εν Χριστώ δι’ αυτό και είχε τελεία αποκάλυψι του Θεού, τελεία Θεογνωσία. Αυτό το ένθεο βίωμα εξέφρασε εις την προς Γαλάτας επιστολήν του γράφων: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός. Ο νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. β’, 20).
Διά να γνωρίσωμε τον Θεό, πρέπει να ζήσωμε την ζωή του Θεού. Η θεογνωσία προϋποθέτει τήρηση εντολών. Ακούσομεν του Κυρίου λέγοντος:
«Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστι ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. Ιδ’, 21).
Και πάλιν: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. Ιδ’, 23).
Αρα όσοι αναζητούν τον Θεόν με πόθο και ειλικρίνεια διά να τον γνωρίσουν, πρέπει να αγαπήσουν τον Θεόν και τα του Θεού. Να τηρήσουν, να εφαρμόσουν τις εντολές Του και τότε ο Θεός θα τους αποκαλυφθή και θα τον γνωρίσουν εν μέρει εις την παρούσαν ζωήν και «καθώς εστι» (Α’ Ιωάν. γ’, 2) εις την μέλλουσαν. Δεύτερον θέμα, η υιοθεσία.
Ο Παύλος διά να κηρύξη την άκραν φιλανθρωπίαν του Θεού, η οποία εξεδηλώθη διά της υιοθεσίας μας υπ’ Αυτού, εχρησιμοποίησε τους στίχους κάποιων ποιητών τους: «του γαρ και γένος εσμέν» (του Στωικού Κλεάνθους, 300 π.Χ.).
«Καταγόμεθα» τους είπε «από τον Θεό». Και εννοούσε αυτό που έγραψε εις τους Γαλάτες: «ότι δε εστέ υιοί (του Θεού) εξαπέστειλεν ο Θεός το πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κραζον· αββά, ο Πατήρ, ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός, ει δε υιός και κληρονόμος Θεού διά Χριστού».
Τι δε εστι υιοθεσία μας το εξηγεί η ποικίλη μούσα της ημετέρας αυλής, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στις οµιλίες του εις τους Μακαρισμούς του Κυρίου και εις την πραγματείαν του περί του ονόματός του χριστιανού, η οποία αποτελεί το απόσταγμα της ωρίμου θεολογικής σκέψεως του μεγάλου Πατρός.
Υιοθεσία σημαίνει, ότι όσα δικαιώματα έχει ο κατά φύσιν Υιός του Θεού, ο φυσικός Υιός του Θεού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τα ίδια και απαράλλακτα και αναφαίρετα δικαιώματα αποκτούν και τα μέλη της Εκκλησίας, όσα διατηρήσουν την ενότητα της πίστεως, την κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος και τον χιτώνα της ψυχής των, αμόλυντον και ακηλίδωτον από την αμαρτίαν.
Ιδού λοιπόν τι υψηγόρησε ο θειότατος κήρυξ προς Αθηναίους και προς πάντας ανθρώπους. Διά τούτο και παραμένομεν εις την Εκκλησίαν παρά τον κλύδωνα και τα κύματα τα οποία δημιουργεί ο αλάστωρ. Παραμένοντες εις την Εκκλησίαν κατοχυρώνομε τα δικαιώματά μας διά λύτρωση και σωτηρία, διά υιοθεσία και κληρονομία, διά δόξα και μακαριότητα. Μέλος της Εκκλησίας σημαίνει υιός του Θεού, συγκληρονόμος του Χριστού, κληρονόμος του Θεού.
Τρίτος άξονας στην αποστολική ομιλία είναι η μετάνοια. Ο Θεός, είπε ο Απ. Παύλος στους Αθηναίους, «υπερείδε τους χρόνους της αγνοίας υμών» (Πραξ. Ιζ’, 30). Παραμέρισε όσα κάνατε και λέγατε καθ’ ον χρόνον δεν εγνωρίζατε, αλλά τώρα που εμάθατε, συνιστά μετάνοια, μεταστροφή, αλλαγή φρονήματος και ζωής. «Τα πρώτα απήλθον» (Αποκ. Ε’, 5), ξεχάσατέ τα και ακολουθήσατε τον νέον τρόπον ζωής.
Πέρασαν από τότε περίπου δυό χιλιάδες χρόνια, δυό χιλιάδες χριστιανισμού. Οσοι έζησαν εν μετανοία εξυψώθηκαν εις την χάριν και την τάξιν των υιών του Θεού. Σήμερα ο κόσμος, οι άνθρωποι, εμείς ποιμένες και ποίμνιον ακούσωμεν του Παύλου κηρύσσοντος την μετάνοιαν και ποιήσωμεν κατά τον λόγον της Γραφής «καρπούς αξίους της μετανοίας».
Αυτοί οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου στηρίζουν την Εκκλησίαν και μας σήμερα.
«Ποία φυλακή ουκ έσχε σε δέσμιον; Ποία δε Εκκλησία ουκ έχει σε ρήτορα; Δαμασκός μέγα φρονεί επί σοι Παύλε· είδε γαρ σε σκελισθέντα φωτί. Ρώμη σου το αίμα δεξαμένη, και αυτή κομπάζει, αλλ’, η Ταρσός πλέον χαίρει, και πόθω τιμά σου τα σπάργανα. Αλλ’ ω Παύλε Απόστολε, το καύχημα της οικουμένης, προφθάσας ημάς στήριξον».