Του Γεωργίου Κ. Ιατρού, δικηγόρου, διδάκτορα Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών

 

«Μετά πολλής χαράς ωσαύτως υποδεχόμεθα εις την παρούσαν Σύναξιν και τους αδελφούς αρχιερείς τους διαποιμαίνοντας τας εν Ελλάδι επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου ευχαριστούντες αυτούς διά την πρόθυμον ανταπόκρισίν των εις την πρόσκλησιν ημών. Ως γνωστόν, οι Ιεράρχαι ούτοι, διά της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του έτους 1928, έχουν διοικητικώς την αναφοράν αυτών εις την Ιεράν Σύνοδον της αγιωτάτης αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος, της οποίας και αποτελούν ισότιμα μέλη, καθ᾿ όσον αι επαρχίαι των λεγομένων «Νέων Χωρών», τας οποίας ούτοι διαποιμαίνουν, διοικούνται επιτροπικώς υπό της Εκκλησίας ταύτης βάσει της εν λόγω Πράξεως».

Με τα λόγια αυτά υποδέχθηκε τις 29 παρελθόντος Αυγούστου στο Φανάρι ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος που υπάγονται στην πνευματική του δικαιοδοσία, όντας ταυτοχρόνως μέλη της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την ετήσια σύναξη των ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη, με την ευκαιρία του νέου εκκλησιαστικού έτους. Σκοπός της φετινής Συνάξεως (29/8-2/9) ήταν η ενημέρωση των αρχιερέων του Οικουμενικού Πατριαρχείου για επίκαιρα εκκλησιαστικά θέματα, όπως η σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου το 2016, η λειτουργία των επισκοπικών συνελεύσεων της Ορθοδόξου Διασποράς και η πορεία των θεολογικών διαλόγων με τους ετεροδόξους.

Η πρόσκληση συμμετοχής στη σύναξη του Οικουμενικού Θρόνου για πρώτη φορά του συνόλου των μητροπολιτών των λεγομένων «Νέων Χωρών», που υπάγονται διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, προκάλεσε την αντίδραση της τελευταίας. Με επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος εξέφρασε την απορία του για τους λόγους που δεν ενημερώθηκε ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την πρόθεση πρόσκλησης των μητροπολιτών των επαρχιών των «Νέων Χωρών» και για τον σκοπό της συμμετοχής τους στη σύναξη της ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου.

Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως η συμμετοχή των ως άνω μητροπολιτών στη σύναξη αυτή «ουδόλως προσκρούει εις τας προβλέψεις της μνημονευθείσης Πράξεως, δοθέντος ότι η Σύναξις αύτη, ως ήδη εσημειώθη, δεν έχει διοικητικόν χαρακτήρα, ούτε καλείται να λάβη αποφάσεις διοικητικής φύσεως, ενώ οι εν λόγω Μητροπολίται ουδέποτε έπαυσαν να αποτελούν, και κατά την επίσημον αναγνώρισιν της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, μέλη της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου ως διαποιμαίνοντες επαρχίας του Θρόνου τούτου».

Επανήλθε, έτσι, για ακόμα μία φορά στην επιφάνεια το ζήτημα των εύθραυστων σχέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπενθυμίζεται ότι με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου του 1850 ανακηρύχθηκε κανονικώς και δεν αναγνωρίστηκε ως αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Ελλάδος υπό ρητούς όρους που εξασφάλιζαν την κανονική ενότητά της με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μεταξύ των όρων περιλαμβανόταν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως» από αύνοδο αρχιερέων «προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας» υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Αθηνών. Ειδικότερα, οριζόταν ότι τα θέματα που αναφέρονται στην εσωτερική εκκλησιαστική διοίκηση, όπως η εκλογή και χειροτονία αρχιερέων, ο αριθμός και η ονομασία των αρχιερατικών θρόνων, η χειροτονία ιερέων και διακόνων, η διοίκηση των μονών κ.λπ., θα πρέπει να ρυθμιστούν με «Συνοδικές Πράξεις» σύμφωνες με τους ιερούς κανόνες, τα πατροπαράδοτα έθιμα και τις διατυπώσεις της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την έκδοση του Συνοδικού Τόμου, απέβλεψε, πρώτον, στην αποκατάσταση της κανονικής ενότητας με τις εκκλησιαστικές του επαρχίες στην ελεύθερη Ελλάδα, τις οποίες και ανακήρυξε σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, και, δεύτερον, στο να καταστήσει την Εκκλησία αυτή ελεύθερη από κάθε κοσμική επήρεια και να την περιχαρακώσει από κάθε είδους πολιτικές παρεμβάσεις της εκάστοτε εξουσίας. Τρίτον, στο να καθορίσει τις θεμελιώδεις κανονικές αρχές βάσει των οποίων θα λάμβανε χώρα η συνοδική διοικητική δικαιοδοσία μέσα στα όρια του χορηγηθέντος αυτοκεφάλου.

Η ανωτέρω προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν επρόκειτο τελικώς να τελεσφορήσει. Το ελληνικό Κράτος με την έκδοση των νόμων Σ’ και ΣΑ’ του 1852 υπαναχώρησε στους όρους υπό τους οποίους είχε ανακηρυχθεί το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και παγίωσε ένα πολιτειοκρατικό σύστημα σχέσεων με την Εκκλησία. Αν την εποχή αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε απαιτήσει, λόγω της απροσχημάτιστης παραβίασης των νωπών τότε ακόμη όρων ανακήρυξης του αυτοκεφάλου, από το ελληνικό Κράτος τον σεβασμό του Συνοδικού Τόμου ή είχε προχωρήσει στην ανάκλησή του, είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά στις σχέσεις των τριών πλευρών, ελληνικού Κράτους - Οικουμενικού Πατριαρχείου - Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η πρακτική της συμμεταβολής τωv εκκλησιαστικώv με τα πολιτειακά όρια, η οποία ακολουθήθηκε με αντίστοιχες πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις το έτος 1866 για τις εκκλησιαστικές επαρχίες των Επτανήσων και το έτος 1882 για τις περιοχές της Θεσσαλίας και μικρού μέρους της Ηπείρου, μετά την ένωσή τους με την Ελλάδα, δεν τηρήθηκε στηv περίπτωση τωv εκκλησιαστικώv εκείvωv περιοχών πoυ υπάγονταν στo Πατριαρχείo Κωνσταντινουπόλεως και προσαρτήθηκαv στηv ελληνική επικράτεια μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912-1913 και τηv απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και τωv νησιών τoυ Αιγαίου.

Η αρχική σκέψη ήταν η ένταξη και των εκκλησιαστικών αυτών επαρχιών στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ακολούθησαν, όμως, ο εθνικός διχασμός και η Μικρασιατική καταστροφή, που επηρέασαν αποφασιστικά τις εξελίξεις και στο θέμα των «Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», όπως επικράτησε vα αποκαλούνται oι εκκλησιαστικές αυτές επαρχίες, κατ’ επέκταση του όρου από την πολιτική διοίκηση. Αποτέλεσμα ήταν, έπειτα από διαπραγματεύσεις με την ελληνική Πολιτεία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου να αναθέσει «επιτροπικώς» και υπό δέκα όρους τη διοίκηση των εκκλησιαστικών αυτών επαρχιών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Μεταξύ των όρων αυτών καταλέγονται η ισότιμη συμμετοχή των ιεραρχών των επαρχιών αυτών του Οικουμενικού Θρόνου στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, η μνημόνευση από τους αρχιερείς των «Νέων Χωρών» του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη, η υποβολή εκθέσεων κατ’ έτος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η απαγόρευση των αρχιερατικών μεταθέσεων, το δικαίωμα του εκκλήτου των ιεραρχών των «Νέων Χωρών» ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη και η διατήρηση απαραμείωτων των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των πατριαρχικών και σταυροπηγιακών μονών που βρίσκονται στην Ελλάδα.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διατηρώντας το ανώτατο κανονικό δικαίωμα επί των επαρχιών των «Νέων Χωρών», εύσχημα διακήρυξε το γεγονός ότι οι επαρχίες αυτές εξακολουθούν να του ανήκουν και, συνεπώς, όποτε θελήσει, μπορεί να τις πάρει πίσω. Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει η φράση «άχρι καιρού», η οποία πουθενά δεν βρίσκεται διατυπωμένη στο κείμενο της Πράξεως. Η παραπάνω φράση συνδέεται αναπόδραστα με τον όρο «επιτροπικώς», του οποίου η αναγραφή και η έννοια προκάλεσε (και συνεχίζει να προκαλεί) ποικίλες συζητήσεις, ιδίως επειδή διατυπώθηκε η άποψη ότι στην έννοια του επιτρόπου ενυπάρχει κατά αυτονόητο τρόπο το στοιχείο της προσωρινότητας.

Της Πράξεως αυτής είχε, περιέργως, προηγηθεί ο Ν. 3615/1928, που ρύθμιζε την εκκλησιαστική διοίκηση των «εν ταις Νέαις Χώραις» μητροπόλεων. Είχε, δηλαδή, ήδη νομοθετηθεί εκείνο για το οποίο είχε ζητηθεί και αναμενόταν (ως απαραίτητη κανονική προϋπόθεση) η έκδοση Πράξεως του Πατριαρχείου. Και μάλιστα το νομοθέτημα του 1928 περιόριζε αισθητώς τους όρους υπό τους οποίους το Πατριαρχείο παραχωρούσε τη διοίκηση των μητροπόλεών του, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη δημιουργία εστίας νέων τριβών στις σχέσεις μεταξύ Πολιτείας, Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 είναι γεγονός πως ρυθμίζει με εντυπωσιακή σαφήνεια τους όρους της λειτουργίας του ιδιότυπου καθεστώτος που εγκαθίδρυσε και, αναμφίβολα, συνιστά ένα κείμενο σοφής διευθέτησης των εκκλησιαστικών πραγμάτων σε μια όμως δεδομένη χρονική στιγμή. Η εφαρμογή της απέδειξε ότι τα προβλήματα που δημιούργησε ήταν σαφώς περισσότερα και οξύτερα από αυτά που κλήθηκε να επιλύσει. Η χρηστική ή μονομερής ερμηνεία της έννοιας ή του κύρους των περιεχομένων σε αυτή όρων με νομοκανονικά σχήματα ή προσχήματα υπήρξε μόνιμη αιτία αλυσιτελών αντιθέσεων στη λειτουργία των σχέσεων των δύο Εκκλησιών. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα μια ρύθμισή της, είτε αυτή ήταν η συγκρότηση της ΔΙΣ, είτε ο τρόπος μνημόνευσης του πατριαρχικού ονόματος, είτε η έγκριση του καταλόγου των προς αρχιερατείαν εκλογίμων, είτε οι πατριαρχικές και σταυροπηγιακές μονές, αρκούσε ώστε να διαταράσσονται κατά τρόπο ανώφελο, αλλά και επικίνδυνο, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών.

Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 είναι γεγονός πως ρυθμίζει με εντυπωσιακή σαφήνεια τους όρους της λειτουργίας του ιδιότυπου καθεστώτος που εγκαθίδρυσε

Ας μη λησμονείται, όμως, πως μέσα στην Ορθοδοξία τα πρωτεία είναι πρωτεία διακονίας και όχι δικαιωμάτων. Διακονίας του ποιμνίου μέχρι θυσίας, κατά το πρότυπο του ιδρυτή της χριστιανικής πίστεως. Οι σύγχρονοι εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν καλούνται από τις περιστάσεις να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πίστη τους, αλλά μόνο τον εγωισμό τους, ώστε η θυσία τους αυτή να αποτελέσει πρότυπο και ενίσχυση για το ποίμνιό τους. Πρέπει να καταστεί συνείδηση πως οι δύο Εκκλησίες είναι στην ουσία και την ιστορία τους μία. Η αποδυνάμωση μίας εκ των δύο, και μάλιστα με υπαιτιότητα της άλλης, συνιστά «απονενοημένο διάβημα».

Στις δύο Εκκλησίες απομένει να αποδεικνύουν κάθε στιγμή με έργα πως «ει ζώμεν πνεύματι, πνεύματι και στοιχώμεν» (Προς Γαλάτας, 5.25).