Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Βλέποντας κάποιος τη Δημοκρατία μας από την πρακτική της πλευρά, εύκολα διαπιστώνει ότι υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στερείται οποιασδήποτε αποφασιστικής αρμοδιότητας από εκείνες που είχε στο προηγούμενο Σύνταγμα του 1952 ο Βασιλιάς ως Ανώτατος Αρχοντας του καταργηθέντος Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Και δεν χρειάζεται, νομίζω, να διαβάσει κανείς τα σχετικά με τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας άρθρα του Συντάγματος, όπως είναι π.χ. τα άρ. 35, 41, 42 και 50 αυτού, για να επιβεβαιώσει εκείνο που βιώνει καθημερινά στην πράξη για τον διακοσμητικό χαρακτήρα του προεδρικού αξιώματος στο σημερινό μας πολίτευμα. Φαίνεται πια καθαρά ότι το Σύνταγμά μας έχει κατασκευάσει ένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τα πανηγύρια. Τον θέλει για τις παρελάσεις. Για τις επίσημες γιορτές ή δεξιώσεις. Για την υποδοχή εκπροσώπων ξένων κρατών ή των νέων διπλωματών τους, που του επιδίδουν τα διαπιστευτήριά τους και άλλα συναφή. Τον κρατάει όμως μακριά από την ουσία του πολιτεύματος, η οποία συνίσταται στον έλεγχο της λειτουργίας του Κοινοβουλίου, που ορθώς έχει χαρακτηριστεί ως «προπύργιο» της Δημοκρατίας. Μέσα σε αυτό το «προπύργιο» το Σύνταγμά μας κρατάει «αιχμάλωτο» τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Του αναθέτει μόνο κάποια «καθήκοντα κλητήρα», αφού τον χρησιμοποιεί ως απλό διεκπεραιωτικό όργανο των αποφάσεων της Βουλής ή της Κυβέρνησης.

Παρ’ όλα αυτά, το άρθρο 30 του Συντάγματος αποκαλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «ρυθμιστή του Πολιτεύματος»! Μόλις που χρειάζεται να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί παραπλανητική «ταμπέλα» του προεδρικού θεσμού στη σημερινή Ελλάδα. «Στάχτη στα μάτια» των άλλων, για να μη βλέπουν την «καρικατούρα» του Ανωτάτου Αρχοντος που έχει φτιάξει το Σύνταγμά μας. Διότι, πόσο «ρυθμιστής» του Πολιτεύματος μπορεί να είναι ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος στερείται του δικαιώμτος να αρνηθεί τη δημοσίευση ενός νόμου, όταν διαπιστώνει ότι ο συγκεκριμένος νόμος που ψήφισε η Βουλή έρχεται σε ολοφάνερη αντίθεση προς τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Λαού; Σύμφωνα με το άρ. 42 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα αρνησικυρίας σε κανένα νόμο. Του αναγνωρίζεται μόνο το δικαίωμα της αναπομπής του σχετικού νόμου στην Βουλή. Ωστόσο, εάν αυτή τον ξαναψηφίσει στην Ολομέλειά της, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να τον δημοσιεύσει, ώστε να γίνει νόμος του Κράτους. Μέσα από τη διάταξη αυτή, αλλά και από άλλες συναφείς, αναδύεται η σκέψη του συντακτικού νομοθέτη ότι στις Δημοκρατίες αποφασίζει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που κατά τεκμήριο εκφράζει τον Λαό και όχι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το σχετικό τεκμήριο βέβαια είναι μαχητό και ανατρέπεται μόνο με την αντίθετη βούληση του Λαού στις επόμενες εκλογές.

Το πρόβλημα όμως είναι, τί γίνεται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η ανατροπή του συζητούμενου τεκμηρίου έχει ήδη επέλθει πολύ πριν από την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής θητείας του κυβερνώντος κόμματος, εξ αιτίας της διαφωνίας του Λαού προς την πολιτική που αυτό ακολουθεί σε κάποιο ζήτημα μείζονος εθνικής σημασίας. Εάν περιμένουμε τις επόμενες εκλογές, θα είναι πολύ αργά. Το κακό θα έχει πια επέλθει από μια Κυβέρνηση που αποφασίζει εν ονόματι του Λαού, εναντίον όμως της αληθινής του βούλησης. Δυστυχώς, το Σύνταγμά μας ούτε και σε αυτές τις περιπτώσεις αναγνωρίζει δικαίωμα αρνησικυρίας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τον θέλει θεατή των γεγονότων. Δεν του επιτρέπει καν να ζητήσει τη διενέργεια Δημοψηφίσματος, για να αποφανθεί ο Λαός επί του συγκεκριμένου ζητήματος, αφού, όπως προκύπτει από το άρ. 44 παρ. 2 του Συντάγματος, το Δημοψήφισμα προκηρύσσεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, επί της οποίας αποφασίζει η Βουλή, άσχετα αν αυτή έχει χάσει την εμπιστοσύνη του Λαού!

Από το πλέγμα των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων γίνεται φανερό ότι το Σύνταγμά μας, για να αποτρέψει «συνταγματικά πραξικοπήματα» εκ μέρους του Ανωτάτου Αρχοντος, σαν εκείνα που διέπραξε ο Βασιλιάς το 1965, αφόπλισε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από κάθε εξουσία, ώστε να μη μπορεί να «καθαιρέσει» μια νόμιμα εκλεγμένη Κυβέρνηση, όπως έκανε ο Βασιλιάς με τα γνωστά «Ιουλιανά» του 1965. Δεν φρόντισε όμως να δημιουργήσει «αναχώματα», τα οποία θα απέτρεπαν την Κυβέρνηση να στραφεί κάποια στιγμή εναντίον του Λαού. Ετσι, με την «ευλογία» του Συντάγματος, έχουμε πια μια διολίσθηση από τα «συνταγματικά πραξικοπήματα» του Ανωτάτου Αρχοντος στα «συνταγματικά πραξικοπήματα» της Κυβέρνησης και της Βουλής που τη στηρίζει.

Τέτοιες περιπτώσεις «συνταγματικών πραξικοπημάτων» εμφανίστηκαν δύο φορές μέσα στην τελευταία δεκαετία.Η μια σχετίζεται με το καθεστώς των Μνημονίων, που επιβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2010 από την Κυβέρνηση του κ. «λεφτά υπάρχουν», παρά τη σθεναρή αντίσταση του Λαού που διαμαρτυρόταν καθημερινά έξω από τη Βουλή. Και η άλλη περίπτωση έχει ταυτιστεί με το έγκλημα που διαπράχθηκε πρόσφατα σε βάρος της Μακεδονίας, η οποία πουλήθηκε στους Σκοπιανούς ελαφρά τη καρδία από μια Κυβέρνηση εθνομηδενιστών, ομοίως παρά την διαφωνία της συντριπτικής πλεοψηφίας του Ελληνικού Λαού. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη γνώμη του Λαού με την προκήρυξη Δημοψηφίσματος, σήμερα θα ήσαν αλλιώς τα πράγματα. Ούτε η Ελλάδα θα είχε στον «λαιμό» της τις θηλιές των Μνημονίων, τα οποία μέσα σε μια δεκαετία και παρά τη σκληρή λιτότητα, στην οποία υποβλήθηκε ο Ελληνικός Λαός, διπλασίασαν, αντί να μειώσουν, το  χρέος που υπήρχε το 2009! Ούτε όμως και η Μακεδονία θα είχε πουληθεί στους Σκοπιανούς από την Κυβέρνηση της «αριστεράς του τίποτα».

Συνήθως τα λάθη του παρελθόντος γίνονται «δάσκαλοι» στη ζωή μας και μάς δείχνουν, τι πρέπει να κάνουμε, για να αποφύγουμε την επανάληψή τους στο μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, αφοπλίζοντας πλήρως τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από οποιαδήποτε εξουσία, διόρθωσε μεν ένα λάθος του παρελθόντος, έβαλε όμως τα θεμέλια για την διάπραξη ενός άλλου αναλόγου στο μέλλον. Επέτρεψε, με το θεσμικό πλαίσιο που διαμόρφωσε, την εκδήλωση «συνταγματικών πραξικοπημάτων» αντίθετης φοράς. Οχι από τον Ανώτατο Αρχοντα σε βάρος του Λαού, αλλά από τους εκπροσώπους του Λαού σε βάρος του εντολέα τους. Και όλα αυτά σε μια χώρα που αποδεδειγμένα έχει πολύ κακή σχέση με τη νομιμότητα. Τη νομιμότητα κάθε μορφής, που εδώ βέβαια είναι συνταγματική.

Ας είναι τουλάχιστον η εμπειρία αυτή του καινοφανούς φαινομένου των «συν- ταγματικών πραξικοπημάτων» εκ μέρους της Κυβέρνησης δίδαγμα για την επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία, άσχετα από τις άλλες εξουσίες, που θα παραχωρήσει ενδεχομένως στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πρέπει πάντως να αφήσει ανοικτό τον «δρόμο» της «πορείας» του προς τον Λαό. Η προσφυγή στον Λαό ουδέποτε συνιστά πραξικόπημα. Αυτό συντελείται μόνον όταν παρακάμπτεται ο Λαός, όπως κατ’ επανάληψη συνέβη την τελευταία δεκαετία. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι στα 43 χρόνια ισχύος του Συντάγματος του 1975 ο θεσμός του Δημοψηφίσματος, που θεπίστηκε για την αντιμετώπιση κρίσιμων εθνικών θεμάτων, ουδέποτε εφαρμόσθηκε –εάν εξαιρέσει βέβαια κάποιος τη «φάρσα» του 2015– μολονότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις (Μνημόνια, Σκοπιανό) ήταν επιβεβλημένη η διεξαγωγή του. Φαίνεται ότι στη σημερινή Ελλάδα η ποιότητα της Δημοκρατίας μας δεν κρίνεται από αυτό που θέλει ο Λαός, αλλά από εκείνο που επιθυμεί η εκάστοτε Κυβέρνηση, άσχετα αν η επιθυμία της βιάζει τη βούληση του Λαού.