Γράφει ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίας

Μακάριος 2 ο συνιών επί πτωχόν και πένητα· εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος. 3 Κύριος διαφυλάξαι αυτόν και ζήσαι αυτόν και μακαρίσαι αυτόν εν τη γη και μη παραδώ αυτόν εις χείρας εχθρών αυτού. 4 Κύριος βοηθήσαι αυτώ επί κλίνης οδύνης αυτού· όλην την κοίτην αυτού έστρεψας εν τη αρρωστία αυτού. 5 Εγώ είπα· Κύριε, ελέησόν με, ίασαι την ψυχήν μου, ότι ήμαρτόν σοι. 6 Οι εχθροί μου είπαν κακά μοι· πότε αποθανείται, και απολείται το όνομα αυτού; 7 Και εισεπορεύετο του ιδείν, μάτην ελάλει· η καρδία αυτού συνήγαγεν ανομίαν εαυτώ, εξεπορεύετο έξω και ελάλει επί το αυτό. 8 Κατ᾿ εμού εψιθύριζον πάντες οι εχθροί μου, κατ᾿ εμού ελογίζοντο κακά μοι· 9 λόγον παράνομον κατέθεντο κατ᾿ εμού· μη ο κοιμώμενος ουχί προσθήσει του αναστήναι; 10 Και γαρ ο άνθρωπος της ειρήνης μου, εφ᾿ ον ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου, εμεγάλυνεν επ᾿ εμέ πτερνισμόν. 11 Συ δε, Κύριε, ελέησόν με και ανάστησόν με, και ανταποδώσω αυτοίς. 12 Εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με, ότι ου μη επιχαρή ο εχθρός μου επ᾿ εμέ. 13 Εμού δε διά την ακακίαν αντελάβου, και εβεβαίωσάς με ενώπιόν σου εις τον αιώνα. 14 Ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ από του αιώνος και εις τον αιώνα. Γένοιτο, γένοιτο.

Μακάριος 2 είναι ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τον πτωχό και αδύναμο·

στις δύσκολες μέρες του θα τον σώσει ο Κύριος.

3) Ο Κύριος θα τον διαφυλάξει και θα τον ζωογονήσει

και θα τον κάνει μακάριο στην γη

και δεν θα τον αφήσει στα χέρια των εχθρών του.

4) Ο Κύριος θα τον βοηθήσει,

όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου του·

όλη την αρρώστια του θα στρέψει σε υγεία.

5) Εγώ είπα: Κύριε ελέησέ με·

θεράπευσέ με, γιατί αμάρτησα.

6) Οι εχθροί μου ευχήθηκαν κακά για μένα:

«Πότε να πεθάνει και να χαθεί το όνομά του;».

7) Και όταν (ο προδότης μου) έμπαινε

(στο δωμάτιό της ασθενείας μου) να με δεί,

έλεγε (έπειτα) υποκριτικά λόγια·

η καρδιά του συγκέντρωνε μέσα του

(περισσότερες) συκοφαντίες.

8) Εβγαινε έξω (σε δημόσιους χώρους)

και έλεγε για το ίδιο θέμα (συκοφαντίες για μένα).

Ψιθύριζαν (τότε) εναντίον μου όλοι οι εχθροί μου.

Εναντίον μου σκέπτονταν κακά.

9) Κακό λόγο έλεγαν εναντίον μου:

«Μήπως ο άρρωστος δεν πρόκειται (πιά)

να σηκωθεί (από την κλίνη του);

10) Και πως (να μην σκέπτονται έτσι οι άλλοι),

αφού ο έμπιστος άνθρωπός μου,

στον οποίο ήλπιζα (βοήθεια),

αυτός που έτρωγε μαζί μου,

μου κατάφερε το μεγαλύτερο κτύπημα;

11) Αλλά, Συ Κύριε, ελέησέ με

και σήκωσέ με (από την κλίνη της αρρωστίας μου)

και θα τους τιμωρήσω (για την κακία τους).

12) Σ’ αυτό θα γνωρίσω (Κύριε)

ότι με θέλεις,

στο να μη χαρεί ο εχθρός για μένα.

13) Πραγματικά, για την ακακία μου (Κύριε)με έχεις σώσει,

και με βεβαιώνεις και για αιώνια σωτηρία.

14) Δοξασμένος ας είναι ο Κύριος

ο Θεός του Ισραήλ

από τώρα και για πάντα.

Ας είναι! Ας είναι!

1. Ο ψαλμός αυτός είναι του Δαβίδ, όπως το λέγει και η επιγραφή. Γράφηκε δε σε καιρό βαρειάς ασθενείας του βασιλέως, αλλά και μεγάλου του ψυχικού πόνου, γιατί μας παρουσιάζεται ότι είναι εγκαταλελειμμένος. Ο ψαλμός λοιπόν είναι ατομικός και χωρίζεται καθαρά σε τρεις στροφές. Στην πρώτη στροφή (στιχ. 2-4) ο πάσχων ποιητής μακαρίζει με γενικό τρόπο τους φιλανθρώπους, αυτούς που πονούν τους πάσχοντας ασθενείς και συμπαρίστανται σ’ αυτούς (στιχ. 2). Αυτούς, λέγει, θα τους ευλογήσει ο Θεός και θα τους διαφυλάττει από τους εχθρούς και αν αρρωστήσουν ο Θεός θα τους είναι στο κρεββάτι του πόνου τους, και θα τους θεραπεύσει (στιχ. 4)!

2. Στη δεύτερη στροφή (στιχ. 5-10) έρχεται ο ψαλμωδός στη δική του περίπτωση και προσεύχεται στον Θεό για τη θεραπεία του, λέγοντας μάλιστα ότι αιτία της ασθενείας του είναι τα αμαρτήματά του (στιχ. 5). Οι εχθροί του όμως επιθυμούν και εύχονται για τον θάνατό του (στιχ. 6). Μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Δαβίδ ο Αχιτόφελ, που μπορούσε να εισέρχεται άνετα στο δωμάτιο της ασθενείας του Δαβίδ, από ενδιαφέρον τάχα για την υγεία του, αυτός ήταν ο πλέον δόλιος και επίφοβος (στιχ. 7).Αυτός, όταν έφευγε από το δωμάτιο της ασθενείας του βασιλέως, συναντούσε τους άλλους δόλιους εχθρούς, τους ανακοίνωνε τα σχετικά με τον βασιλέα και τους έκανε να στρέφονται περισσότερο εναντίον του και να μηχανεύονται κακά γι’ αυτόν (στιχ. 8). Πραγματικά, όλοι τους αυτοί συνωμοτούσαν κατά του Δαβίδ επιθυμούντες να μην εγερθεί πια από την κλίνη του (στιχ. 9). Ολη αυτή την φωτιά του μίσους και της οργής κατά του βασιλέως, την έτρεφε με τις δόλιες ενέργειές του και τους λόγους του ο κακός Αχιτόφελ, ο σύμβουλός του, τον οποίο θεωρούσε ως εμπιστευτικό ο Δαβίδ και συνέτρωγε μαζί του (στιχ. 10).

3. Τέλος, ο ποιητής του ψαλμού μας παρακαλεί τον Θεό να τον εγείρει από την κλίνη του, να τον κάνει καλά, ώστε να μπορέσει να τιμωρήσει τους εχθρούς του (στιχ. 11), για να νοήσουν το αμάρτημά τους. Στην εκπλήρωση αυτού του αιτήματός του ο Δαβίδ, με την τιμωρία, δηλαδή, των εχθρών του, θα γνωρίσει την εύνοια του Θεού υπέρ αυτού (στιχ. 12). Είναι πεπεισμένος δε ο ποιητής του ψαλμού μας ότι θα τον βοηθήσει ο Θεός, γιατί τον έχει ήδη βεβαιώσει με προηγούμενα παραδείγματα ότι πάντοτε τον βοηθεί (στιχ. 13).

Ο ψαλμός κλείνει με ένα λειτουργικό δοξολόγημα του Θεού (στιχ. 14).