Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Πολλοί έσπευσαν να επικροτήσουν τη συμφωνία, που υπογράφηκε πρόσφατα στις Πρέσπες ανάμεσα στην Ελλάδα και στα Σκόπια, δια της οποίας «επιλύεται» μια μακροχρόνια ονοματολογική διαφορά μας με το κράτος των Σκοπίων. Κάποιοι μάλιστα άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών υπέγραψαν και λίστα συμπαράστασης στην Κυβέρνηση για την τόλμη και την ορθότητα της επιλογής της! Είναι όμως αμφίβολο, αν όλοι αυτοί οι υποστηρικτές της σχετικής συμφωνίας των Πρεσπών γνωρίζουν, πότε, πώς και γιατί εμφανίσθηκαν οι Σκοπιανοί ως «Μακεδόνες». Μόνο μέσα από τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά μπορεί να κριθεί η ορθότητα ή μη της κυβερνητικής επιλογής. Οι απαντήσεις όμως αυτές, για να είναι πειστικές, πρέπει να στηρίζονται σε αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία, όπως τα έχει καταγράψει η παγκόσμια ιστορία. Επομένως προσωπικές εκτιμήσεις του καθενός, που υπερβαίνουν το πλαίσο της ιστορικής αλήθειας στο ζήτημα του «μακεδονισμού» των Σκοπίων, καθώς και οι απόψεις των ιδίων των Σκοπιανών, με τις οποίες  αυτοεπιβεβαιώνεται ο «μακεδονισμός» τους, συνιστούν εντελώς απρόσφορη ύλη ιστορικής τεκμηρίωσης της «μακεδονικής ταυτότητας» που τους αναγνώρισε η συμφωνία των Πρεσπών.

Αντιφάσεις των Σκοπιανών για την καταγωγή τους

Υπογραμμίζω ιδιαίτερα το στοιχείο αυτό, διότι, ενώ οι Σκοπιανοί ανήκουν φυλετικά στους Σλάβους, όπως άλλωστε ομολογούν πολλοί επιφανείς παράγοντες των Σκοπίων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται πρωτίστως ο πρώην Πρόεδρος του κρατιδίου τους, Κίρο Γκλιγκόροφ, στα βιβλία της ιστορίας, που διδάσκουν στα σχολεία τους, ισχυρίζονται ότι είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, οι οποίοι εκσλαβίστηκαν από τους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τους! Ετσι καλλιεργείται ο «μακεδονισμός» των Σκοπίων, που έχει μάλιστα συνταγματικό έρεισμα, αφού σχετική αδιαπραγμάτευτη συνταγματική διάταξη του κρατιδίου τους αναγορεύει τα Σκόπια σε «κοιτίδα» του Μακεδονικού Εθνους. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί στο σημείο αυτό ότι, ακόμη κι αν η εν λόγω άποψη των Σκοπιανών απέδιδε την ιστορική αλήθεια για την καταγωγή τους –πράγμα που δεν είναι βέβαια ακριβές, όπως θα φανεί από τις ακολουθούσες αναπτύξεις– δεν θα ήταν ωστόσο επαρκής η άποψη αυτή, για να θεμελιώσει την εθνική συνείδηση των Σκοπιανών ως Μακεδόνων.

«Μακεδονικές» σταγόνες σε σλαβική «θάλασσα»

Και αυτό μπορεί μπορεί να αποδειχθεί με ένα απλό και λογικό πείραμα. Εάν ρίξει π.χ. κάποιος ένα βυτίο με νερό ειδικής σύστασης μέσα στη θάλασσα, το νερό αυτό δεν θα είναι πιά ό,τι ήταν προηγουμένως. Θα γίνει και αυτό θάλασσα, άσχετα εάν ενδεχόμενη χημική ανάλυση της θάλασσας μπορεί να δείξει μερικά στοιχεία από το νερό του βυτίου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους Σκοπιανούς, που θέλουν να εμφανίζονται ως απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εάν οι Σκοπιανοί εκσλαβίστηκαν, όπως γράφουν τα βιβλία της ιστορίας τους, τότε έγιναν και αυτοί ένα με την «θάλασσα» των Σλάβων. Και είναι περιττή η περαιτέρω επιχειρηματολογία, για να γίνει κατανοητό ότι η εθνική συνείδηση ενός λαού δεν είναι υπόθεση σπερματικής ανίχνευσης μέσω της χημείας ή της γενετικής. Βιώνεται διαχρονικά ως όλον. Και είτε την έχει κάποιος ως τέτοια είτε δεν την έχει, οπότε δεν μπορεί να την επικαλεστεί, έστω κι αν μερικές «σταγόνες» από τη «θάλασσα» της αλλοτρίωσής του μπορούν να δείξουν με τη βοήθεια της γενετικής κάποια στοιχεία από το όλον που λείπει. Η ιστορία των Σκοπιανών ως δήθεν εκσλαβισθέντων απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων, αληθής υποτιθέμενη, αντιστοιχεί προς την ιστορία των εξισλαμισθέντων στα πρώτα χρόνια της Αλωσης  Γενίτσαρων. Οσο όμως μπορούν οι Γενίτσαροι, ύστερα από 700 χρόνια εκτουρκισμού τους, να επικαλεστούν σήμερα την ελληνική τους ταυτότητα, για να διεκδικήσουν την αυτονομία της Θράκης, άλλο τόσο μπορούν και οι Σκοπιανοί, ύστερα από 1400 χρόνια εκβουλγαρισμού τους, να επικαλεστούν τη μακεδονική τους ταυτότητα, για να αναγνωριστούν ως Μακεδόνες.

Η ιστορία αποκαλύπτει την αληθινή καταγωγή των Σκοπιανών

Αυτό λοιπόν που μας υπαγορεύει η κοινή λογική, το επιβεβαιώνει και η παγκόσμια ιστορία, η οποία έχει καταγράψει τους Σκοπιανούς όχι ως απογόνους των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά ως τμήμα του Βουλγαρικού Εθνους, με το οποίο συμπορεύθηκαν ιστορικά έχοντας κοινά ήθη και παραδόσεις, κοινή γλώσσα και κοινές εθνικές επετείους, όπως είναι π.χ. η εξέγερση του Ιλιντεν. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για εκσλαβισμό των Σκοπιανών, αφού αυτοί ήλθαν στη Βαλκανική Χερσόννησο τον 6ο μ.Χ. αιώνα ως Σλάβοι και εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους σλάβικους λαούς, όπως είναι λ.χ. οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι και οι Βόσνιοι, σε εδάφη της αρχαίας Μακεδονίας. Αυτά τα εδάφη οι Σλάβοι τα έκαναν δικά τους. Οπως όμως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση καταπάτησης, ο καταπατητής αποκτά μόνο τίτλο κυριότητας επί των καταπατούμενων εκτάσεων και ουδέποτε δικαίωμα επί της ταυτότητας του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Η εγκατάσταση βέβαια των Σλάβων στη Μακεδονία έγινε με την ανοχή  των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, οι οποίοι έβλεπαν τους Σλάβους ως ακρίτες των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα άλλα σλαβικά φύλα, οι Βούλγαροι έχοντας προφανώς στο γονιδίωμά τους το «πλιάτσικο» –και σε αυτό τους μοιάζουν οι δικοί τους Σκοπιανοί– άρχισαν να επεκτείνονται βαθμιαία και σε άλλες γειτονικές περιοχές, επιδιώκοντας να γίνουν κράτος εν κράτει, πράγμα που επέτυχαν με την επίσημη ίδρυση το 681 μ.Χ. της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, την οποία κατέλυσε, ύστερα από σκληρούς πολέμους, ο Αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β’, ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος (1018 μ.Χ.), αλλά την επανίδρυσαν μετά τον θάνατο αυτού, για να καταλυθεί οριστικά από τους Οθωμανούς το 1396 μ.Χ.

Οι Συνθήκες Αγίου Στεφάνου και Βουκουρεστίου αγνοούν τους Σκοπιανούς

Μετά από πολλούς αιώνες οθωμανικής δουλείας, άρχισε να ανατέλλει σιγά-σιγά στη χαραυγή του 19ου αιώνα η εποχή της εθνικής ανεξαρτησίας των βαλκανικών κρατών. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι, από όλα τα βαλκανικά κράτη μόνον η Ελλάδα ανέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία με την Επανάσταση του 1821. Οι σλαβικές χώρες μαζί με τη Ρουμανία την κέρδισαν αναίμακτα το 1878 με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που επισφράγισε την ήττα των Οθωμανών από τους Ρώσους στον μεταξύ τους πόλεμο. Η Συνθήκη αυτή, υπογραφείσα στο ομώνυμο προάστιο της Κωνστανινούπολης, χαρακτηρίζεται από ένα πανσλαβισμό, τον οποίο εξέφραζε η Ρωσία. Τον πανσλαβισμό αυτόν εκαλείτο να υπηρετήσει, προς όφελος βέβαια και της Ρωσίας, η ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία με βάση τη Συνθήκη αυτή, θα εδέσποζε στα Βαλκάνια και θα ήλεγχε πρωτίστως τα στενά των Δαρδανελλίων και το Αιγαίο,  αφού της παραχωρείτο το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης και όλης της Μακεδονίας, με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της Χαλκιδικής. Οπως είναι φυσικό, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Αυστρο-Ουγγαρία, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία) αντέδρασαν έντονα σε αυτόν τον γιγαντισμό της Βουλγαρίας και ζήτησαν τη σύγκλιση Συνεδρίου για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Το σχετικό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες αργότερα στο Βερολίνο με πρωτοβουλία του Βίσμαρκ και έληξε με την υπογραφή τον Ιούλιο του 1878 της Συνθήκης του Βερολίνου. Η Συνθήκη αυτή αφαιρούσε από τη Βουλγαρία τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, τις οποίες της παραχωρούσε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ενώ διακήρυσσε την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μπορεί να μη χάρισε ποτέ στη Βουλγαρία τα εδάφη που θέλησαν να της δώσουν οι Ρώσοι, μας αποκαλύπτει όμως ένα πολύ σπουδαίο γεγονός: Τη μη αναφορά του κράτους των Σκοπίων μεταξύ των άλλων σλαβικών χωρών (Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βοσνίας κλπ.), των οποίων αναγνωρίζετο επίσης η ανεξαρτησία. Γιατί όμως συνέβη αυτό; Μήπως, επειδή δεν υπήρχε τότε το κρατίδιο των Σκοπίων; Ή μήπως, επειδή κρίθηκε ότι έπρεπε να παραμείνει αυτό υπό την οθωμανική κυριαρχία; Ουδεμία από τις δύο υποθέσεις συνέτρεχε. Η παράλειψη ανακήρυξης και της ανεξαρτησίας των Σκοπίων από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αλλά και από τη Συνθήκη του Βερολίνου,οφείλεται στο γεγονός ότι τα Σκόπια εθεωρούντο ανέκαθεν βουλγαρικός λαός, που καταλαμβάνονταν από τις υπέρ της Βουλγαρίας διευθετήσεις! Και τίθεται τώρα εδώ ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί αποσιώπησε το γεγονός αυτό από τη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο κατά τα άλλα λαλίστατος κ. Κοτζιάς, μολονότι επικαλέστηκε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου; Διότι δεν το γνώριζε ή διότι δεν ήθελε να φανεί το μέγεθος του εγκλήματος που διέπραττε η Κυβέρνηση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δίνοντας μακεδονική οντότητα στους ανύπαρκτους;

Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα για τους Σκοπιανούς με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που υπογράφηκε το 1913 μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου όχι μόνον αγνοεί και αυτή τα Σκόπια, αλλά ορίζει επί πλέον ότι μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας δεν παρεμβάλλεται κανένα άλλο κράτος! Και είναι εύλογο αυτό, διότι το κράτος των Σκοπίων βρίσκεται στα ενδότερα της περιοχής που διατρέχει ο Αξιός ποταμός (Βαρδάρης), γι’ αυτό άλλωστε εκαλείτο ανέκαθεν Vardarska.

Από τη Vardarska στη «Μακεδονία» μέσω Ιλιντεν

Πώς φτάσαμε λοιπόν από τη Vardarska στη Μακεδονία; Τη σχετική μετάβαση διευκόλυναν δύο παράγοντες: Πρώτον η βουλγαρική εξέγερση του Ιλιντεν το 1903. Και δεύτερον το μαγικό «ραβδί» της «Νεράιδας», που λέγεται Τίτο, με το οποίο μεταμορφώθηκε το 1944, καθ’ υπόδειξη του Στάλιν, η Vardarska σε Μακεδονία με την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», η οποία εντάχθηκε στη συνέχεια ως ομόσπονδο κρατίδιο στην Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Ετσι, αυτό που δεν τόλμησαν να κάνουν επί 1400 χρόνια οι Σκοπιανοί, διότι δεν ήσαν Μακεδόνες, το έκανε εν μιά νυκτί το «ραβδί» της «Νεράιδας», για να εξυπηρετήσει προφανώς τον από παλιά διακηρυγμένο στόχο της Ρωσίας για έξοδο στο Αιγαίο. Το σκηνικό είχε προετοιμάσει προηγουμένως, όπως ελέχθη, η εξέγερση του Ιλιντεν, που ονομάστηκε έτσι, επειδή εκδηλώθηκε την «ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία». Με την εξέγερση αυτή η Βουλγαρία ζητούσε από τους Οθωμανούς την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, επιδιώκοντας να πάρει έτσι έμμεσα εκείνο που της στέρησε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Ηταν άλλωστε δοκιμασμένη η στρατηγική της στην Ανατολική Ρωμυλία, την οποία προσάρτισε λίγα χρόνια μετά την κήρυξη της αυτονομίας της. Στη Μακεδονία όμως δεν ήσαν εύκολα τα πράγματα, διότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ήταν ελληνικό. Παρ’ όλα αυτά έγινε η εξέγερση του Ιλιντεν, που είχε στόχο τα εδάφη και όχι την ταυτότητα της Μακεδονίας –σήμα κατατεθέν της αιμοσταγούς επεκτατικής πολιτικής της Βουλγαρίας– προκαλώντας όμως ως αντίδραση από την ελληνική μεριά την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα.

Αυτά από την ιστορία για τους «κλακαδόρους» της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ετσι, για να δουν, τί ακριβώς χειροκροτούν. Βέβαια, το Αιγαίο δεν φαίνεται από τις Πρέσπες. Για να μπορέσει να το δει κάποιος, πρέπει να ανεβεί λίγο ψηλότερα. Οσο για εκείνους που πιστεύουν ότι το «πέρασμα» των Σκοπιανών στο Αιγαίο είναι αναπόφευκτο, εφ’ όσον το θέλουν οι «Μεγάλοι», πρέπει να σημειωθεί ότι όλα ανεξαιρέτως τα «περάσματα» είναι συνδεδεμένα στην ιστορία όχι με εκείνους που τα διήλθαν, αλλά με αυτούς που τα υπερασπίζονται.