Πολλές φορές ἡ αναφορά μας στόν ὄρο Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, μᾶς προσανατολίζει σέ παραμέτρους οἰκονομικούς καί ὁπωσδήποτε σέ ὅλες ἐκεῖνες τίς διεργασίες καί τά δεδομένα, τά ὁποῖα ἔχουν νά κάνουν μέ πολιτικές οἰκονομικῆς σύγκλισης, ανάπτυξης καί ἐπενδύσεων. Ὅπως ὅμως αποδεικνύεται, ἡ ἱστορία τῶν δύο τελευταίων δεκαετιῶν τῆς ζωῆς τῆς Ε.Ε. καί πιό συγκεκριμένα τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ‘80 καί τά πρῶτα χρόνια τοῦ’90, ἡ Εὐρώπη φαίνεται ὅτι διέρχεται μία κρίση ταυτοτητας, γεγονός πού αποδεικνύεται καί μόνο από τήν ἐξέλιξη τῆς ὀνομασίας της, αφοῦ τείνει πλέον νά μεταλλαγεῖ σέ κάτι ἄλλο, πού δέν θά ἔχει νά κάνει μόνο μέ τήν οἰκονομία. Ἀπό Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) αρχικά, μετονομάζεται σε Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, γιά νά καταλήξει στό σημερινό χαρακτηρισμό της, ὡς Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.

Ἡ Εὐρώπη λοιπόν, δέν εἶναι μόνον οἰκονομική ἢ νομισματική Ἕνωση, εἶναι καί ἡ Εὐρώπη τῶν πολιτισμῶν, τῶν πολιτῶν και τῶν λαῶν, μέ ὅλα ἐκεῖνα τά προβλήματα πού συνοδεύουν μία τέτοιου εἴδους ἕνωση. Ἔτσι δίνοντας μία εὐοίωνη προοπτική,

μέ τὴν ὑπέρβαση τῶν οἰκονομικῶν παραμέτρων καί δεδομένων, ὑποδεικνύει μιά τάση διαμόρφωσης μιᾶς Εὐρώπης ανοικτῆς και συγχρόνως χρηστικῆς στούς πολῖτες της, τή διαμόρφωση μιᾶς Εὐρώπης ανθρώπινης. Ἐπιπλέον ἡ Εὐρώπη σήμερα απασχολεῖκαὶ ἄλλους φορεῖς στό ἐσωτερικό της γίγνεσθαι, ὄχι μόνο οἰκονομολόγους, τεχνοκράτες ἢ ἐμπειρογνώμονες, αλλά καί ὅλουςἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ασχολοῦνται μέ τόν εὐρωπαῖο πολίτη, ὡςἄνθρωπο μιᾶς ανθρώπινης κοινωνίας, προβάλλοντας καί ἕνανἄλλον προβληματισμό, γιά τό μέλλον της.

Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι, στήν Εὐρώπη, ὅλα τά προβλήματα πλέον δέν εἶναι μόνο οἰκονομικά, αλλά τίς περισσότερες φορές ὅμως παρουσιάζονται ὡς οἰκονομικά, στό βάθος τους εἶναι προβλήματα ἤθους καί πολιτισμοῦ, δηλαδή τρόπου ζωῆς καί ὕπαρξης.

Πιό συγκεκριμένα. Ἕνα φαινόμενο, από τά ἐντονότερα πού απασχολοῦν τήν Εὐρώπη τοῦ σήμερα καί πού θά τήν απασχολήσουν καί στό μέλλον, εἶναι ἡ ανεργία. Ἐξεταζόμενο ὡς φαινόμενο οἰκονομικὸ ὁδηγούμεθα σέ αδιέξοδα γιατί ἔχει πλέον αποδειχθεῖ ὅτι καί σέ κράτη - μέλη τῆς Ἕνωσης, τά ὁποῖα ἔχουν χαμηλὸ δείκτη πληθωρισμοῦ -ἕνας από τούς βασικούς παράγοντες τῆς οἰκονομικῆς ανάπτυξης- παρουσιάζουν ὑψηλό δείκτη ανέργων, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τή Γερμανία. Το δεύτερο φαινόμενο εἶναι τοῦ κοινωνικοῦ αποκλεισμοῦ. Μία ὕφεση οἰκονομική (ὑπό ὁποιαδήποτε μορφή καί ἂν ἐμφανίζεται), αντίθετη πρός τή βελτίωση τῶν δεικτῶν τῆς οἰκονομίας δεν συνεπάγεται αναγκαστικά καί τήν ανάλογη ἄμβλυνση τοῦ φαινομένου, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἐπίλυσή του απαιτεῖ μία διαδικασία ἡ ὁποία δέν ἐξαρτᾶται μόνο από τίς οἰκονομικές παραμέτρους, αλλά απαιτοῦνται καί ἄλλες πολιτικές πιό ανθρώπινες καί περισσότερο κοινωνικές. Συνεπῶς ὁ ἴδιος ὁ homoeconomicus εἶναι απαραίτητο νά ὑπερβεῖ τά παλαιά οἰκονομικά σχήματα ὠφελιμιστικοῦ τύπου καί νά ἐνστερνισθεῖ μία ἄλλη πραγματικότητα στό εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι, τῆς σχέσης καί τῆς συμβίωσης, ὡς τρόπου ζωῆς καί ὕπαρξης στήν ἴδια τήν εὐρωπαϊκή ζωή. Γιά νά καταλάβουμε πόσο ἠθικό, καί ὄχι μόνο αναλόγως οἰκονομικό, εἶναι τό πρόβλημα τῆς ανεργίας, καί ποιος εἶναι ὁ προσανατολισμός τῆς ἐπίλυσής του, εἶναι νομίζω αρκετά τά στοιχεῖα πού οἱ ἴδιοι οἱ οἰκονομολόγοι δίνουν.

Ἀπεδείχθη ὅτι ἕνας από τούς παράγοντες μέ τούς ὁποίους σχετίζεται ἡ ανεργία εἶναι ἡ παγκοσμιοποίηση τῆς οἰκονομίας, μιᾶς οἰκονομίας ὅμως ἡ ὁποία θεωρεῖ ὡς αγορά ἐργασίας μόνο τά 800 ἑκατομμύρια τῶν πολιτῶν τῆς ὑφηλίου, μέ βάση δέ αὐτούς

καί μόνο προσπαθεῖ νά ἐπιλύσει τά διάφορα οἰκονομικοκοινωνικὰ προβλήματα, ἐνῷ αδιαφορεῖ ἢ καί σέ ακραῖες περιπτώσεις τά θεωρεῖ ὡς ανύπαρκτα τά ὑπόλοιπα 2/3 τῆς κοινωνίας. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο ἠθική ἢ μόνο οἰκονομική εἶναι ἡ θεώρηση αλλά καί ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ σημαντικά καί οὐσιαστικά προβλήματα, τά ὁποῖα καλοῦνται νά ἐπιλύσουν πλέον ὄχι μόνον οἱ κυβερνήσεις καί τά συμβούλια τῶν ὑπουργῶν, αλλά καί ἡἴδια ἡ λεγομένη κοινωνία τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία καλεῖται νά προτείνει τήν πλέον ρεαλιστική καί δυναμική λύση.

Τό πρῶτο πρόβλημα εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζουμε μέ τον ὃρο διεύρυνση. Τό ἄνοιγμα τῶν συνόρων καί ἡ αδυναμία στεγανοποίησης τῶν ανοικτῶν πλέον κοινωνιῶν θέτει σήμερα με ὀξύτητα τό ζήτημα τῆς ανθρώπινης συνάντησης, μέ ὅρους πλέον πού διαφεύγουν τοῦ ἐλέγχου τῆς πολιτικῆς. Ἡ ανθρώπινη συνύπαρξη μπορεῖ κάλλιστα νά προσλάβει τήν διάστροφη μορφὴτῆς πολιτισμικῆς σύγκρισης, ἐφόσον μέ τήν κινητικότητα τῆς μετανάστευσης γιά παράδειγμα, τά ὅρια τριβῆς τῶν πολιτισμῶνδέν παραμένουν αποκλειστικά γεωγραφικά. Συγχρόνως ὅμως διαχέονται καί ἐσωτερικεύονται μέσα στίς ανοικτές εὐρωπαϊκές κοινωνίες, μέ αποτέλεσμα σήμερα νά ὁμιλοῦμε ὄχι γιά διεύρυνση μόνο αλλά καί γιά ἐμβάθυνση δηλαδή γιά μία οὐσιαστική αντιμετώπιση τοῦ ἤδη ἐμφανιζόμενου φαινομένου μέσα στά ἴδια τά σπλάχνα τῆς Εὐρώπης (Συνθήκη Shengen).Ἡ πολιτική διεύρυνση σέ συνδυασμὸ καί μέ τήν προσπάθεια δημιουργίας ἑνός πολυέθνους (multination) -ἔννοια ποὺ αποκτᾶ καιαὐτή σήμερα ἐπιχειρησιακή χρησιμότητα προκειμένου νά περιγράψουμε τήν Εὐρώπη τοῦ ἑνιαίου εὐρωπαϊκοῦ νομίσματος και τῆς ὁμοσπονδιακῆς πολιτικῆς- ὁδηγεῖ τελικά καί σέ μία πολιτισμική διάβρωση, ἡ ὁποία κατατείνει σέ μία ανταγωνιστικότητα πολιτισμική αντί νά εὐνοεῖ τήν συνοίκηση, συνύπαρξη καί την ανάπτυξη μιᾶς κοινωνίας συνοικούντων ἐθνῶν.

Ἡ προσπάθεια δημιουργίας μιᾶς διεθνοῦς κοινωνίας ὀργανωμένων καί ανεξάρτητων κρατῶν-ἐθνῶν -ἡ ὁποία απετέλεσε και τό πρότυπο τῆς Εὐρώπης- διεστρέβλωσε τήν αρχική προοπτική τῆς δημιουργίας μιᾶς συνειδησιακῆς συνύπαρξης. Σ’ αὐτή τήν διαβρωτική κίνηση οἱ Ἐκκλησίες καί οἱ θρησκεῖες ἔχουν πλέον τήν εὐθύνη γιά τήν ανάπτυξη μιᾶς πoιμαντικῆς πoλιτισμικῆς καταλλαγῆς, αρχικά μέσῳ τοῦ διαλόγου.

Τό δεύτερο πρόβλημα, πού καί αὐτό σχετίζεται μέ τήν οἰκονομία, εἶναι ἡ ανάπτυξη μηχανισμῶν πρός τήν εὐρωπαϊκή ἐνοποίηση, ἡ ὁποία φαίνεται νά μπαίνει σέ μία νέα φάση σοβαρῶν ανακατατάξεων πού θά ταλαιπωρήσουν ἐπί μακρόν τήν κοινωνία τῆς Εὐρώπης. Δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι το κοινό εὐρωπαϊκό νόμισμα προαπαιτεῖ μία ὁμοιογένεια οἰκονομικῶν μηχανισμῶν αλλά καί οἰκονομικοῦ πολιτισμοῦ -ὅρος πού περιλαμβάνει ὄχι μόνο πολιτιστικές παραμέτρους αλλά και οἰκονομικές, οἱ ὁποῖες ὅμως ἐξαρτῶνται από τήν παρεχόμενη ποιότητα ὑπηρεσιῶν. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἡ λειτουργία τοῦεὐρωπαϊκοῦ νομίσματος καί ἡ δημιουργία πολιτικῶν, κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν προϋποθέσεων εὐδοκίμησης δέν εἶναι απαλλαγμένη καί από εὐρύτερες πολιτισμικές ἐπιπλοκές, δηλαδή εἶναι μία λειτουργία στενά οἰκονομική καί μονοδιάστατα μηχανική καί τεχνική, ἡ ὁποία ὅμως προϋποθέτει ταυτόχρονα καί διανοητική συμμετοχή, ἐνῷ παράλληλα διαμορφώνει και τήν ανάλογη ἠθική δεοντολογία, τήν ὁποία ὀφείλει ἐπίσης να ὑποστηρίξει. Καμμία οἰκονομία δέν εἶναι ἐποικοδομητική ἐὰν δέν εἶναι καί ἠθική (χαρακτηριστικό παράδειγμα τά κοινωνικά προγράμματα ανάπτυξης, τά ὁποῖα συνεπάγονται ὑπέρβαση τῆς κοινωνικῆς αδικίας, ρατσισμοῦ κ.ἄ. στήν προοπτική ὅμως ὅτι συμβάλλουν αναπτυξιακά στό συγκεκριμένο χωροχρόνο και στήν προοπτική τοῦ μέλλοντος). Ἡ προσπάθεια λοιπόν ἐπιβολῆς τοῦ κοινοῦ εὐρωπαϊκοῦ νομίσματος συνοδεύεται καί από δυναμικούς σπασμούς τῆς κοινωνίας, πού θά απαιτήσει πλέον ἐντονότερη προσπάθεια καί δράση γιά τόν ἄνθρωπο, τό περιβάλλον καί τήν κοινωνία.

Ἡ Εὐρώπη φαίνεται πλέον ὅτι δέν ζητᾶ τήν ἐφαρμογή μιᾶς κοινωνικῆς πολιτικῆς, αὐτή τήν αναγνωρίζει στίς μή κυβερνητικές ὀργανώσεις καί Ἱδρύματα, ὅπως αποδεικνύεται από την Γνωμοδότηση τῆς Οἰκονομικῆς καί Κοινωνικῆς Ἐπιτροπῆς, μέ θέμα «Τά σωματεῖα καί Ἱδρύματα στήν Εὐρώπη», (C95/99/30.3.98), ὅπου χαρακτηριστικά ἐξαιροῦνται οἱ θρησκευτικές ὀργανώσεις. Ἀναζητᾶ καί κάτι ἄλλο περισσότερο πνευματικό, αφοῦἔχει πλέον συνειδητοποιήσει ὅτι πνευματικά εἶναι μετέωρη.

Αὐτό αποτελεῖ καί τήν πρόκληση γιά τό ποιό πρέπει νά εἶναι το νέο εὐρωπαϊκό μοντέλο κοινωνίας, στήν προοπτική ἐνίσχυσης μιᾶς ὑγιοῦς ανταγωνιστικότητας, ὅπως αὐτό διατυπώθηκε αρχικά στά Συμπεράσματα τῆς προεδρίας, τοῦ ΕὐρωπαϊκοῦΣυμβουλίου τῆς Λισσαβώνας, στίς 23 καί 24 Μαρτίου τοῦ 2000.

Ὡς νέα πρόκληση τοῦ στρατηγικοῦ στόχου τῆς Εὐρώπης, για τήν ἑπόμενη δεκαετία, στά πλαίσια τῆς στρατηγικῆς τῆς Λισσαβώνας (23-24 Μαρτίου 2000), ἔχει τεθεῖ ἡ διαμόρφωση τῶν αλλαγῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖες θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνες μέ τις κοινωνικές αξίες καί αντιλήψεις, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ὁἐκσυγχρονισμός τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κοινωνικοῦ μοντέλου, το ὁποῖο θά ἔχει ὡς στόχους τήν καταπολέμηση τοῦ κοινωνικοῦ αποκλεισμοῦ, μέ ἐπενδυτικό φορέα πλέον τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί τίς αξίες τίς ὁποῖες φέρει.

Τό Εὐρωπαϊκό Συμβούλιο τῆς Λισσαβώνας (23-24 Μαρτίου 2000), στήν προοπτική τῆς ἑπόμενης πενταετίας (Μάρτιος 2005), αναζητᾶ τρόπους ὑπέρβασης τοῦ παλαιοῦ μοντέλου εὐρωπαϊκῆς ανάπτυξης καί ἐπένδυσης, ὄχι μέσα από δομές ἐπιχειρησιακές καί οἰκονομικά μοντέλα αποκλειστικά καί μόνο, αλλά κυρίως προσβλέπει σέ μία ἄλλη προοπτική, περισσότερο ανθρωποκεντρική. Καλεῖται νά αξιοποιήσει στό χῶρο τῆς ανταγωνιστικότητας καί τῆς ἐσωτερικῆς αγορᾶς, τήν ἐπένδυση καί την διαδικασία διαθρωτικῶν μεταρρυθμίσεων, ακόμη καί στό ἐπίπεδο τῆς γνώσης καί τῶν πολιτικῶν γιά τήν κοινωνία καί την πληροφορία, ὥστε νά πετύχει τόν συνδυασμό τῆς ανταγωνιστικότητας καί τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, ὡς μία πλέον ὑγιῆ ἐκδήλωση τῆς ἴδιας τῆς κοινωνίας, αφοῦ ἡ ανεργία, ὡς φαινόμενο μακρᾶς διάρκειας, μέ ἔκδηλες περιφερειακές ανισότητες καί με στοιχεῖα ἐνδημικά, σχετίζεται ἄμεσα τόσο μέ τήν ανταγωνιστικότητα, ὅσο καί μέ τήν κοινωνική συνοχή.

Φαινόμενα, ὅπως οἱ φυλετικές διακρίσεις, οἱ ρατσιστικές ἐπιλογές, οἱ κοινωνικοί αποκλεισμοί, κυρίως στό χῶρο τῆς ἐργασίας αλλά καί στή φιλελευθεροποίηση τῆς αγορᾶς, καί τέλος οἱἠλικιακὲς προτεραιότητες, ἐμφανίστηκαν στόν εὐρωπαϊκὸ χῶρο

τῆς ανταγωνιστικότητας καί ανέδειξαν τελικά τό ἐμφωλεῦον πρόβλημα τοῦὑφιστάμενου εὐρωπαϊκοῦ μοντέλου κοινωνίας, γιατί:

α) Ἀπεδείχθησαν, ὡς μέσα ανεφάρμοστα, αφοῦ καμμία ἐπίλυση κοινωνικῶν ἤ οἰκονομικῶν προβλημάτων δέν πέτυχαν,

β) Ὑπέδειξαν ἕνα ἄλλο πρότυπο, ὡς κοινωνικὸ μοντέλο, καί μάλιστα μέ διαφορετικό ἐπενδυτικό φορέα, κυρίως οἰκονομικὸ και αγοραστικό, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν ξένος πρός τόν ανθρωπιστικό σκοπό του.

Ἡ στρατηγικὴ λοιπόν τῆς Λισσαβώνας ἔρχεται νά τονίσει τελικά καί συγχρόνως νά ὁμολογήσει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τοπολυτιμότερο κεφάλαιο τῆς Εὐρώπης, καί πρέπει νά αποτελοῦντό ἐπίκεντρο τῶν πολιτικῶν τῆς Ἕνωσης. Ἡ ἐπένδυση στόν

ἄνθρωπο καί ἡ ανάπτυξη ἐνεργοῦ καί δυναμικοῦ κράτους πρόνοιας θά ἔχει ζωτική σημασία τόσο γιά τή θέση τῆς Εὐρώπης στήν οἰκονομία τῆς γνώσης ὅσο και γιά νά ἐξασφαλιστεῖ ὅτι ἡἐμφάνιση τῆς νέας αὐτῆς οἰκονομίας δέν θά ἐπιτείνει τά ὑφιστάμενα κοινωνικά προβλήματα τῆς ανεργίας, τοῦ κοινωνικοῦ αποκλεισμοῦ καί τῆς ἔνδειας (βλ. § 24 τῶν Συμπερασμάτων τῆςΠροεδρίας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συμβουλίου τῆς Λισσαβώνας, 23 καί 24 Μαρτίου 2000).

Τό νέο λοιπόν κοινωνικό μοντέλο τῆς Εὐρώπης βρίσκεται μπροστά σέ δύο βασικὲς τάσεις ἤ φαινόμενα.

Ι. τήν αναγνώριση τῶν δικαιωμάτων τῶν μειονοτήτων, ὑπό ὁποιαδήποτε ἔννοια καί ἂν αὐτό νοηματοδοτεῖται.

ΙΙ. τήν αντιμετώπιση τῶν αντοχῶν ανοχῆς απέναντι στόν ἄλλον, ὅπως καί ἂν αὐτός προσωποποιεῖται στό εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι.

Τό νέο αὐτό εὐρωπαϊκό μοντέλο, τό ὁποῖο απαραίτητα πρέπει νά αποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τοῦ μετασχηματισμοῦ καί γιά την οἰκονομία ακόμη (πρβλ. § 31) εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, στον κοινωνικό του περίγυρο, συγχρόνως προσωποποιεῖ καί τον ἄλλον.

Πῶς ὅμως μποροῦν αὐτά τά δύο νά συνυπάρξουν; Νά βρεθοῦν σέ κοινωνία; Νά μήν αλληλοαποκλείονται; Νά μήν εἶναι ασύμβατα μεταξύ τους; Ὁ δυτικός πολιτισμός φαίνεται νά προσυπογράφει τήν ἄποψη τοῦ ασύμβατου καί τοῦ αλληλοαποκλεισμοῦ μέ πολλούς τρόπους, αφοῦ τόσο ὁ ανθρωπισμός του ὅσο καί ἡ ατομικιστική θεώρηση τῆς ανθρώπινης ζωῆς τόν βοηθοῦν, ὥστε νά θεωρεῖ ὅτι μόνο αὐτά τά δύο, ὁ ανθρωπισμός και ὁ ατομισμός δηλαδή, βρίσκονται στά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ

του. Ἡ θεώρηση τοῦ ανθρώπου, ὡς ατόμου, καί τά ατομικά τουδικαιώματα, τά ὁποῖα μάλιστα προστατεύει μέ διακηρύξεις καιδιεθνεῖς αποφάσεις, θεωρεῖ ὅτι ἐκφράζουν μία αὐτάρκεια, καισυγχρόνως ὅτι αποτελοῦν τά συστατικά στοιχεῖα τῆς ὕπαρξηςτοῦ ανθρώπου. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή θεώρηση ἐμφανίζει, ὅτι τομόνο μέσο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑδραιωθεῖ ανθρωπιστικά εἶναι νά περιχαρακωθεῖ ατομικιστικά. Τό λάθος αὐτό ἐπιβεβαιώνεται, ὅταν ὁ πολίτης αἰσθάνεται νά απειλεῖται, ὁλοένα καί περισσότερο, από τήν παρουσία τοῦ ἄλλου καί νά τον κυνηγᾶ ἡ ἑτερότητα.

Ἡ θεώρηση ὅμως αὐτή τοῦ ανθρωπιστικοῦ μοντέλου αποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι αρκετή καί μόνο, ἡ ἐπικέντρωση τῶν ἐνδιαφερόντων μας ὡς Ἐκκλησίας καί μάλιστα Ὀρθόδοξης, στή διακριτική καί ἐγγενῆ αξιοπρέπεια τοῦ ανθρωπίνου προσώπου. Στο πώς δηλαδή μπορεῖ ἡ κοινωνία νά θέσει σέ προτεραιότητα την ανθρώπινη ανάπτυξη, στήν οἰκογένεια, στήν ἐκπαίδευση, στην απασχόληση καί στήν κοινωνική προστασία, στήν ποιότητα τῆς ἐργασιακῆς σχέσης καί στήν περιβαλλοντική μας συμπεριφορά, δέν εἶναι αρκετά, ἁπλά ὡς ἐκδήλωση σεβασμοῦ στό ανθρώπινο πρόσωπο, σάν μία ατομικότητα μέ λογική φύση, αλλά κυρίως απαιτεῖται μία παρότρυνση ὥστε τό ανθρώπινο πρόσωπο νά θεωρήσει τόν ἄλλον, ὄχι ὡς ἐχθρό, αλλά ὡς πλησίον καί αδελφό.

Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό νέο μοντέλο κοινωνίας, πού συνεπάγεται τήν παρουσία τοῦ ἄλλου, παύει νά αποδέχεται τόν ἄλλον μόνο στό βαθμὸ πού δέν απειλεῖ τή ζωή μας ἤ μόνο στό βαθμὸπού μᾶς εἶναι χρήσιμος γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ατομικῆς μας εὐτυχίας, ἐνῷ συγχρόνως δέν τοῦ προκαλεῖ φόβο.

Ἡ ἐπιβεβαίωση λοιπόν τοῦ ἐαυτοῦ μας ὡς ανθρωπίνου προσώπου, στό νέο αὐτό κοινωνικό μοντέλο δέν πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς απόρριψης τοῦ ἄλλου αλλά μέ τήν αποδοχὴ τοῦ ἄλλου.

Ἐδῶ νομίζω εἶναι τό δεύτερο λεπτό σημεῖο, τό ὁποῖο απαιτεῖπολύ προσοχή. Πῶς δηλαδή αποδεχόμαστε τόν ἄλλον; Ὁ τρόπος δηλαδή μέ τόν ὁποῖον τον αποδεχόμαστε εἶναι μία ἄλληδιάσταση τοῦ φόβου γιά τόν ἄλλον καί τήν ἑτερότητα. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ακόμη κι ἂν αποδεχόμαστε κάποιον, τόν αποδεχόμαστε μέ τόν ὅρο ὅτι εἶναι κάπως σάν ἐμᾶς, αφοῦ ἡ ἴδια ἡδιαφορετικότητα, ἡ ἑτερότητα δηλαδή, μπορεῖ νά εἶναι απειλή.

Ἡ πρώτη αντίδρασή μας στόν ἄλλον ἐκδηλώνεται εἴτε μέ ἕναντρόπο ἤπιο, προβάλλοντας μέ κάποιο τρόπο τό πρότυπο τοῦδικοῦ μας ἑαυτοῦ ἤ μὲ ἕναν τρόπο βίαιο καί ακραῖο, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται μέ τήν απόρριψη καί τήν διαίρεση ἤ τήν απομόνωση καί τόν αποκλεισμό. Αὐτό ἔχει ὡς αποτέλεσμα νά διαμορφώνει μία κοινωνική συμπεριφορά, σέ ανησυχητικό μάλιστα βαθμό γιά τίς συνέπειές της, μέ προεκτάσεις κοινωνικές καί κοινωνιολογικές. Συγκεκριμένα οἱ κοινωνίες δομοῦνται σέ μία ἰσορροπία, ἡ ὁποία ὅμως διαρκεῖ ὅσο διαρκοῦν τά αμοιβαῖα συμφέροντα καί μπορεῖ εὔκολα νά μετατραπεῖ σέ αντιπαράθεση και σύγκρουση, καί αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καθημερινά.

Ὅλες αὐτές οἱ κοινωνικές καί κοινωνιολογικές παρατηρήσεις καί διαπιστώσεις συνεπάγονται καί αντίστοιχες ανθρωπολογικές συνέπειες, οἱ ὁποῖες τελικά δομοῦν ἤ αποδομοῦν τό νέο μοντέλο κοινωνίας τῆς Εὐρώπης, ἐάν δέν ἑρμηνευθοῦν σωστά ἤ δεν κατανοηθοῦν ὀρθά.

Ἔτσι ἡ δυνατότητα νά εἶσαι ὁ ἐαυτός σου, σοῦ παρέχει τήν απόλυτη δυνατότητα τῆς μοναδικότητας καί τοῦ ανεπανάληπτου. Ὅμως πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶσαι μοναδικός καί συγχρόνως νά μήν εἶσαι μόνος; Νά ἐκφράζεσαι ανεπανάληπτα, χωρίς νά απομονώνεσαι;

Ἡ απάντηση στά παραπάνω ἐρωτήματα αποτελεῖ τό δεύτερο στοιχεῖο τοῦ νέου μοντέλου τῆς Εὐρώπης, εἶναι ἡ κατάφαση στόν ἄλλο, μέσα από μία διαδικασία πού ἡ στρατηγική τῆς Λισσαβώνας τήν περιγράφει ἤ καλύτερα τήν ὁριοθετεῖ μέ τούς ὅρους: ανεκτικότητα, συμπληρωματικότητα, προσαρμοστικότητα, ἐπικουρικότητα.

Ὅλες αὐτές οἱ ἔννοιες ὑποκρύπτουν μέσα τους δύο στοιχεῖα: τήν ἐλευθερία καί τήν κοινωνία, τά ὁποῖα αποτελοῦν πολιτισμό, ὡς τρόπο ζωῆς καί ὕπαρξης. Ἀκόμη καί τό οἰκολογικό πρόβλημα, ὄχι μόνο οἱ διαπροσωπικές σχέσεις, στό βαθύτερο περιεχόμενό του εἶναι θέμα πολιτισμοῦ, μέ αποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος στήν προσπάθειά του νά αφομοιώσει καί νά ἐκμεταλλευτεῖ τό περιβάλλον του καί τήν δημιουργία διατρέχει τον κίνδυνο νά αφομοιωθεῖ απ’ αὐτό καί νά ἐξαφανιστεῖ. Ἡ ἰσόρροπη αὐτή σχέση εἶναι πραγματικά δύσκολη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ πατερική διδασκαλία ἔχουν τό σωστὸ ὃραμα αὐτῆς τῆς ἰσόρροπης κοινωνίας, γι’ αὐτό καί πρέπει, στά πλαίσια μιᾶς διεκκλησιαστικῆς συνεργασίας στό χῶρο τῆς Εὐρώπης καί μάλιστα στήν προοπτική διαμόρφωσης τοῦ νέου κοινωνικοῦ μοντέλου, νά δώσει τή δική μας μαρτυρία, μέ τήν ὀρθή νοηματοδότηση τῶν παραπάνω ὅρων, τονίζοντας συγχρόνως την ἐλεύθερη κατάφαση στήν ἑτερότητα, ὅπου συνεπάγεται ὃτι ὁἄλλος, ὁ διαφορετικός εἶναι ὅπως ἐγώ. Μέ βάση τήν αρχή τῆς κοινωνίας, ὡς σχέσης, ἐπιτυγχάνεται ἡ κοινωνική συνοχή και συγχρόνως ἡ ὑπέρβαση τοῦκοινωνικοῦ παιχνιδιοῦ ἐγώ καί ὁἄλλος.

Τό δικαίωμα στήν ἑτερότητα αναγνωρίζει τόν ὑγιῆ ανταγωνισμό, χωρίς αποκλεισμούς ἤ αποκλειστικότητες, γιατί μέ τον τρόπο αὐτό μετακινεῖται ἡ ανισότητα πρός τήν διαφορετικότητα, χωρίς νά δημιουργεῖ φοβία για μετασχηματισμό ἤ αλλοίωση τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας.

Ἡ Εὐρώπη λοιπόν προκαλεῖ τίς χριστιανικές Ἐκκλησίες να πραγματοποιήσουν τή δική τους ἔξοδο από τόν ἐσωτερικό τους ἐγκλωβισμό καί τόν ἐσωστρεφῆ απομονωτισμό τους, αλλά και τήν ψευδαίσθηση τοῦ κοινωνικοῦ ακτιβισμοῦ τους, καί νά προτείνουν τίς δικές τους αρχές καί θεωρίες ζωῆς, δηλαδή ἤθους, οἱὁποῖες θά αποτελέσουν μία πραγματικά δυναμική συμβολή στη νέα νοηματοδότηση τῆς Εὐρώπης γιά καταλλαγή καί ὁλοκληρωμένη ανάπτυξη, μιᾶς κοινωνίας ανθρώπινης καί χρηστικῆς.

Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι σήμερα στά κοινοτικά ὄργανα αναζητεῖται ὁ προσδιορισμός τοῦ περιεχομένου τῶν θεμελιωδῶν αρχῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὅλα αὐτά αποδεικνύουνὅτι σήμερα ἡ Εὐρώπη αντιμετωπίζει ὀξύ πνευματικό ὑπαρξιακό πρόβλημα μέ ἐπιπτώσεις στήν ἑνότητά της. Ἔχει γραφεῖὅτι ἡ Εὐρώπη αναζητᾶ τήν ψυχή της. Οἱ εἰδήμονες αναγνωρίζουν ὅτι δέν μπορεῖ νά σταθεῖ γιά πολύ ακόμη χωρίς ἑνιαῖο πνευματικό προσανατολισμό, χωρίς κάποιο εἶδος κοσμοθεωρίας.

Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰδικότερα ἡ ὕπαρξη διαφορῶν στό χῶρο τῆς Εὐρώπης δέν σημαίνει καί διαίρεση, γιατί ἡ διάκριση δέν φέρνει διάσπαση καί ἡ ἑνότητα στηρίζεται στήν ἑτερότητα καί ὄχι στήν ταυτότητα. Αὐτή ἡ αρχὴ ἔχει κάποιες συνέπειες μέ ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν σύγχρονη κοινωνία τῶν λαῶν, τῶν πολιτῶν, τῶν πολιτισμῶν, γιά τή λειτουργία τοῦ διαλόγου καί τήν αποφυγή τοῦ απομονωτισμοῦ. Εἶναι τό πνευματικό ὑπόβαθρο τῆς πολιτισμικῆς αλληλοπεριχώρησης καί τῆς συνύπαρξης.

Ἡ θεώρηση αὐτή σημαίνει απόρριψη κάθε μορφῆς συγκεντρωτισμοῦ καί ατομοκεντρικῆς θεώρησης τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς και τῆς κοινωνίας, αλλά καί κάθε τάσης διασπαστικοῦ φιλελευθερισμοῦ καί ἰδιωτικοποίησης τῆς ζωῆς. Ἀποτελεῖ μία απάντηση στήν παγκοσμιοποίηση, ἐνῷ ἡ ἴδια ἡ ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς, ὡς ἔκφραση κοινωνίας διαπροσωπικῶν σχέσεων, νοηματοδοτεῖ διαφορετικά καί αὐτή τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς κοινωνικῆς εὐποιΐας καί τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς.

Στήν Εὐρώπη σήμερα διαμορφώνεται τό νέο μοντέλο κοινωνίας τοῦ εὐρωπαϊκοῦ γίγνεσθαι. Ἡ κοινωνική αὐτή θεώρησητῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων αποτελεῖ μία ἔντονη πρόκλησηστό ανθρωπομονιστικό μοντέλο τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου καί νοηματοδοτεῖ δυναμικά τή θεώρηση τῆς λειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν τῆς Εὐρώπης. Αὐτό σημαίνει ὅτι μία χριστιανική νοηματοδότηση τῶν ὅρων τῆς Λισσαβώνας, αναφορικά μέ την κοινωνική πολιτική τῆς Ἕνωσης θά αποτελέσει κίνητρο, ὄχι μόνο οἰκονομικό - αναπτυξιακό αλλά καί ανθρωπιστικό, αφοῦἔχει πλέον αποδειχθεῖ καί ἐπιβεβαιωθεῖ ὅτι, κάθε τί πού διαμορφώνει μία πολιτική ανοικτή καί χρηστική, γίνεται αποδεκτό από τήν Ἕνωση, αρκεῖ νά ὁδηγεῖ στήν δημιουργία μιᾶς Εὐρώπης πιό ανθρώπινης καί ζωντανῆς.

Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι στήν Εὐρώπη δύο εἶναι τά θεμελιώδη ἰδανικά: ἡ οἰκονομία καί ἡ ανάπτυξη. Τελευταία ὅμως ἔχει τεθεῖ ἕνα σοβαρό ἐρώτημα, γιά ποιά ανάπτυξη ὀμιλοῦμε, τήν ποιοτική ἤ τήν ποσοτική; Ἕνα ἐρώτημα πού ἐνδιαφέρεται

γιά τήν ποιοτική καί ὄχι μόνο γιά τήν ποσοτική ανάπτυξη, την ὁποία χαρακτηρίζει μέ τόν ασφαλῆ ὄρο ἐμβάθυνση. Ὅταν δηλαδή απειλεῖται τό ἴδιο τό φαινόμενο τῆς ζωῆς μέ ἐξαφάνιση, ποιό νόημα ἔχει ἡ αὔξηση τοῦ κατά κεφαλήν εἰσοδήματος ἤ ἡ ανάπτυξη ἐπενδυτικῶν ἐφαρμογῶν, παράγοντες πού ἐξαρτῶνται καί αὐτοί από τήν ποιότητα ὄχι τῆς ζωῆς, αλλά καί τῆς ἐπιχειρηματικῆς δραστηριότητας καί παραγωγῆς; Στό θέμα αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ Εὐρώπη κυριολεκτικά βρίσκεται σέ μία αναζήτηση, γιατί διαφεύγει τῶν ὁρίων της καί αναγκαστικά ἡσκυτάλη περνᾶ στά χέρια τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱὁποῖες καλοῦνται καί πάλι νά ποῦν μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο ποιά ἡ σημασία τῆς ἴδιας τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωῆς, ποιός ὁσκοπός της, ποιό τό μέλλον της καί ὁ προορισμός της. Ἡ ἐπιστήμη σήμερα δείχνει νά κινεῖται πρός μία διαφορετική θεώρηση τοῦ κόσμου τῆς ζωῆς, ἐγκαταλείποντας τή μηχανιστική, νοησιαρχική καί ατομοκεντρική προσέγγιση τῶν φαινομένων.

ἩὈρθόδοξη θεολογία καί Ἐκκλησία προτείνει σεβασμό στην αξία τῆς ανθρώπινης ζωῆς ὄχι ἠθικιστικά, αλλά πολιτιστικά και πολιτισμικά, τό ὁποῖο σημαίνει μία προσωπική αξιολόγηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τοῦ ανθρώπου σέ αναφορά πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Αὐτό συνεπάγεται ὑπέρβαση κάθε μορφῆς χρησιμοθηρισμοῦ, κάθε ὠφελισμοῦ καί σκοπιμότητας καί πραγμάτωση κοινωνικῆς δυναμικότητας καί ανάπτυξης, ὄχι στασιμότητας καί απραξίας. Ὁ ἄνθρωπος δέν κατέχει τίποτε,συμμετέχει ὅμως παντοῦ σέ ὅλες τίς δραστηριότητες τῆς κοινωνικῆς πράξης καί μέσα από τή συμμετοχή αξιολογεῖ καί αξιολογεῖται από καί γιά τήν ἴδια τήν ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ κίνδυνος τοῦ οἰκολογικοῦ αφανισμοῦ, τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά αποτρέψει, ὅταν κατανοήσει την ριζοσπαστική αξιολογική θεώρησή του, ὡς προσωπική συμβολή στήν διατήρηση, ανάπτυξη καί κυριαρχία τῆς ζωῆς καί τοῦ περιβάλλοντος, καί θεωρήσει τό ἴδιο τό φυσικό περιβάλλον ὡς οἶκο φανερώσεως τῆς δημιουργικῆς παρουσίας του. Μιά τέτοια θεώρηση τῆς ζωῆς ὡς προσφορά καί ανταπόκριση, χωρίς καταχρηστικές καί ὠφελιμιστικές τάσεις, εἶναι πού μποροῦν νά καταστήσουν τήν παρουσία τοῦ ανθρώπου στήν Εὐρώπη τοῦαὔριο από κτήτορα σέ κτίτορα. Μόνο ὅταν ἡ Εὐρώπη καταλάβει ὅτι ὁποιαδήποτε ἐπενδυτική πολιτική ἤ προσπάθεια, πρέπει νά προσβλέπει ὄχι στήν ἰδιοκτησία, αλλά στή διαχείριση και οἰκονομία τῆς ζωῆς, τότε ακριβῶς θά καταλάβει καί ποιός εἶναι ὁ μελλοντικός ρόλος καί σκοπός, τοῦ εὐρωπαϊκοῦ τρόπου ζωῆς καί κοινωνίας.

Αὐτό πού λείπει σήμερα από τήν Εὐρώπη εἶναι ἡ ανάπτυξη μιᾶς αποτελεσματικῆς δράσης, ἱκανῆς νά μετριάσει τά ἐπίχειρα τῆς οἰκονομικῆς εἰδωλολατρίας καί νά ἐμπνεύσει οὐσιαστικά τόν τρόπο διαχείρισης τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ὡς κοινωνίας, ἡ ὁποία εἶναι ἠθικά ἐλλειμματική, ακόμη καί σέ μία ανταγωνιστική λειτουργία τῆς οἰκονομίας. Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία ἔχει νά προσφέρει πολλά, αρκεῖ να προσπαθήσει νά αποκτήσει τήν δική της φωνή. Ἡ ἐπιτυχία της ἔγκειται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡἴδια αντιλαμβάνεται τήν λειτουργία τῶν θεσμῶν στό πλαίσιο φανέρωσης της ὡς εὐχαριστιακοῦ σώματος, γιατί ἡ πολυφωνία ὁδηγεῖ στή διάσπαση, ἐνῶ οἱ χριστιανικές φωνές ἐν ἑνί στόματι αποτελοῦν τήν δυναμική καί αποτελεσματική πρόταση δημιουργίας καί ὁλοκλήρωσης τῆς Εὐρώπης τῶν πολιτῶν καί τῶν πολιτισμῶν, γιά τήν πραγμάτωση ἑνός νέου εὐρωπαϊκοῦ μοντέλου κοινωνίας, στήν προοπτική μιᾶς ὑγιοῦς ανταγωνιστικότητας.

 

*Αρθρο στο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος: ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ετος ΙΙΒ’, τεύχος 5