Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Με αφορμή τη διαδικασία χορηγήσεως εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, γίνεται έντονη συζήτηση και διατυπώνονται διάφορες απόψεις.

Το κεντρικό θέμα είναι τι ακριβώς είναι Αυτοκεφαλία, ποιος την χορηγεί και πως λειτουργεί η Αυτοκέφαλη Εκκλησία μέσα στο σύστημα της Μιάς Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας, αλλά για έναν τρόπο συνοδικής λειτουργίας της, υπό την ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είναι η Πρωτόθρονη Εκκλησία στο εκκλησιαστικό Συνοδικό σύστημα διοικήσεως και λειτουργίας.

Πολλοί εκατέρωθεν παραθέτουν διάφορα στοιχεία για το θέμα που ανέκυψε, αλλά πριν απ’ όλα πρέπει να εντοπισθή το σημείο ότι η Αυτοκεφαλία δεν τίθεται σε μια σχέση ανεξαρτησίας, αλλά σε μια σχέση αλληλεξάρτησης. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο βασικό θέμα που απασχολεί την Εκκλησία μας αυτές τις ημέρες. Αυτές τις σκέψεις τις έχω διατυπώσει και σε παλαιότερες μελέτες μου.

1. Ο όρος Αυτοκέφαλη Εκκλησία

Κατά τον καθηγητή Ιωάννη Καρμίρη και άλλους μελετητές, από την αρχή της η Εκκλησία διοργανώθηκε «ιεραρχικώς και συνοδικώς», δηλαδή η εκκλησιαστική ζωή εξελίχθηκε σε επισκοπική, μητροπολιτική, πατριαρχική και έπειτα συνοδική, μέχρι τον βαθμό της Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, το ορθόδοξο εκκλησιαστικό πολίτευμα είναι συνοδικό και ιεραρχικό. Η συνοδικότητα δεν καταργεί την ιεραρχικότητα, και η ιεραρχικότητα δεν καταργεί την συνοδικότητα. Έτσι το εκκλησιαστικό πολίτευμα είναι «ιεραρχικώς συνοδικόν» ή «συνοδικώς ιεραρχικόν», κατά τον Αλέξανδρο Σμέμαν.

Αντίθετα στην Δύση ο παπικός θεσμός προσέλαβε το φεουδαλιστικό σύστημα διοικήσεως και έτσι εισήχθη το «απολυταρχικόν-μοναρχικόν-συγκεντρωτικόν πολίτευμα» και αργότερα οι Προτεστάντες που αποσχίσθηκαν από τον Ρωμαιοκαθολικισμό εισήγαγαν το σύστημα της συνομοσπονδίας, χωρίς να υπάρχη κέντρο.

Αυτό σημαίνει ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ισχύει το παπικό πρωτείο, ούτε η προτεσταντική συνομοσπονδία, αλλά λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα με την προεδρία του Οικουμενικού Θρόνου, που έχει συντονιστικό ρόλο και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την καλή λειτουργία της Εκκλησίας.

Το εκκλησιαστικό πολίτευμα είναι προέκταση της θείας Ευχαριστίας, στην οποία υπάρχει ο προεξάρχων και οι λειτουργούντες κατά τα πρεσβεία τους. Έτσι, αποφεύγεται τόσο ο Παπισμός όσο και ο Προτεσταντισμός.

Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να αντιμετωπισθή και το Αυτοκέφαλον, όχι ως ανεξάρτητη κεφαλή, αλλά ως κεφαλή μιάς τοπικής Εκκλησίας που εντάσσεται και λειτουργεί μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Έτσι, ούτε παραθεωρείται η συνοδικότητα ούτε υπονομεύεται η ιεραρχικότητα.

Ύστερα από τα γενικά αυτά, πρέπει να σημειωθή ότι από διάφορες μελέτες γνωρίζουμε ότι ο όρος «Αυτοκέφαλο» εμφανίστηκε αρχικά συνδεδεμένος με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος βέβαια Αρχιεπίσκοπος δεν είχε τότε την έννοια του αρχηγού μιάς Τοπικής Εκκλησίας, αλλά ήταν ο Επίσκοπος ο οποίος είχε εξάρτηση και αναφορά (από, και) στον Πατριάρχη και όχι στον Μητροπολίτη της Επαρχίας. Έτσι, ο «αυτοκέφαλος Αρχιεπίσκοπος» εξαρτόταν από τον Πατριάρχη, από τον οποίο λάμβανε την χειροτονία και βέβαια τον μνημόνευε κατά τις ιερές Ακολουθίες.

Από τον 9ο αιώνα και μετά, όπως σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Ταρνανίδης, η σημασία του Αυτοκεφάλου αναβαθμίστηκε, όταν, βεβαίως, η εκκλησιαστική ανεξαρτησία ετέθη μέσα στις πολιτικές – εθνικιστικές επιδιώξεις των Σλαύων.

Όμως, και στην περίπτωση αυτή της αναβαθμίσεως του όρου και του ρόλου του αυτοκεφάλου Αρχιεπισκόπου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορούσε ανά πάσα στιγμή να επεμβαίνη στα εσωτερικά της, να διευρύνη τις δικαιοδοσίες του στον χώρο της εκκλησιαστικής διοίκησής της, να χειροτονή τον Αρχιεπίσκοπο και αυτό, βέβαια, συνδέεται με την υποχρέωση του Αρχιεπισκόπου να μνημονεύη τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Έπειτα, ο όρος «Αυτοκέφαλη Εκκλησία» εισήχθη με την πάροδο του χρόνου, όχι με την έννοια ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη Εκκλησία, αλλά με την έννοια ότι αποτελεί μια ενιαία εκκλησιαστική διοίκηση που καθορίζει τα της εκλογής, χειροτονίας και δίκης των Επισκόπων και ρυθμίζει όλα τα εκκλησιαστικά θέματα της Τοπικής Εκκλησίας, αλλά έχει οπωσδήποτε σύνδεσμο με όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως με την Πρωτόθρονη Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Δεν πρόκειται για αυτόνομη και ανεξάρτητη κεφαλή, που ξεχωρίζεται από την ενιαία και μία κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά για μια διοικητική ελευθερία μέσα στο ενιαίο Σώμα του Χριστού.

Ακόμη και η λέξη Αυτοκέφαλος Εκκλησία πρέπει να ερμηνευθή ορθόδοξα και εκκλησιολογικά, από την άποψη ότι ο όρος είναι αρκετά συμβατικός, δηλαδή χρησιμοποιείται μόνο για την αυτοδιοίκηση και την διοικητική διάρθρωση των Εκκλησιών και δεν σημαίνει διάσπαση της ενότητος της Εκκλησίας, της οποίας Κεφαλή είναι ο Χριστός.

Για το θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος ισχύει ο,τι λέγεται για τον μελισμό του άρτου της θείας Ευχαριστίας, κατά τον λόγο του Λειτουργού: «Μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος». Όσοι κοινωνούν δεν λαμβάνουν ένα τμήμα του Σώματος του Χριστού, αλλά ολόκληρο τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αρκεί να υπάρχη ορθόδοξη πίστη, κανονική ευταξία και ενότητα μεταξύ των Εκκλησιών.

Μελετώντας τους Κανόνες της Εκκλησίας δεν συνάντησα τον όρο Αυτοκέφαλος Εκκλησία, αλλά παρατήρησα ότι αφ᾿ ενός μεν ο όρος συναντάται στις ερμηνείες των εξηγητών των Κανόνων, αφ᾿ ετέρου δε καθιερώθηκε επίσημα σε νεώτερες Πατριαρχικές Πράξεις.

Για παράδειγμα, ο η' Κανόνας της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, αναφερόμενος στην Εκκλησία της Κύπρου, γράφει: «Έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι· το δε αυτό και επί των άλλων διοικήσεων, και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται…». Περιγράφεται ο όρος «ανεπηρέαστον» και «αβίαστον», χωρίς να αναφέρεται ο όρος Αυτοκέφαλο. Ο Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τον λθ΄ Κανόνα της εν Τρούλλω ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος αναφέρεται στο ίδιο θέμα, την διοίκηση της Κύπρου αποκαλεί «αυτοκέφαλον»: «…ωρίσθη αυτοκέφαλον είναι την εκκλησίαν της Κύπρου».

Πρέπει ακόμη να υπογραμμισθή ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι έδωσαν την αυτοδιοίκηση στις Εκκλησίες με όρους που προβλέπονται από τους προηγουμένους ιερούς Κανόνες. Είναι χαρακτηριστικός ο β΄ Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Φυλαττομένου δε του προγεγραμμένου περί των διοικήσεων κανόνος, εύδηλον ως τα καθ᾿ εκάστην επαρχίαν η της επαρχίας σύνοδος διοικήσει». Όμοιοι είναι και οι Κανόνες: η΄ της Γ΄ Οικουμενικής, κη΄ της Δ΄ Οικουμενικής, λθ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Καθώς επίσης στο θέμα της μνημονεύσεως του «Πρώτου» είναι χαρακτηριστικοί οι ιδ΄ και ιε΄ Κανόνες της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Οι Κανόνες αυτοί σαφώς παραπέμπουν και υπονοούν τον λδ΄ Κανόνα των αγίων Αποστόλων και προϋποθέτουν ή Μητροπολιτικό ή Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως μιάς Εκκλησίας.

Ο Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, επικαλούμενος μαρτυρία του Αλεξάνδρου Σμέμαν, γράφει ότι η έννοια του «αυτοκεφάλου» δεν ανήκει στην «οντολογία» της Εκκλησίας, αλλά στην ιστορική της «υπόσταση». Είναι χρήσιμος αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ της οντολογικής και της ιεραρχικής τάξεως της οικουμενικής Εκκλησίας, ώστε να αποφύγουμε τόσο τον κίνδυνο του Παπισμού, όσο και τον πειρασμό του Προτεσταντισμού. Επομένως, ούτε αρνούμαστε την οντολογική ενότητα της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού, ούτε όμως αρνούμαστε και την ιεράρχηση μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών.

Επίσης, ο ίδιος Μητροπολίτης παρατηρεί: «Η ιστορία και η μακραίων παράδοσις της Εκκλησίας εδημιούργησε και κατωχύρωσε την πράξιν της «ιεραρχίας της τιμής», η δε άρνησις αυτής εν ονόματι της κακώς εννοουμένης «ισοτιμίας» είναι εσκεμμένη και υποβολιμαία αντικατάστασις της γνησίας καθολικότητος διά τινος «δημοκρατικής» ισότητος».

Γι᾿ αυτό ο όρος «αυτοκέφαλος Αρχιεπίσκοπος» στην διάρκεια όλων των αιώνων δεν είχε την έννοια της εκκλησιαστικής απόλυτης ανεξαρτησίας.

2. Το Αυτοκέφαλο και η ενότητα της Εκκλησίας

Ο καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας σε άρθρο του με τίτλο «Οι όροι και οι παράγοντες της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου» και υπότιτλο «Το αυτοκέφαλον και οι ιεροί κανόνες» αναλύει διεξοδικώς επί τη βάσει των ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής ιστορίας το πως λειτουργούσαν οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, καθώς επίσης εξετάζει διεξοδικώς τους όρους και τους παράγοντες που διαμορφώνουν μια Εκκλησία σε Αυτοκέφαλη.

Από το άρθρο αυτό σημειώνω ότι η Αυτοκεφαλία των Εκκλησιών έχει σχέση με την συνοδική διάρθρωση της καθόλου Εκκλησίας και την διατήρηση της ενότητος των Εκκλησιών υπό την επίβλεψη και κηδεμονία του «Πρώτου», που είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Με κανέναν λόγο η Αυτοκεφαλία δεν μπορεί να εξυπηρετήση αποσχιστικές ενέργειες και τάσεις και «καπετανάτα» μέσα στην Εκκλησία. Γι᾿ αυτό ο Τρεμπέλας παρατηρεί:

«Τέλος δεν πρέπει κατ᾿ ουδένα λόγον να λησμονήται, ότι η τοιαύτη επαφή των επισκόπων υπό τον ένα Πρώτον απέβλεπεν εις την ενίσχυσιν της εν Χριστώ ενότητος. Προδήλως λοιπόν κατ᾿ ουδένα λόγον επιτρέπεται να άγη εις την δημουργίαν είδους τινός καπετανάτων ή εκκλησιαστ.(ικών) επικρατειών ξένων προς αλλήλας, αλλά μάλλον δέον να αποβλέπη εις την ευχερεστέραν επικοινωνίαν πάντων των απανταχού επισκόπων διά των κέντρων αυτών ή των Αρχιεπισκόπων. Εντεύθεν και πρωΐμως, ως είδομεν, εκδηλούται η τάσις προς διεύρυνσιν των ορίων των εκκλησ.(ιαστικών) περιφερειών διά της υπαγωγής των διαφόρων Μητροπολιτών ή Πρώτων υπό τους Εξάρχους ή Πατριάρχας, των οποίων εν τέλει ο αριθμός περιορίζεται μόλις εις πέντε».

Αναλύοντας τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο Αυτοκέφαλο των Εκκλησιών, το οποίο Αυτοκέφαλο λειτουργούσε ως αυτοδιοίκητο χωρίς όμως να διακόπτεται η σχέση της Τοπικής Εκκλησίας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο καθηγητής Τρεμπέλας παρατηρεί ότι σημαντικό ρόλο για την Αυτοκεφαλία διαδραμάτισε η αρχή «της αυτοδιαθέσεως των λαών» και «λαμβάνεται υπ᾿ όψει σοβαρώς η δεδηλωμένη γνώμη των πληρωμάτων», δηλαδή των λαών. Το ίδιο ισχύει και για την άρση του Αυτοκεφάλου, όπως έγινε στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος.

Βεβαίως, και στην περίπτωση αυτή «οι πόθοι του εκκλησ.(ιαστικού) πληρώματος εγίνοντο αναντιρρήτως δεκτοί, μόνον εφ᾿ όσον δεν προσέκρουον προς τα καλώς εννοούμενα εκκλησιαστικά συμφέροντα. Εντεύθεν παρουσιάζεται ισοστάσιος ή και υπερκείμενος του λαικού παράγοντος ο συνοδικός παράγων, άνευ της συγκαταθέσεως του οποίου η κίνησις του λαικού ή του εκπροσωπούντος αυτόν κυβερνητικού παράγοντος μόνον πραξικοπήματα, εις αυτά τα όρια του σχίσματος εγγίζοντα ή και εισβάλλοντα, δύναται να δημιουργήση. Ο συνοδικός παράγων διά τούτο παρουσιάζεται ανέκαθεν καθορίζων, κανονίζων και επεγκρίνων τας κινήσεις του λαικού παράγοντος».

Γίνεται σαφές ότι η Αυτοκεφαλία δεν δίνεται για την ανεξαρτησία μιάς Τοπικής Εκκλησίας, αλλά για την διατήρηση της ενότητος όλων των Τοπικών Εκκλησιών υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου. Άλλωστε, παρά την αυτοδιοίκηση μερικών Εκκλησιών, δεν υπάρχει διάσπαση της Εκκλησίας αυτής από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Ειδικώς αναφέρονται από τα Πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ότι οι Επίσκοποι από την διοίκηση της Ασιανής και Ποντικής δήλωσαν την εξάρτησή τους από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Για παράδειγμα ο Επίσκοπος Μύρων Ρωμανός είπε: «Ουκ ηναγκάσθην εγώ· ηδέως έχω υπό τον θρόνον Κων/λεως είναι, επεί και αυτός με ετίμησε και αυτός με εχειροτόνησε». Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε αλληλεξάρτηση των αυτοδιοικήσεων με τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Το συμπέρασμα των αναλύσεων αυτών είναι ότι η αυτοδιοίκηση – αυτοκεφαλία δίνεται κυρίως και προ παντός για την ενότητα των Εκκλησιών και όχι για λειτουργία «καπετανάτων», ότι οι παράγοντες παραχωρήσεως των Αυτοκεφαλιών είναι κατά πρώτον η Σύνοδος περί τον «Πρώτον», κυρίως το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην συνέχεια η Οικουμενική Σύνοδος, αφού εν τω μεταξύ κρίνει την ωριμότητα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Υπάρχει δε περίπτωση να αίρεται το Αυτοκέφαλο μέχρι της αναγνωρίσεώς του από Οικουμενική Σύνοδο.

Σημειώνει ο Παναγιώτης Τρεμπέλας:

«Διά της τοιαύτης δε των Οικουμενικών Συνόδων αποφάνσεως το αυτοκέφαλον, υπέρ ου αύται απεφαίνοντο, κατησφαλίζετο εδραίως ως εμφαίνεται εκ του ότι αυτοκέφαλοι εκκλησίαι μη τυχούσαι της τοιαύτης επικυρώσεως και κατασφαλίσεως κατηργήθησαν συν τω χρόνω και κατελύθησαν (Καρθαγένης, Λουγδούνων, Μεδιολάνων, Πρώτης Ιουστιανής, Αχριδών, Τυρνόβου, Ιπεκίου κλπ), ενώ τουναντίον αυτοκέφαλοι τυχούσαι της αναγνωρίσεως ταύτης, καίπερ εις δεινάς εμπεσούσαι περιστάσεις ή και παρακμάσασαι, παρέμειναν και κατ᾿ ολίγον ανέζησαν (ο εκπατρισμός των Κυπρίων και η κατά το ΛΘ΄ κανόνα της Πενθέκτης υπαγωγή του Κυζίκου και της Ελληνοσποντίων επαρχίας εις τον πρόεδρον της Κυπρίων νήσου· πατριαρχεία Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων».


3. Οι σύγχρονες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες

Οι πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι καθόρισαν τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών, ήτοι της Παλαιάς Ρώμης, της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων. Πρόκειται για έναν κανονικό θεσμό, κατά τον οποίον οι πέντε Πατριάρχες απετέλουν την αρχή της διοικήσεως της Εκκλησίας. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος χορήγησε το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά ο θεσμός των πέντε Πρεσβυγενών Πατριαρχείων διηύθυνε την Εκκλησία ή μάλλον το Άγιον Πνεύμα δι’ αυτού του θεσμού διατήρησε την ενότητα της Εκκλησίας.

Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωρούσε ότι οι πέντε Πατριάρχες αποτελούσαν «το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας» ή «το πεντακόρυφον σώμα της Εκκλησίας» ή το «πεντακόρυφον εκκλησιαστικόν σώμα». Ο Θεόδωρος Βαλσαμών παραλληλίζει την ύπαρξη της Πενταρχίας με τις πέντε αισθήσεις στο σώμα του Χριστού. Όμως κάθε εκκλησιαστική διοίκηση είχε αυτοδιοίκηση και διέθετε «το δίκαιο των χειροτονιών» και το «δίκαιον των κρίσεων», κατά τον καθηγητή Βλάσιο Φειδά.

Όταν απομακρύνθηκε από την Εκκλησία η Παλαιά Ρώμη, το Πατριαρχείο της Νέας Ρώμης- Κωνσταντινουπόλεως έγινε Πρωτόθρονη Εκκλησία που προεδρεύει και έχει συντονιστικό ρόλο. Και τον 16ο αιώνα μ.Χ. την πέμπτη θέση κατέλαβε το Πατριαρχείο της Μόσχας. Όλα αυτά έγιναν από Οικουμενικές και Μεγάλες Συνόδους.

Με την πάροδο του χρόνου, αναγνωρίσθηκαν και άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, χωρίς βέβαια, να συγκληθή Οικουμενική Σύνοδος. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία ανακηρύχθηκε Αυτοκέφαλη με τον Συνοδικό και Πατριαρχικό Τόμο του 1850, άλλες Εκκλησίες έλαβαν και την Πατριαρχική αξία και τιμή.

Ο καθηγητής Σπύρος Τρωιάνος, έχοντας υπ᾿ όψη τους Κανόνες διά των οποίων αναγνωρίσθηκαν οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ισχυρίζεται ότι το αρμόδιο όργανο αναγνωρίσεως μιάς Εκκλησίας ως Αυτοκεφάλου είναι αναμφιβόλως η Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή καθορίζει όλα τα θέματα τα σχετικά με το Αυτοκέφαλο των Εκκλησιών, όπως την ανακήρυξή τους, την τάξη τους, τα όρια της δικαιοδοσίας τους κλπ. Όταν όμως από τον 9ο αιώνα και μετά δεν συνεκαλούντο Οικουμενικές Σύνοδοι, τότε την θέση τους κατέλαβε η ενδημούσα Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη.

Μάλιστα ο Καθηγητής, αναφερόμενος στις περιπτώσεις των Πατριαρχείων Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, γράφει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτοδεσμεύθηκε να δώση από πριν την συναίνεσή του, αλλά όπως λέγεται στα κείμενα των Τόμων, η ανακήρυξη θα γίνη «εν Οικουμενική ή και μεγάλη άλλη Συνόδω εν πρώτη ευκαιρία συνερχομένη». Γι᾿ αυτό καταλήγει: «Επομένως, η διαδικασία για την ανύψωση των Εκκλησιών Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας σε Πατριαρχεία, από αυστηρά νομική άποψη δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί».

Γίνεται δε σαφές ότι οι Αυτοκεφαλίες που δόθηκαν τον 19ο και 20ο αιώνα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και λειτουργούν ως Πατριαρχεία τελούν υπό την αίρεση εγκρίσεώς τους από την Οικουμενική, Πανορθόδοξη Σύνοδο που πρόκειται να συνέλθη. Επίσης θα πρέπει να αποφασισθή και ο τρόπος λειτουργίας της, ώστε να συντελή στην ενότητα της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, και όχι στην διάσπαση της Εκκλησίας, στην αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην προτεσταντική νοοτροπία της δημοκρατικής συγκροτήσεως των Εκκλησιών.

Άλλωστε, το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν λειτουργεί με τις αρχές μιάς αστικής δημοκρατίας, αλλά είναι ιεραρχικό, με την έννοια της ιεραρχήσεως των διακονιών προς οικοδομή του Σώματος του Χριστού και προς δόξαν Θεού Πατρός.

Ο Καθηγητής Ιωάννης Ταρνανίδης, ειδικός ερευνητής, που μελέτησε το Αυτοκέφαλο των Σλαυικών Εκκλησιών, ύστερα από ενδελεχή ανάλυση των πηγών και της βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα του Αυτοκεφάλου, κατέληξε σε συμπεράσματα, τα οποία είναι πάρα πολύ σημαντικά.

Θα καταγραφούν στην συνέχεια διότι μας διευκολύνουν να εντοπίσουμε επιστημονικά και νηφάλια το θέμα του Αυτοκεφάλου. Γράφει:

«Σε μια γενική και διαχρονική εκτίμηση αυτής της πραγματικότητας, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την πολιτική της Κωνσταντινούπολης ως ακολούθως:

α. Την πρωτοβουλία σε όλες τις περιπτώσεις προαγωγής κάποιας Σλαβικής Εκκλησίας την είχε ο αυτοκράτορας· είχαμε και περιπτώσεις προαγωγής μόνο από τον αυτοκράτορα και χωρίς ούτε την τυπική συμμετοχή του πατριάρχη (Πατριάρχης Δρήστρας, Αρχιεπισκοπή Αχρίδας).

β. Η συμβολή του πατριάρχη σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις είχε χαρακτήρα τελετουργικό· περιοριζόταν στην εκκλησιαστική επικύρωση, με κάποιο συνοδικό Τόμο, αυτών που είχε προαποφασίσει η «βασιλική σύγκλητος» ή ο «βασιλεύς».

γ. Πρωτοβουλίες ανελάμβανε το Πατριαρχείο στις περιπτώσεις αφορισμού, ύστερα από κάποια αυθαιρεσία της σλαβικής πλευράς, ή αποκατάστασης ομαλών σχέσεων μετά την άρση της παρεξήγησης.

δ. Ενώ υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες αγνοήθηκε το Πατριαρχείο από μέρους του αυτοκράτορα και δεν έλαβε μέρος στην προαγωγή κάποιας Εκκλησίας, σε καμιά περίπτωση δεν αντικαταστάθηκε από άλλο Πατριαρχείο. Η προαγωγή όλων των Σλαβικών Εκκλησιών και σε όλο το φάσμα της εξέλιξής τους υπήρξε αποκλειστικό προνόμιο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

ε. Η προαγωγή των Σλαβικών Εκκλησιών δεν υπαγορεύτηκε ούτε υπάκουσε σε κάποιους κανόνες. Υποκινήθηκε πάντα από την πλευρά της κοσμικής ηγεσίας των Σλάβων και γι᾿ αυτό θεωρήθηκε από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης προιόν της «ανωμαλίας των καιρών».

στ. Ως προιόν πίεσης και συνδιαλλαγής είχε και την ποικιλομορφία που επέβαλαν η δύναμη της πίεσης, η αντοχή της αντίστασης σ᾿ αυτή την πίεση και η σημαντικότητα του επιδιωκόμενου κατά την συνδιαλλαγή σκοπού· μεγαλύτερη πίεση ή μεγαλύτερη σπουδαιότητα επιδιωκόμενων στόχων είχαν ως αποτέλεσμα την παραχώρηση περισσότερων προνομίων, υψηλότερων τίτλων και ευρύτερη αναγνώριση της συγκεκριμένης προαγωγής. Το αντίθετο συνέβαινε όταν η πίεση ήταν μικρή και η δυνατότητα ευρύτερης εκμετάλλευσης του γεγονότος ασήμαντη.

ζ. Η Κωνσταντινούπολη είχε πάντα την ευχέρεια, όταν η δύναμή της και οι καιροί το επέτρεπαν, να επανέρχεται και να επανεξετάζει την σχέση της με τις θυγατρικές Εκκλησίες, περιορίζοντας τα προνόμιά τους, ελέγχοντας την συμπεριφορά τους ή και σε μερικές περιπτώσεις καταργώντας πλήρως την αυτονομία τους.

η. Σε γενικές γραμμές, η πολιτική του Οικουμενικού Θρόνου έναντι των νέων Σλαβικών Εκκλησιών αποτελούσε αντιγραφή της πολιτικής του Αυτοκρατορικού Θρόνου απέναντι στους γειτονικούς λαούς, οι οποίοι διεκδικούσαν υψηλούς τίτλους, προνόμια και ανεξαρτησία. Όπως εκεί ο αυτοκράτορας φρόντιζε να παραχωρεί στους ηγεμόνες τους μικρότερης σημασίας τίτλους και επίθετα, επιδιώκοντας πάντα να κρατεί για τον εαυτό του τον υψηλότερο τίτλο και να συμπεριφέρεται ως επικεφαλής των άλλων ηγεμόνων, έτσι και ο πατριάρχης διατηρούσε για τον εαυτό του όχι μόνον τον τίτλο του «Οικουμενικού», αλλά και στην πράξη όλα τα προνόμια του αρχηγού της Ανατολικής Εκκλησίας, που απέρρεαν από τη δύναμη και επιβολή της Αυτοκρατορίας».

Από όλη αυτήν την παράθεση φαίνεται καθαρά ότι το «Αυτοκέφαλο», αυτοδιοίκητο από την αρχή της εμφανίσεώς του είχε πάντοτε μια μορφή εξάρτησης από την Πρωτόθρονη Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και όταν αργότερα μια Τοπική Εκκλησία λάμβανε, με την πολιτική επέμβαση, το αυτοδιοίκητο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρούσε βασικά προνόμια, δικαιοδοσίες και πολλές φορές έκανε ουσιαστικές παρεμβάσεις. Γι᾿ αυτό και η Αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν μπορεί να υφίσταται σε μια μορφή ανεξαρτησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά σε μια μορφή αλληλεξάρτησης από αυτό.

4. Αυτοκεφαλία και αυτοκεφαλαρχία

Για να γίνη περισσότερο κατανοητή αυτή η άποψη και για να τονισθή ότι η Αυτοκεφαλία δεν διασπά την εκκλησιαστική ενότητα, καθώς επίσης ότι δεν πρέπει μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία να λειτουργή διασπαστικά, θα ήθελα να σημειώσω την διάκριση μεταξύ αυτοκεφαλίας και αυτοκεφαλαρχίας.

Τη διάκριση αυτή την συνάντησα στον Olivier Clement, ο οποίος συνδέει πολύ στενά την αυτοκεφαλία με την αλληλεξάρτηση, και την αυτοκεφαλαρχία με την ανεξαρτησία. Δηλαδή, από ο,τι φαίνεται, στην αρχαία Εκκλησία, όπως ήταν οργανωμένη στην Ρωμαική Αυτοκρατορία, το Αυτοκέφαλο λειτουργούσε σε μια αλληλεξάρτηση με την Πρωτόθρονη Εκκλησία, καθώς επίσης το ίδιο βλέπουμε και στην λεγομένη Πενταρχία, αφού τα Πέντε Πρεσβυγενή Πατριαρχεία λειτουργούσαν ως πέντε αισθήσεις στον ένα και ενιαίο οργανισμό. Και όπως μια αίσθηση στο ανθρώπινο σώμα δεν ανεξαρτητοποιείται από τις άλλες, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις εκκλησιαστικές διοικήσεις. Όμως η αυτοκεφαλαρχία λειτουργεί περισσότερο ως ανεξάρτητη Εκκλησία, πράγμα που υπονομεύει το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας.

Φαίνεται ότι στην αρχαία παράδοση η λεγομένη Αυτοκέφαλη Εκκλησία είχε σχέση αλληλεξάρτησης με την Μητέρα Εκκλησία, την Εκκλησία της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, όπως σήμερα λειτουργούν οι αυτόνομες Εκκλησίες ή η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης. Δηλαδή, η Εκκλησία της Κρήτης δεν μπορεί να θεωρηθή ανεξάρτητη Εκκλησία, αλλά τίθεται μέσα σε μια αλληλεξάρτηση με την Εκκλησία της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως.

Όμως τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται από την διάσπαση της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη των εθνικιστικών διαφορών. Κάθε έθνος ήθελε να αποκτήση την δική του «εθνική Εκκλησία», οπότε δημιουργήθηκαν προβλήματα και έτσι αναπτύχθηκε η αυτοκεφαλαρχία σε βάρος της αυτοκεφαλίας, ή μάλλον το Αυτοκέφαλο θεωρήθηκε περισσότερο με την έννοια της αυτοκεφαλαρχίας, της ανεξαρτήτου, δηλαδή, Εκκλησίας και όχι της αλληλεξαρτημένης Εκκλησίας.

Ο Clement παρατηρεί ότι τον 19ο αιώνα η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ανάπτυξη των εθνοτήτων «οδηγούν στον πολλαπλασιασμό των εθνικών κρατών στην νοτιο-ανατολική Ευρώπη».

Γράφει χαρακτηριστικά:

«Κάθε έθνος διεκδικεί και εγκαθιδρύει αυταρχικά –εκτός από τη Σερβία που επιτυγχάνει προηγουμένως τη συγκατάθεση της Κωνσταντινουπόλεως– την εκκλησιαστική του ανεξαρτησία. Η πολιτική και ο εθνικισμός ανατρέπουν την παραδοσιακή κλίμακα των αξιών: το έθνος δεν προστατεύεται πιά και δεν υποστηρίζεται από την Εκκλησία, η Εκκλησία είναι εκείνη που αποβαίνει μια διάσταση του έθνους, ένα σημείο ότι κάποιος ανήκει σ᾿ ένα έθνος, και η οποία οφείλει επομένως να υπηρετεί το Κράτος.

Έτσι το παραδοσιακό Αυτοκέφαλον τείνει να μετατραπή σε αυτοκεφαλαρχία απόλυτη και συνάμα ομογενή. ῎Οχι πιά αλληλεξάρτηση, αλλά ανεξαρτησία. Η λειτουργία της εκκλησιαστικής διοίκησης αντιγράφει την αντίστοιχη της κρατικής εξουσίας, και οι επίσκοποι γίνονται περίπου δημόσιοι υπάλληλοι.

Η αυτοκεφαλαρχία σχηματίζει σταδιακά τη θεωρία της, λέει πως το θεμέλιο της εκκλησιολογίας δεν είναι η ευχαριστιακή αρχή, αλλά η φυλετική και εθνική αρχή. Η «τοπική» Εκκλησία σημαίνει στο εξής την «εθνική» Εκκλησία, με παράλληλη εφαρμογή της τριαδικής αναλογίας, καθώς το «πρωτείο τιμής» γίνεται «ισότητα τιμής»».

Αυτό κυρίως φαίνεται στον Βαλκανικό χώρο. Στην αρχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο «διαφύλαξε την υπερεθνική παγκοσμιότητα της Εκκλησίας» κατά τον Clement. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς τα σύνορα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία υποχωρούσαν και η ιεραποστολή προχωρούσε προς βορράν, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη δομή διοικήσεως η λεγομένη «δομή κοινοπολιτείας» δηλαδή αναπτύχθηκαν «γύρω από την επιβλητική μέσα στην ίδια της την κατάπτωση, Αυτοκρατορία, καινούργια, πολιτικώς ανεξάρτητα έθνη, αλλά που οι Προκαθήμενοι των ευέλικτα αυτόνομων Εκκλησιών τους επικυρώνονταν, ακόμα και ορίζονταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη: πράγμα που τους εξασφάλιζε μια πραγματική ανεξαρτησία απέναντι στους τοπικούς μονάρχες. Μέσα σ᾿ αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα εμφανίσθηκαν στα Βαλκάνια οι πρώτες «Αυτοκεφαλίες» χωρίς επιθετικότητα ούτε κλείσιμο της καθεμιάς στον εαυτό της, αλληλεξαρτησίες μάλλον παρά ανεξαρτησίες».

Όμως, η πραξικοπηματική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου από την Εκκλησία της Ελλάδος με την συνδρομή και έμπνευση ξένων δυνάμεων, καθώς επίσης και η μίμηση αυτής της μορφής Αυτοκεφαλίας από τις άλλες βαλκανικές χώρες, κατά το λουθηρανικό πρότυπο, «η αυτοκεφαλία δεν εννοείτο πιά ως αλληλεξάρτηση, αλλά ως πλήρης ανεξαρτησία. Ο πειρασμός πήγαινε προς μιάν απόλυτη αυτοκεφαλαρχία».

Έτσι, λοιπόν, οι πολιτικές συνθήκες οδήγησαν την Εκκλησία από την Αυτοκεφαλία ως αλληλεξάρτηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, «στην δομή της κοινοπολιτείας», με κατάληξη την μορφή της αυτοκεφαλαρχίας, δηλαδή της πλήρους ανεξαρτησίας, με την έννοια ότι το έθνος προσδιορίζει την Εκκλησία. Η Εκκλησία από Τοπική, βάσει των ιερών Κανόνων, γίνεται Εθνική Εκκλησία, Εκκλησία ενός συγκεκριμένου Έθνους-Κράτους.

Πρέπει να παρατηρήσω ότι την διάκριση που κάνει ο Clement μεταξύ αυτοκεφαλίας και αυτοκεφαλαρχίας την αντιλαμβάνομαι με την έννοια ότι ως Αυτοκεφαλία εννοείται η αυτοδιοίκηση σ᾿ ένα σύστημα αλληλεξαρτήσεως των Εκκλησιών για την ενότητά τους, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ως δε αυτοκεφαλαρχία εννοείται μια τάση όχι μόνον αυτοδιοίκησης, αλλά και ανεξαρτητοποίησης από την Πρωτόθρονη Εκκλησία και μάλιστα την Μητέρα τους Εκκλησία. Και από ο,τι γνωρίζουμε μια τέτοια τάση καλλιεργήθηκε από τον πανσλαυισμό με σαφή πρόθεση μειώσεως του κύρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά το ίδιο επιδιώχθηκε και από τους ποικίλους εθνικισμούς. Και από αυτό γίνεται φανερό ότι δέχομαι τον όρο Αυτοκεφαλία μέσα από την εκκλησιολογική πρακτική, ως αλληλεξάρτηση και όχι ως πλήρως ανεξάρτητη.

Σε επόμενο άρθρο μου θα παρουσιάσω την ουσία και την βάση του προβλήματος της διαδικασίας χορηγήσεως της Αυτοκεφαλίας που προκάλεσαν τα σύγχρονα γεγονότα. Κατά συνέπειαν, τα όσα γράφονται στο παρόν άρθρο είναι εισαγωγικά στο θέμα που απασχολεί αυτόν τον καιρό την Ορθόδοξη Εκκλησία.