Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Την απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου, μας τη δίνει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιό του, δια στόματος του Περικλέους. Ηταν τότε που μαζεύτηκαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, για να θάψουν και να τιμήσουν τους ήρωές τους: τους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου. Τιμητική ταφή για εκείνους που έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά υπέρ της πατρίδος. Διδαχή τρόπου τιμής των πεσόντων από όσους θέλουν να θυμούνται και να τιμούν τη θυσία τους. «Αυτοί είναι οι τιμημένοι μας νεκροί», είπε στους Αθηναίους ο Περικλής κατά την εκφώνηση του επιτάφιου λόγου του. «Ας θαυμάσουμε όλοι τον ηρωισμό και την ανδρεία τους. Δεν πρέπει όμως να μείνουμε μόνον εκεί, στον ηρωισμό τους. Πρέπει να εγκολπωθούμε το παράδειγμά τους και να είμαστε έτοιμοι να το μιμηθούμε και εμείς, όταν χρειαστεί. Αυτό θα το επιτύχουμε, αν σκεφτούμε όπως εκείνοι. Αν δηλ. αναλογιστούμε ότι δεν υπάρχει αληθινή ευδαιμονία χωρίς ελευθερία. Ούτε ελευθερία χωρίς ευψυχία, χωρίς γενναιότητα. Βλέποντας έτσι τα πράγματα, είναι βέβαιο ότι δεν θα φοβόσαστε πια και σεις ούτε θα περιφρονείτε τους πολεμικούς κινδύνους». Ετσι θα μιλούσε σήμερα σε όλους μας-και όχι μόνο στους Αθηναίους-ο Περικλής αφήνοντας την σχετική φράση του πρωτότυπου κειμένου του να μας δείξει την  ομορφιά και τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας μέσα από τη λιτότητα και την περιεκτικότητα των λέξεών της: «Ούς μεν νύν ημείς ζηλώσαντες και το εύδαιμον το ελεύθερον το δε ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες μη περοοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους».

Με τις αξίες που «αναβλύζουν» από τέτοιους υπέροχους λόγους «γαλουχήθηκε» και μεγαλούργησε ο Ελληνισμός. Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η Ελλάδα από τότε που έκοψε τον «ομφάλιο λώρο» της από τη «μήτρα» που γέννησε αυτές τις αξίες, έπαψε να βιώνει την ευδαιμονία ως έκφραση ελευθερίας και την ελευθερία ως αποτέλεσμα της ευψυχίας. Το «ρολόι» της ιστορίας σταμάτησε, δυστυχώς, για την Ελλάδα στο Επος του ‘40.Εκεί αναλώθηκε η τελευταία γενιά των Ελλήνων που ήταν ομογάλακτη με όλες τις προηγούμενες. Γι’ αυτό και έδειξε τις ίδιες αρετές με εκείνες των προγόνων μας. Ετσι γράφτηκε το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης από τη φτωχή Ελλάδα της εποχής απέναντι σε εύπορους και θρασείς εισβολείς. Ησαν αυτοί που επιχείρησαν να στερήσουν από τον Ελληνικό Λαό την ευδαιμονία του, δηλ. την ελευθερία να διαφεντεύει τη ζωή του, όπως ο ίδιος θέλει. Και να παλεύει μέσα από την εκάστοτε  συγκυρία, για να μεταβεί από την ευδαιμονία της ένδειας που τον μάστιζε τότε στην ευδαιμονία που καταξίωνε τους αγώνες του για μια καλύτερη ζωή.

Πήραμε από τη Γενιά της Αντίστασης το δώρο της ελευθερίας που μας χάρισε, αλλά  διαχειριστήκαμε αυτή την ελευθερία χωρίς το απαραίτητο προαπαιτούμενό της: την ευψυχία. Και ζούμε έκτοτε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, η οποία είναι εμφανέστερη στις μέρες μας. Που είναι σήμερα το πνεύμα της αντίστασης του ‘40 απέναντι στους σύγχρονους «εισβολείς», οι οποίοι έρχονται μαζικά και αδιάκοπα από το Αιγαίο μεταμφιεσμένοι σε ικέτες φιλοξενίας, για να υποτάξουν την Ελλάδα; Που είναι η ευψυχία των αγωνιστών του ‘40 απέναντι στους «πειρατές» της Μακεδονίας και στους συμμάχους τους; Στους εισβολείς του Αιγαίου ανοίγουμε διάπλατα τις «πύλες» της εισόδου, για να εισέρχονται ευκολότερα εντός των «τειχών», ώστε να «αλώσουν» γρηγορότερα τη «βασιλεύουσα». Με τους «πειρατές» της Μακεδονίας τα βρίσκουμε αλλιώς:Υπογράφουμε μαζί τους συμφωνία, με την οποία τους παραχωρούμετο πιο ένδοξο κομμάτι της πατρίδος μας που διεκδικούν τόσα χρόνια. Ιδού η ελευθερία και η ευψυχία μας! Ξεπουλάμε αυτά που υπερασπίστηκαν με ηρωισμό και μας κληροδότησαν οι προπάτορές μας.

Κατά τα λοιπά συνεχίζουμε να τιμούμε κάθε χρόνο τους αγώνες και τη θυσία τους.Οχι, όπως μας λέει ο Θουκυδίδης, αλλά όπως μας υποδεικνύουν οι σύγχρονοι μέντορες του Ελληνισμού: Οι Τσίπρες, οι Σκουρλέτηδες, οι Πολάκηδες, οι Βούτσηδες και οι Τασούλες. Είναι οι λεγόμενοι επίσημοι που έχουν μάλιστα το θράσος να καταθέτουν και στεφάνια στημνήμη των ηρώων μας κατά τον εορτασμό της σχετικής επετείου, άσχετα αν με τις πράξεις τους αποκηρύσσουν το πνεύμα της αντίστασης που εκφράζουν οι τιμώμενοι ήρωες. Τέτοια στεφάνια όμως που προέρχονται από χέρια ασεβών φαρισαίων δεν είναι τιμή, αλλά ύβρις στη μνήμη των ηρώων. «Στέφανοι εξ ακανθών» που «αγκυλώνουν» τις ψυχές τους.

Εάν θέλουμε λοιπόν ο εορτασμός των Εθνικών Επετείων να μην αναλώνεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα προκλητικής υποκρισίας, ούτε να μοιάζει με φανταχτερό αμπαλάζ που περιτυλίγει το τίποτα, σύμφωνα άλλωστε και με την ιδεολογία των κυβερνώντων, πρέπει να φροντίσουμε να αποκαταστήσουμε την επαφή μας με την ουσία του εορταζόμενου γεγονότος, από την οποία μας έχουν αποκόψει τα νταβαντούρια και οι φανφάρες. Να μετατρέψουμε τον εορτασμό των Εθνικών Επετείων σε μυσταγωγία ψυχών. Να αναβαπτίζουμε κάθε τόσο την σκέψη και την ψυχή μας στο μήνυμα που μας στέλνει η θυσία των τιμώμενων ηρώων. Οσο για τους κυβερνώντες, εάν πραγματικά πιστεύουν στα πανηγυρικά διαγγέλματά τους για την ετοιμότητα του Ελληνικού Λαού να αντιμετωπίσει κάθε φασιστικό κίνδυνο στο μέλλον, πρέπει πρωτίστως να φροντίσουν να εξαλείψουν άμεσα τον φασισμό που αποπνέει η  πολιτική τους. Αυτός ο πραγματικός φασισμός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από τον φανταστικό φασισμό που επισείουν οι κυβερνώντες, για να δείξουν ότι αγωνίζονται κατά του φασισμού.